Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη
Τελικά, έχω με βεβαιότητα καταλήξει ότι δεν είμαι «φαν» των υπερπαραγωγών, με grande σκηνικά, κοστούμια και χορευτικά. Ο Ντάνκαν Μακ Μίλαν, επικεντρώνεται στην ουσία του θεάτρου διερευνώντας τη θεατρική γραφή, απογυμνωμένη από υποδείξεις: «Το έργο γράφτηκε για να παιχτεί σε άδεια σκηνή. Δεν υπάρχουν σκηνικά, δεν υπάρχουν έπιπλα, ούτε φροντιστήριο, ούτε παντομίμα. Δεν υπάρχουν αλλαγές κοστουμιών. Το φως και ο ήχος δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν αλλαγή στον χρόνο ή στον χώρο». Ένα τέτοιο θέατρο είχα τη χαρά να παρακολουθήσω στον πολύ ζεστό και φιλικό χώρο του Tempus Verum Εν Αθήναις, όπου είχαμε και την ευχαρίστηση να απολαύσουμε το έργο πίνοντας την ωραιότατη σπιτική τους sangria, που παρασκεύαζαν την ίδια στιγμή, και άξιζε απόλυτα την (μικρή) αναμονή. Όμορφος χώρος, καλό κρασί και υπέροχη παράσταση, το τρίπτυχο της επιτυχίας.
Η παράσταση ξεκινά και τα φώτα δεν σβήνουν ποτέ: είμαστε ένα, κοινό και ηθοποιοί. Το σκηνικό, του Μιχάλη Σαπλαούρα, ως σύμβολο, ένας γκρι τάπητας σε κομμάτια, όπου στήνεται αρχικά κομμάτι – κομμάτι, όπως και η ζωή των νεαρών ηρώων, για να «ξεστηθεί» εν τέλει στο τέλος του έργου.
Η Βάσω Καβαλιεράτου παίρνει λίγο περισσότερο την παράσταση πάνω της, κλέβοντας ελάχιστα τις εντυπώσεις από την συμπρωταγωνιστή της, Αποστόλη Τότσικα, σε μια εξαίρετη εκφορά του λόγου, εκφωνώντας σχεδόν με μιαν ανάσα ένα σημαντικό μέρος του κειμένου, αξιοποιώντας στο έπακρο αμφότεροι όλα τα εκφραστικά τους μέσα, σώμα και λόγο, υπό την κινησιολογική καθοδήγηση του Δημήτρη Λάλου. Πυκνές, ακριβείς και εύστοχες και οι δύο ερμηνείες, αναδεικνύοντας οικείες και αναγνωρίσιμες καταστάσεις που δημιουργούνται στη σκηνή και αρύονται εικόνες και εμπειρίες της καθημερινής αλήθειας, μέσα από εύλογα συμπεράσματα και απλούς προβληματισμούς, στις οποίες εν τέλει καταφεύγει πιο εύκολα ο θεατής, μέσα από την ταύτιση και τελικά την τέρψη μέσω της κάθαρσης, κάνοντας το οποιοδήποτε σκηνικό να φαντάζει τελικά περιττό. Τα κοστούμια, επίσης του Μιχάλη Σαπλαούρα, απλή, καθημερινή ενδυμασία δύο νέων, και η ευρηματική χρήση ενός unisex καρό πουκαμίσου, το οποίο κατά τη διάρκεια της παράστασης μεταμορφώνεται εύχρηστα σε ομπρέλα, πετσέτα και σκέπασμα. Οι μπρεχτικοί φωτισμοί του Περικλή Μαθιέλη, απλά φώτιζαν όσα έπρεπε να δούμε, χωρίς να υποδηλώνουν οποιαδήποτε αλλαγή.
Εν κατακλείδι, η παράσταση αυτή σημειολογικά αποτελεί ότι αρτιότερο έχουμε δει στην σκηνή κατά τη διάρκεια αυτής της θεατρικής σεζόν.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ