Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η παράσταση επικεντρώνεται γύρω από το ερώτημα αν η Ειρήνη είναι συνώνυμο της ευτυχίας ή ισχύει το ηρακλείτειο ρητό «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους». Ο άνθρωπος πάντα σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Πολεμά για την ειρήνη, πολεμά για τα συμφέροντά του, για τα δικαιώματά του, για την ελευθερία, πολεμά για την εσωτερική του γαλήνη ή δεν πολεμά και ακούει τις γειτονικές ιαχές πολέμου. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Πόλεμος και Ειρήνη, δύο εναλλασσόμενα, αλληλοσυμπληρούμενα μέρη του ιδίου συνόλου. Για τον Δημοσθένη Παπαμάρκου «ο σύγχρονος θεατής πολλές φορές δυσκολεύεται να αναγνωρίσει πως η Ειρήνη είναι ένα μανιφέστο για την κατάκτηση της ουτοπίας. […] Η ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί διαμέσου της σύγκρουσης, του πολέμου, με άλλα λόγια. Μόνο τότε μπορεί να αποκτήσει την ποιότητα εκείνη, που την κάνει ποθητή και τη ξεχωρίζει από μια άγονη αταραξία.»
Για τον Νίκο Κυπουργό είναι ένα ενδιαφέρον έργο λόγω των εναλλαγών του κωμικού και του τραγικού στοιχείου, ύφους και μέτρου( επικού, λυρικού )και της διαχρονικότητά του. Έτσι χρησιμοποίησε υλικά και κώδικες από διαφορετικά είδη μουσικού θεάτρου - από την όπερα, το μιούζικαλ και το καμπαρέ μέχρι τους βυζαντινούς ύμνους- αλλά και μια πιο σύγχρονη γλώσσα, ρυθμική, αρμονική, ηχοχρωματκή. Ειδικά στη χρήση της φωνής θέλησε να ανιχνεύσει πολλούς διαφορετικούς τρόπους εκφοράς στα όρια ανάμεσα στην απαγγελία και το τραγούδι. Κι ακόμα κάνει μερικές έμμεσες ή άμεσες αναφορές σε άλλους συνθέτες, λόγιους και μη. Το ζητούμενο πάντοτε η μουσική να φωτίσει αθέατες πλευρές του έργου, δημιουργώντας υπόγειες συνδέσεις.»
Στην παράσταση δεν υπάρχουν σκηνικά, υπάρχει Projection mapping . Όλη η παράσταση είναι αυτό που ονειρεύεται ο Τρυγαίος, μια ειρήνη που κατορθώνει να τη φέρει για τους Έλληνες, ένα διάλειμμα μεταξύ δύο πολέμων. Καθώς οι θεοί έχουν απηυδήσει πια με τα ανθρώπινα , έχουν αποχωρήσει από τον Όλυμπο και έχουν αφήσει τους ανθρώπους στο έλεος του πολέμου.
Προκειμένου να κινητοποιηθεί ο θεατής, από την αρχή κιόλας της παράστασης, ο Τζίμης Πανούσης παρακινεί να ενεργοποιήσουν οι θεατές τα κίνητρά τους και να μην «κλάνουν».
Η Ειρήνη είναι κωμωδία του Αριστοφάνη. Παίχτηκε πρώτη φορά το 421 π.Χ., στα Μεγάλα Διονύσια και κέρδισε το δεύτερο βραβείο. Το θέμα του έργου είναι ενάντια στον Πελοποννησιακό πόλεμο που μάστιζε τις ελληνικές πόλεις και θεωρείται ένα από τα πιο αντιπολεμικά έργα όλων των εποχών.
Ο Τρυγαίος είναι ένας αμπελουργός, που απελπισμένος από την κατάντια των αμπελιών του, αποφασίζει να πάει και να ελευθερώσει την Ειρήνη, την οποία ο Πόλεμος έχει κλείσει σε μια σπηλιά ενός βουνού. Τοποθέτησε, μάλιστα, μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς, ένα μεγάλο βράχο κι έτσι η Ειρήνη δεν μπορεί να βγει και να είναι μαζί με τους ανθρώπους. Το αποτέλεσμα: ο πόλεμος εξουσιάζει όλη τη γη! Οι άνθρωποι πολεμούν συνεχώς.
Στο πρώτο μισό του έργου, μιλούν για τα σκατά με τον Τρυγαίο να αποπατεί, για τη δύσκολη διαδικασία συγκομιδής τους, για την «αρτοκλασία», για τους επαναστάτες του κώλου, για την Ελλάδα που έκανε θυσία στον πόλεμο, για το σύνδρομο του Σωτήρα, καταγγέλλοντας τον Δία «τραγελογάμη».
Αγανακτισμένος ο Τρυγαίος ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι του στον Όλυμπο για να ζητήσει τη βοήθεια των δώδεκα θεών. Φεύγει πετώντας πάνω σ' ένα τεράστιο σκαθάρι που τρέφεται από «σκατά».
Ήδη έχει αναφερθεί το λαϊκό άσμα, τραγουδισμένο από την Άντζελα Δημητρίου «ποια θυσία», φανερή η ειρωνεία του θείου στοιχείου με τις κόρες του Τρυγαίου ντυμένες καλόγριες να ανησυχούν για τον πατέρα τους και κάθε φορά να μιλούν χορωδιακά σαν πουλάδες με έντονες κινήσεις και προτεταμένα χέρια, σαν να φωνάζουν κάποιον επιτιμητικά ¨αντίχριστο¨. Εκείνος αναφέρει « Κόρες μου, πάω στα ουράνια!», υπαινιγμός για το τραγούδι του Θάνου Μικρούτσικου σε ποίηση Καββαδία « Γιε μου που πας; Μάνα θα πάω στα καράβια!»
Ο φωτισμός, Αλέκος Αναστασίου, έχει σκηνογραφικό ρόλο και είναι στοιχείο καθοριστικό για την παράσταση αυτή.
Καλεί όλους να αποπατήσουν για να έχει τα καύσιμα που χρειάζεται για να πάει να συναντήσει το Δία και τους εγκαλεί. « Μη λένε μετά: τον Τρυγαίο σκότωσε ενός μαλάκα ο κώλος.» Ψηλά στον Όλυμπο συναντά τον θεό Ερμή και του ζητάει να ελευθερώσουν μαζί την Ειρήνη.
Ο Τρυγαίος είναι απεργός πολέμου και χρηματίζει τον Ερμή για να συναντήσει το Δία. « Φώναξέ μου την ομάδα Δίας!»
Ο Ερμής του λέει ότι οι θεοί δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την Ειρήνη. Έχουν εγκαταλείψει τη γη στον πόλεμο γιατί έτσι που τα έχουν κάνει οι άνθρωποι είναι άξιοι της μοίρας τους.
Όταν τον ρωτά ο Ερμής το όνομά του, αυτοαποκαλείται « Μυαρότατος!», το ίδιο και η γενιά του.
Ο Πόλεμος παρουσιάζεται ως χίπστερ γελοιοποιείται, ντυμένος στα λευκά και όλο φωνάζει υστερικά. « Κίδημε, που είναι ρε δαίμονα η ανεργία, η προπαγάνδα, ο απολυταρχισμός, οι πρόσφυγες;» Ψάχνει μια λεπίδα για τον αποχυμωτή, για να αλέσει και να λιώσει όλες τις πόλεις-κράτη της Ελλάδας. Ακούγεται η μουσική του Χατζιδάκι «Ω καλή μου ξανθιά…» από τους Όρνιθες σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, σαν κάλεσμα στις πέτρες, που έχουν χιλιακούσει αυτό το άκουσμα. Τα ιδιαίτερο της παράστασης αυτής είναι ο φόρος τιμής σε όλους τους παλιούς και η αναφορά στα επίκαιρα δεινά.
Σύνθημα διαδήλωσης « Έξω το δα από τα Μουδανιά!»
Ο Τρυγαίος πρέπει να προλάβει το κακό προτού να είναι πολύ αργά.
Τελικά ο Τρυγαίος καταφέρνει με κόπο να ελευθερώσει την Ειρήνη! Ύμνος στην Ειρήνη « Ελάτε αγρότες να σηκώσουμε την Ειρήνη!» Όλοι στα λευκά. Ακούγεται μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, αναφορά στον Ήλιο τον πράσινο, ασχημονεί ο Τρυγαίος. Λευτεριά στην Ειρήνη! Στρατιωτικός ύμνος για την Ειρήνη, Οξύμωρο και ειρωνικό. Αρχίζουν αίφνης τα συνθήματα « Έξω οι μπάτσοι του θανάτου!» και μετά επέρχεται η διχόνοια και αρχίζουν να χτυπιούνται. «Τρυγαίο ζούμε για να σ΄ακούμε! Και όσοι δε σ΄ακούνε να παν να γαμηθούνε!». Ειρωνεία για αυτό το λαό που ψάχνει μονίμως για έναν ταγό. Ακούγονται μια σειρά από γνωστά μουσικά θέματα, φόρος τιμής σε όλους αυτούς του μεγάλους παλιούς συνθέτες και τραγουδοποιούς μας. «Τελεία και παύλα Τρυγαίε είσαι καύλα !»
Ο Ερμής πληροφορεί τον Τρυγαίο ότι ο Δίας μάλιστα δήλωσε ότι όποιος ελευθερώσει την Ειρήνη θα θανατωθεί.
Ο Τρυγαίος τότε τάζει δώρα στον Ερμή και του ζητάει να τον βοηθήσει κρυφά γιατί η γη και οι άνθρωποι καταστρέφονται από τον πόλεμο. Οι άντρες έχουν παρατήσει τα σπίτια τους, τις οικογένειες και τις δουλειές τους και τρέχουν στις μάχες. Η γη είναι εγκαταλελειμμένη, αφού δεν υπάρχει κανείς να την καλλιεργήσει. Τα χωράφια, τα κτήματα, τα αμπέλια και τα περιβόλια, όλα χέρσωσαν και οι σοδειές καταστρέφονται. « Ερμή , μη γίνεσαι ανάδρομος!» και ακολουθεί το κλαψιάρικο « Κυρ Ελέησον !» « Γλύτωσε ημάς !» και του τάζουν τα Παναθήναια , τα Ποσειδώνια, τα Διονύσια, όλα θα γιορτάζονται υπέρ του, του Ερμή του Βαλεντίνου, του Ερμή του Σουμελά.
Αποφασίζουν να κάνουν σπονδή και λένε πως «όποιος τον πόλεμο ορέγεται να τη τρώει από πίσω και να κλαίγεται!»
Η Ειρήνη είναι στο πάνω διάζωμα και τραγουδά κάποιες άριες χωρίς λόγια. Την παρακαλούν να έρθει κοντά τους» όλοι με κοινή προσπάθεια, που εδώ εννοούμε την προσπάθεια των άλλων». Τραβούν την Ειρήνη από το πάνω διάζωμα κα ι την κοιτούν αποσβολωμένοι. Ο Τρυγαίος της απευθύνεται « Χαίρε Κεχαριτωμένη !»
Την απελευθερώνει και τη φέρνει μαζί με την Οπώρα και τη Θεωρία. Η Οπώρα ήταν η προσωποποίηση της πλούσιας καρποφόρας γης και της συγκομιδής των αγαθών και η Θεωρία εκπροσωπεί την ευημερία των επιστημών και είναι απαραίτητη για τη Βουλή. Όλοι καλωσορίζουν με ενθουσιασμό την Ειρήνη όμως αυτή σωπαίνει και δεν μιλά, τραγουδά μια άρια χωρίς λόγια , που την κατανοεί μόνο ο Τρυγαίος όταν μιλά. Είναι υπερβατική με ένα λευκό υπέροχο φόρεμα.
Όλοι απορούν και αναρωτιούνται γιατί κρατάει τέτοια στάση αντί να χαίρεται και να πανηγυρίζει που ελευθερώθηκε.
Τότε η Ειρήνη εξομολογείται στον Ερμή ότι είναι πολύ πικραμένη με τους ανθρώπους. Τραγουδά μια ακόμα άρια χωρίς λέξεις και ο Ερμής μεταφράζει ότι είναι πολύ στενοχωρημένη γιατί άνθρωποι δεν της δίνουν καθόλου σημασία και την παραμελούν. Έχουν το μυαλό τους στον πόλεμο και δεν ενδιαφέρονται για τα δικά της αγαθά. Αντίθετα κάποιοι πλουτίζουν από τον πόλεμο (οπλοπώλες) και δεν νοιάζονται για τίποτε άλλο παρά μόνο για τα κέρδη τους, όπως ο Κλεόνυμος, μέγας «κλασομπανιέρας». Γι αυτό κι αυτή τους έχει θυμώσει. Τότε ο Τρυγαίος παρακαλεί την Ειρήνη να συγχωρέσει τους άμυαλους ανθρώπους και να τους δώσει άλλη μια ευκαιρία να συμμορφωθούν, της εξηγούν ότι είχαν επιλέξει έναν άνθρωπο που έδειχνε ότι είχε σκύψει πάνω στα προβλήματα του λαού, και δεν είχαν άλλη επιλογή. Τρίζουν τα κόκκαλα του Αριστοφάνη, καλεί σε ένα λεπτό σιγή για όσους «έχουμε πεθάνει και νομίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί». Πολλά μουσικά θέματα ακούγονται σα γλυκιά ανάμνηση από Χατζιδάκη, Θεοδωράκη Λουκιανό Κηλαηδόνη κ.λ.π. Η Ειρήνη δέχεται κι όλοι μαζί κατεβαίνουν στη γη.
Ο Τρυγαίος μιλά στους ανθρώπους και τους διηγείται όλα όσα έγιναν. Τους μαλώνει για την απαίσια συμπεριφορά τους προς την Ειρήνη. Τους ζητά να συνέλθουν γιατί οι καταστροφές του πολέμου έφτασαν στο χειρότερο βαθμό.
Όλοι είναι ευτυχισμένοι με την επιστροφή της Ειρήνης στη γη και στους ανθρώπους. Ο Τρυγαίος παντρεύεται την Οπώρα και η Θεωρία γυρίζει πίσω στη Βουλή. Όλοι μαζί χαρούμενοι, γλεντούν τρώγοντας και τραγουδώντας.
Θα πρέπει κανείς να αναφέρει τον Τζίμη Πανούση ως ευφάνταστο αριστοφανικό και με μπρίο Τρυγαίο. Η μουσική παράσταση είναι πολύ ενδιαφέρουσα με ωραίες φωνές και καταπληκτική ερμηνεία της Καμεράτας με τη διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου. Εξαιρετικό το λιμπρέτο του Δημοσθένη Παπαμάρκου και η μουσική σύνθεση του Νίκου Κυπουργού.
Η παράσταση είναι μια πολύ μοντέρνα θεώρηση, με αναφορές σε σύγχρονα γεγονότα και απότιση τιμής στους μεγάλους δημιουργούς.
Υπήρξε ένα θέμα με την ακουστική και λίγο προς το τέλος κούρασε μετά την έλευση της Ειρήνης.
Εξαιρετικό το Projection mapping του Στάθη Μήτσιου και η τεχνολογία έλυσε πολλά προβλήματα με το φωτισμό της ορχήστρας, την ανάβαση στον Όλυμπο, τη πτήση με το σκαθάρι, το ίδιο το σκαθάρι, την προβολή του περιστεριού και πολλά άλλα. Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, συντόνισε με έμπνευση όλες τις παραμέτρους αυτής της πολυσχιδούς και ετερόκλητης παράστασης. Εξαιρετική η μουσική διδασκαλία του Νίκου Λαάρη, όλοι τραγούδησαν υπέροχα. Η κίνηση επίσης της Σεσίλ Μικρούτσικου, αριστοφανική και οπερατική συγχρόνως.
Τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου μπόρεσαν να αποδώσουν το μεταμοντέρνο ύφος της παράστασης, κρατώντας και την αριστοφανική αχλή.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ