Κριτική για την παράσταση "Υπηρέτης δύο αφεντάδων"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Ιστορικό πλαίσιο

Το ιταλικό θέατρο της Αναγέννησης αποτελούνταν από τα εξής θεατρικά είδη: commedia, commedia erudita και commedia dell’ arte. Η commedia erudite ήταν πιο λόγια, σε αντιδιαστολή με την επαγγελματική dell’ arte, προϊόν λόγιων και αυλικών κύκλων, που απευθυνόταν κυρίως σε αυτούς, με δραματουργικό πυρήνα την ίντριγκα, τηρούσε τους κανόνες του νεοκλασικισμού και επικρατούσε το λεκτικό στοιχείο, έναντι του υποκριτικού και κινησιολογικού κώδικα. Κλασικό δείγμα αυτής, ο Μανδραγόρας του Μακιαβέλλι. Η commedia dell’ arte εμφανίστηκε μέσα 15ου έως τα μέσα του 18ου αιώνα. Αποτέλεσε το πρώτο λαϊκό, επαγγελματικό θέατρο στην Ευρώπη, ως απάντηση στην λόγια commedia erudita. Αδιαφιλονίκητιος πρωταγωνιστής της ήταν ο επαγγελματίας ηθοποιός, οι ηθοποιοί και το κοινό ήταν συνήθως λαϊκής καταγωγής, το δραματικό κείμενο απουσίαζε και κυρίαρχη τεχνική ήταν ο αυτοσχεδιασμός (all’ improviso). Αφετηρία ήταν ένα καθοδηγητικό σχεδιάγραμμα (σενάριο) φαρσικής και έντονα ερωτικής πλοκής. Περιλάμβανε έναν περίπλοκο κώδικα συμβάσεων, μια τυπολογία ρόλων: μόνιμοι στερεοτυπικοί κωμικοί τύποι, σταθερά θέματα (περίπου 400) ελευθεροστομία, χρήση προσωπείου και αναγνωρίσιμου ενδυματολογικού κώδικα. Η υποκριτική δεξιοτεχνία συνίσταται κυρίως στην κίνηση και όχι στο λόγο και περιλάμβανε επίσης τυποποιημένες χειρονομίες και σωματικά τεχνάσματα (lazzi). Τα σκηνικά ήταν λιγοστά, και αποτελούσε γενικά θέατρο του ηθοποιού, όχι του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη. Καταβολές της αποτέλεσαν η ρωμαϊκή fabula atellana, η λαϊκή παράδοση παραμυθάδων, ο μίμος, οι πλανόδιοι ζογκλέρ και γενικότερα οι διασκεδαστές του Μεσαίωνα, και το καρναβάλι που εμφανίστηκε ήδη από τον 13ο αιώνα και αργότερα αναμίχθηκε με επαγγελματίες ηθοποιούς. Οι επαγγελματικοί αυτοί θίασοι περιοδεύουν σε Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία και οι παραστάσεις δίνονται σε δρόμους, πλατείες αλλά και αριστοκρατικές αίθουσες. Επιρροές της βρίσκουμε και στον κινηματογράφο (Τσάρλι Τσάπλιν, Χοντρός – Λιγνός).

Ο ιταλικός θίασος Comédiens Italiens μοιράζονταν τους ίδιους θεατρικούς χώρους, και την εύνοια του μονάρχη, με τον θίασο του Μολιέρου. Με τον «Υπηρέτη δύο Αφεντάδων», έργο του 1745, ο Γκολντόνι παίρνει την ετοιμοπαράδοτη φόρμα των λαϊκών θεατρίνων και την εξελίσσει σε θεατρικό έργο με συγκροτημένη δομή. Πατώντας στην παράδοση, μετέτρεψε τους τύπους (Πανταλόνε, Ντοτόρε, Μπριγκέλα, Ζάνι/Υπηρέτες, Ιναμοράτι/το ζεύγος των ερωτευμένων, κ.ά.) σε ζωντανούς χαρακτήρες, οι συμπεριφορές των οποίων αποτυπώνουν ήθη της εποχής. Με άλλα λόγια, το έργο βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στον φορμαλισμό της Κομέντια και τη νεότερη «ρεαλιστική» κωμωδία. Επιδιώκοντας την ανανέωση της Commedia dell’ arte, πετώντας τις μάσκες και γράφοντας κωμωδίες ηθών, ο Γκολντόνι δέχτηκε επιθέσεις που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την Ιταλία και να ζήσει τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του στο Παρίσι. Στην αυτοβιογραφία του, γράφει ότι οφείλει πολλά στον Μολιέρο, τα έργα του οποίου αποτελούσαν κάτι σαν μέτρο σύγκρισης για τα δικά του. Έχουμε και λέμε, λοιπόν: η Commedia dell’ arte, που ο Βενετσιάνος Γκολντόνι γνώριζε καλά εκ καταγωγής, επηρέασε τον Μολιέρο (1622-1673), που επηρέασε τον Γκολντόνι (1707-1793). Στην Ελλάδα το θέατρο του Γκολντόνι έγινε γνωστό πριν ακόμη το θάνατο του συγγραφέα από μεταφράσεις που κυκλοφορούσαν σε κύκλους πεπαιδευμένων Ελλήνων της ομογένειας, στη Βιέννη πρώτα και μετά στην Βενετία. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και κυρίως μετά το 1860, οπότε εμφανίζονται οι πρώτοι επαγγελματικοί θίασοι, παρουσιάζονται συχνά στο κοινό έργα του που συνδυάζουν την ευφορία της κωμωδίας με μηνύματα ηθικού περιεχομένου. Σταθμό στην σκηνική «αντιμετώπιση» του γκολντονικού θεάτρου είναι η «Λοκαντιέρα» όπως την παρουσίασε ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος το 1901 στη Νέα Σκηνή, παράσταση η οποία εντυπωσίασε για την «τελειότητα του συνόλου», τον πλούτο της σκηνογραφίας, την καλαισθησία και την ακρίβεια της ερμηνείας. Δύο ακόμη παραστάσεις σηματοδοτούν την καθιέρωσή του στο «κλασικό» ρεπερτόριο μέσω, πλέον, του Εθνικού Θεάτρου: η παράσταση της «Λοκαντιέρας» σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη το 1934 και, επιτέλους, ο «Υπηρέτης δύο αφεντάδων» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη το 1937. Στα χρόνια που μεσολάβησαν έργα του Γκολντόνι (οπωσδήποτε λίγα σε σχέση με τα δεκάδες που έχει γράψει) έχουν ανεβεί πολλές φορές. Στις κριτικές που έχουν γραφτεί για παραστάσεις του 20ου αι. (η αξία των κριτικών ως μαρτυρίες για την Ιστορία του Θεάτρου, δεν χωρεί αμφισβήτηση), αρκετές φορές επισημαίνεται η αδυναμία των Ελλήνων ηθοποιών να ανταποκριθούν στο κώδικα της Κομέντια, κάθε φορά που υιοθετούνται τρόποι που τον ανακαλούν, αφού αποτελεί ανοίκεια σε μας παράδοση, και λείπουν οι δάσκαλοι που θα μπορούσαν να διδάξουν την ειδική κινησιολογία και εκφραστική του συγκεκριμένου τρόπου. Επιπλέον στη μετάφραση χάνεται το γλωσσικό παιχνίδι των τοπικών διαλέκτων που μόνο οι Ιταλοί μπορούν να αποδώσουν –λ.χ. στον Υπηρέτη δύο Αφεντάδων ανταμώνουν πρόσωπα από την Βενετία, το Τορίνο και το Πέργκαμο. Σήμερα, με δεδομένο ότι η γραμμή της παράδοσης με το κώδικα της Κομέντια έχει διακοπεί ακόμη και στην ίδια την Ιταλία, είναι απολύτως αποδεκτό οι σύγχρονοι καλλιτέχνες του θεάτρου να κρατούν αποστάσεις από έναν σωματικό και εκφραστικό κώδικα που δεν γνωρίζουν, όταν καλούνται να ερμηνεύσουν έργα του Γκολντόνι που απηχούν το είδος, όπως ο «Υπηρέτης».

Η παράσταση

Η συγκεκριμένη παράσταση προκύπτει ως απαίτηση στα καπρίτσια μιας πριγκίπισσας, κακότροπη σαν την Βασίλισσα από την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων». Άρα ο υποτιθέμενος ρεαλισμός του έργου του Γκολντόνι ακυρώνεται, σε μια αντίστροφη πορεία που θα μπορούσε να οδηγεί στον φορμαλισμό της Κομέντια. Με τη λύση του θεάτρου εν θεάτρω, οι ηθοποιοί βάφουν άσπρα τα πρόσωπά τους και απελευθερώνονται από περιοριστικές συμβάσεις. Άλλοτε είναι ηθοποιοί που παίζουν, άλλοτε υπηρέτες της στρίγκλας, άλλοτε πρόσωπα του έργου του Γκολντόνι, σε διαρκή κίνηση που ποτέ δεν χάνει τον ρυθμό της. Μέσω εύστοχων αναφορών στην επικαιρότητα (λ.χ. ρύπανση του Σαρωνικού) ή αναφορών στη σύγχρονη κουλτούρα (ο Φλορίντο κάνει διαλογισμό και γιόγκα), θυμίζει και επιθεώρηση.

Ο Κώστας Μπιμπής ερμηνεύει θαυμάσια τον Τρουφαλντίνο, με επιρροές από Τσάρλι Τσάπλιν στην κίνηση, και εξίσου δυναμικές και οι υπόλοιπες παρουσίες, ο Χρήστος Ευθυμίου, ο Γιάννης Δρακόπουλος, η Αθηνά Μουστάκα, η Κατερίνα Παπουτσάκη, ο Γιώργος Κοψιδάς, ο Σταύρος Λιλικάκης, η Λήδα Μανιατάκου και ο Άκης Φιλιός. Εξόχως «θεατρικό» το σκηνικό της Μικαέλας Λιακατά, με κόκκινες κουρτίνες που διαμορφώνουν κυκλικό προσκήνιο ( και όλους τους αναγκαίους χώρους) χωρίς καμμία άλλη απολύτως προσθήκη, η οποία ενδυναμώνεται από τις φωτιστικές επιλογές της Χριστίνας Θανασούλα και τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα. Ο σκηνοθέτης Κώστας Γάκης και δύο από τους ηθοποιούς (Λήδα Μανιατάκου και Άκης Φιλιός) έγραψαν τη μουσική.
Εξαιρετικούς βρήκα τους αυτοσχεδιασμούς του Κωνσταντίνου Μπιμπή, ο οποίος με κέρδισε ξανά μετά τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα για 2» και εξίσου ευρηματικό ήταν το ηχητικό εφέ που μας παρέπεμπε στη θάλασσα, το οποίο βασιζόταν καθαρά στην κινησιολογία, μεταφέροντάς μας μαγικά στα κανάλια της Βενετίας, με αποκορύφωμα την σκηνή όπου ο Γιώργος Κοψιδάς φορούσε μάσκα και αναπνευστήρα!

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ