Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη
Σημείωμα του σκηνοθέτη
Ένας περφόρμερ, κλεισμένος στο εργαστήριό του, αποχωρισμένος από τον κόσμο, χρησιμοποιεί το σώμα του ως υλικό και πεδίο για πείραμα, μέχρι την οριστική διάλυση του Εαυτού και την εξάντληση των λέξεων, σε έναν χώρο στον οποίο προσπαθεί, διαρκώς και μάταια, να κατοικήσει• έναν μη-τόπο. Μέσα στο εκμαγείο του εσωτερικού ενός διώροφου κτίσματος, ο περφόρμερ κινηματογραφεί, σαν άλλος Κραπ, τον εαυτό του και τον χώρο. Οι θεατές, καθισμένοι εκατέρωθεν του κτίσματος, προσκαλούνται σε μια λαθραία και εν τέλει απατηλή θέαση, αφού σύντομα ανακαλύπτουν ότι και αυτοί μοιράζονται τη συνθήκη του: είναι και οι ίδιοι έγκλειστοι στον δικό τους προθάλαμο• σε μια μάταιη αναμονή.
«Αιωρείται» σε μια αέναη προσπάθεια να αναγνωρίσει το ίδιο του το «είναι». Μένει μετέωρος μέσα σε μία κενότητα αναζητώντας διαρκώς κάτι αθέατο, κάτι που υπάρχει μέσα του. Μοναδική του συντροφιά κάποιες στιγμές οι λέξεις. Ένας εσωτερικός μονόλογος από χαρακτηριστικά σπαράγματα της πεζογραφίας του Μπέκετ που «αντηχεί» εκκωφαντικά μέσα από τη δεσπόζουσα ρωγμή του κτιρίου. Μία ρευστή ρωγμή που το διατρέχει από τα θεμέλια μέχρι την οροφή και που μέσα της ο ήρωας βυθίζεται διαρκώς και χάνεται.
Ο Δημήτρης Κουρτάκης εμπνεύστηκε και δημιούργησε μία παράσταση πρωτόγνωρη και καθ’όλα άρτια, βασισμένος στη στιβαρή δραματουργία που έκανε μαζί με την Ελένη Παπάζογλου και την Αναστασία Τζέλλου, με τα ατμοσφαιρικά και απόλυτα καθοριστικά βίντεο του συνεργάτη του Ζυλιέν Γκοσλέν, Jérémie Bernaert, που προβάλλονταν στους τοίχους του κτιρίου και που γυρίζονταν εκείνη την ώρα από τον ίδιο με μια κάμερα χειρός, με τους φωτισμούς του συνεργάτη του Ρόμπερτ Ουίλσον, Σκοτ Μπόλμαν, που «έπαιξε» εντυπωσιακά με το φως και το σκοτάδι, αλλά και την εύστοχα εναρμονισμένη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού.
Ο δημιουργός μπήκε στην διαδικασία αυτής της αιώρησης – όπως ονόμασε και την παράστασή του – και δημιούργησε μια περφόρμανς για έναν ηθοποιό, ο οποίος σωματοποιεί όλο το νόημα της Μπεκετικής φιλοσοφίας. Εγκιβώτισε τον ήρωά του, και μαζί και το κοινό, μέσα σ΄ένα κτίριο/εργαστήριο και και μας μετέτρεψε σε κρυφούς θεατές της ζωής του μέσα από τα ανοίγματα και τις ρωγμές του κτιρίου και ταυτόχρονα εξωτερικά μέσα από τις παράλληλες βιντεοπροβολές. Ήρθε αντιμέτωπος με το εργαστήριο του ίδιου του του εαυτού, αυτό ακριβώς προσπάθησε να κατοικήσει μετέωρος ανάμεσα σε χαλάσματα, ερείπια, αδιέξοδα, κάνοντας επαναλαμβανόμενες κινήσεις (χαρακτηριστική η πόρτα της ντουλάπας που ανοιγοκλείνει φέρνοντάς τον στιγμιαία σ΄επαφή με τους ήχους του έξω κόσμου, ενώ λίγο αργότερα αυτή η ίδια η ντουλάπα γίνεται το δικό του φέρετρο) και ψιθυρίζοντας «Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».
Έτσι τον αισθανθήκαμε να παίζει με υλικά. Γήινα και εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά. Με το ίδιο του το σώμα και με τον ίδιο του το λόγο. Να περνά από παντού. Να σκαρφαλώνει, να έρπει στην οροφή της ντουλάπας, να πηδάει σε σκαμπό, να ισορροπεί σε μαδέρια, να αιωρείται στους σομιέδες ενός κρεβατιού, να ανεβαίνει σκάλες, να ασφυκτιά στο αδιέξοδό τους, να αιωρείται στο κενό αναζητώντας το νόημα και τον ακατάληπτο ορισμό της ύπαρξής του, βυθισμένος μέσα στην απόλυτη μοναξιά του ήρωά του, μέσα στις σκέψεις του, αλλά και σ΄ένα απόκοσμο λεκτικό κενό, κινήθηκε στο χώρο με μία έκδηλη και αέναη αγωνία.
Ο Άρης Σερβετάλης ανήκει ξεκάθαρα σε αυτό το σύμπαν, μέσα από μιας εξαιρετικής πλαστικότητας ερμηνεία, στυλιζαρισμένες κινήσεις αλλά και εξπρεσιονιστική λιτότητα και πειστικότητα, μετατρέποντας το πρόσωπό του σε έναν αόρατο καμβά, ενσωματώνοντάς το στην γκρίζα χρωματική αισθητική του Μπέκετ. Ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα να ενταχθεί αυτή η σωματικότητα στο θεατρικό σύμπαν του Μπέκετ, το οποίο είναι από τη φύση του καταρρακωμένο σωματικά.
Το τέλος, με τον ηθοποιό να ανασηκώνει το πάτωμα του εργαστηρίου του, να αποκαλύπτει από κάτω ένα δάπεδο από πέτρες και να σκάβει με μανία στην προσπάθειά του να θαφτεί κάτω από αυτές – σαν άλλη Γουίνι από τις Ευτυχισμένες μέρες - είναι αν μη τι άλλο μοναδικό.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ