Οι Άτρωτοι

Αρχείο Παίχτηκε από 03/02/2020
στο Αγγέλων Βήμα

2 χρόνος παραστάσεων
Διάρκεια: 110'
Συγγραφέας: Torben Betts
Μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλαμάγκα – Καλογήρου
Σκηνοθέτης: Σταύρος Στάγκος
Σκηνογραφία: Αρετή Μουστάκα
Κοστούμια: Χριστίνα Πανοπούλου
Φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας
Ερμηνεύουν: Μαριάνθη Κυρίου, Μιχάλης Μαρκάτης, Χάρης Μαυρουδής, Λίλυ Τσεσμετζόγλου 

Περιγραφή

Η περσινή παράσταση του ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ, ΟΙ ΑΤΡΩΤΟΙ (αγγλικός τίτλος: Invincible, 2014) επαναλαμβάνεται λόγω μεγάλης επιτυχίας (εκτός φετινής θεματικής ενότητας) με νέα εξαιρετική διανομή.

Περισσότερα

Τι σχέση μπορεί να έχει η αφηρημένη τέχνη με το ποδόσφαιρο, ο παγκόσμιος καπιταλισμός με τη μπύρα, τα σπαράγγια με τα παιδιά όλου του κόσμου; Ο πόνος και το γέλιο είναι κοινά στους ανθρώπους ή ποτέ δεν θα μπορέσουν να υπερβούν τις ταξικές διαφορές τους;

Γράφοντας τους  «Άτρωτους», ο Betts διερευνά με χιούμορ και συγκίνηση, τη σύγκρουση των διαφορετικών τάξεων και της κουλτούρας τους. Με την οικονομική ύφεση να δείχνει το σκληρό της πρόσωπο η Έμιλυ, μια πολιτικοποιημένη και εναλλακτική εικαστικός και ο Όλιβερ, πρώην δημόσιος υπάλληλος από μεγαλοαστική οικογένεια, αποφασίζουν να μετακομίσουν από το Λονδίνο σε μια μικρή πόλη της βόρειας Αγγλίας.

Ο Όλιβερ, δουλεύει τώρα ως free lancer, ενώ η Έμιλυ, η οποία δεν πιστεύει στον γάμο,  στην ιδιοκτησία ή οτιδήποτε συμβατικό, ονειρεύεται να φτιάξει μια καλλιτεχνική κοοπερατίβα. Φτάνοντας στον καινούργιο τους προορισμό, στη λαϊκή γειτονιά της επαρχιακής πόλης, που διάλεξαν για «να ζήσουν ανάμεσα σε πραγματικούς ανθρώπους», όπως λέει η Έμιλυ, προσκαλούν ένα βράδυ στο σπίτι τους, τους καινούριους τους γείτονες: την Ντων, μια γραμματέα οδοντιατρείου και τον Άλαν, ένα ταχυδρόμο που αγαπάει το ποδόσφαιρο, τον στρατό και την μπύρα.

Σύντομα, τις κωμικές καταστάσεις διαδέχονται οι αναπάντεχες ανατροπές και η ευγένεια δίνει την θέση της στην ειρωνεία, τον θυμό και τα δάκρυα, ενώ οι ήρωες καλούνται να υπερασπιστούν την οικογένεια τους, τα πιστεύω τους και το γούστο τους, να αποκαλύψουν τα όνειρα τους και τις ματαιώσεις τους και να αναμετρηθούν με τις ουσιαστικές αλήθειες της ζωής τους.

Βοηθός σκηνοθέτη: Ιουλία Σταμούλη

Η διανομή τη σεζόν 2018-19 ήταν: (με αλφαβητική σειρά) Μαριλίτα Λαμπροπούλου, Μιχάλης Μαρκάτης, Ειρήνη Μπαλτά και Γιάννης Μπουραζάνας

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

    Το έργο του Torben Betts ανεβαίνει πρώτη φορά στην Ελλάδα.

    Παρουσιάζει τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής στην Αγγλία, αλλά κάποιος αναγνωρίζει σ’ αυτά και τα δικά του αδιέξοδα καθώς οι ίδιες ανησυχίες ταλανίζουν όλους σχεδόν τους ανθρώπους του δυτικού κόσμου. Ένα ζευγάρι με δύο παιδιά, ο Όλιβερ και η Έμιλυ, με τον πρώτο να έχει εργαστεί ως υπάλληλος, χωρίς δουλειά όμως τώρα, και τη δεύτερη να ‘ναι ζωγράφος. Χωρίς να είναι παντρεμένοι αφού εκείνη δε θέλει να ακούει για τέτοιες συμβάσεις. Η μητέρα του Όλιβερ, μια ηλικιωμένη που αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας, σε απόσταση με την Έμιλυ καθώς τις χωρίζει αμοιβαία αντιπάθεια. Η τελευταία συχνά μιμείται τη μητέρα του συντρόφου της για να κοροϊδέψει το γεγονός ότι βρίσκεται σε μια δική της σφαίρα, ενώ ο κόσμος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα επιβίωσης.

    Η ‘Εμιλυ ασχολείται με όλα τα κοινωνικά προβλήματα, με τη φτώχεια στον κόσμο, με την ισότητα των δυο φύλων και με την αισθητική μιας και είναι καλλιτέχνης η ίδια. Τρέφει συμπάθεια για τους καταπιεσμένους, για όσους έχουν υποστεί βία από την εξουσία και δεν πιστεύει στην ιδιοκτησία. Νοικιάζουν λοιπόν σε μια φτωχή συνοικία μιας επαρχίας έξω από το Λονδίνο και καλούν το γειτονικό ζευγάρι για να γνωριστούν. Έρχεται λοιπόν η κοπέλα φορώντας καυτό μίνι και με στυλ εντελώς ασύμβατο με αυτό του Όλιβερ και της Έμιλυ.

    Ο Όλιβερ μιλά στη γειτόνισσα και εξηγεί ότι με την Έμιλυ επέλεξαν να έρθουν σε αυτή τη γειτονιά για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με «κανονικούς» ανθρώπους, μιας και για εκείνη το Λονδίνο είναι μια «καπιταλιστική φωλιά για γκάγκστερς». Η Ντον κοιτάζει με περιέργεια τους πίνακες της Έμιλυ και βαριέται όσο μιλά ο Όλιβερ για δουλειές και άλλα. Ωστόσο καθώς εξηγεί ότι ο άντρας της, ο Άλαν, θα έρθει μετά το τέλος του ματς, βρίσκουν την ευκαιρία να πουν ότι και οι δυο δε συμπαθούν το ποδόσφαιρο.

    Ο συγγραφέας δομεί σταδιακά στη ροή του έργου τις σχέσεις των πρωταγωνιστών του. Ο Όλιβερ και η Ντον για παράδειγμα, παρά τις διαφορές τους, βρίσκουν αφορμές να γελούν καθώς εκείνος της μιλά για τις επιδόσεις του στο κρίκετ εντυπωσιάζοντάς την κι έτσι οδηγούνται στη σύναψη μιας εφήμερης σχέσης. Αυτή κάποια στιγμή του κάνει παρατήρηση να πάψει να την καρφώνει με τα μάτια του.

    Καθώς εμφανίζεται ο Άλαν, γίνεται αμέσως εμφανής η ασυμβατότητά του με τη σύζυγό του, Ντον. Στη συνέχεια προκύπτει ότι έχουν δυο κόρες και με πλάγιες αναφορές γίνεται λόγος και για το γιο της Ντον που τον δέχτηκε ο Άλαν ενώ ήταν από άλλον πατέρα. Μιλά ακατάπαυστα για το ποδόσφαιρο και βέβαια η Έμιλυ αξιοποιεί την ευκαιρία αυτή για να καταγγείλει τα σπορ ως υπεύθυνα για την αποχαύνωση του κόσμου, καθώς αυτός σπαταλά χρόνο, ενέργεια και χρήμα χωρίς να αντιδρά συμμετέχοντας ενεργά στην ανατροπή αυτού του εκμεταλλευτικού κοινωνικού στάτους, ενώ τους αναλύει την καταστροφή που υφίσταται η τοπική κοινωνία απ’ την επέκταση των σούπερ μάρκετ.

    Ο Άλαν μιλά για τα επαγγέλματα που έχει κάνει στο παρελθόν ξεκινώντας ως σεφ και καταλήγοντας ταχυδρόμος, ενώ ο Όλιβερ είναι χωρίς δουλειά. Νομίζει ότι μπορούν να γίνουν φιλαράκια. Προσέχει τις ζωγραφιές της Έμιλυ και λέει ότι και εκείνος ζωγραφίζει. Ζητά τη γνώμη της για να δει αν αξίζουν τα έργα του. Εκείνη αρχικά διστάζει, μετά όμως του λέει καθαρά ότι δεν έχει ταλέντο.

    Ο Άλαν και η Ντον μιλούν για το γάτο τους τον Βινς, το όνομα του οποίου προκύπτει από το “invincible”, που ήταν και το όνομα του αεροπλάνου που συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις στις οποίες συμμετείχε ο βρετανικός στρατός, μιας και θεωρήθηκε ότι ήταν “άτρωτο”. Ο συγγραφέας με αριστοτεχνικό τρόπο οδηγεί προς την αναζήτηση του άτρωτου, για να φτάσει στην παραδοχή ότι κανείς δεν είναι εντέλει άτρωτος, ούτε ακόμα ο γάτος του Άλαν, ούτε η μητέρα του Όλιβερ, ούτε βέβαια ο γιος της Ντον, που είναι στο μάταιο αυτόν πόλεμο που διεξάγει η χώρα του σε κάποια γωνιά του πλανήτη, όπως είναι όλοι οι πόλεμοι, με αθώα θύματα, στρατιωτάκια προς κατανάλωση, για να «θησαυρίζουν οι έμποροι όπλων κα πετρελαίου». Όλα είναι μακριά από την πραγματική ζωή και την ουσία, και όλες αυτές οι ανθρωπιστικές κραυγές της Έμιλυ μοιάζουν να πέφτουν στο κενό, να μην βρίσκουν ανταπόκριση. Η εξέλιξη θέλει την κατάσταση να περιπλέκεται και μέχρι τέλους να μην διευκρινίζεται εντελώς, ωστόσο να ανατρέπεται με τη διευκόλυνση του χρήματος και την υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής. Η Έμιλυ κερδίζει μια εύκολη ζωή στο Λονδίνο με τον Όλιβερ ξανά μέλος του εργατικού κόμματος και εκείνη να εξαιρείται προσχηματικά από την ιδιοκτησία καθώς ο σύντροφός της θα αναλάβει την ευθύνη. Η Έμιλυ είναι ο μόνιμος μαχητής, έχει επωμιστεί το φορτίο της αντίδρασης και των τύψεων, έχει αυτομαστιγωθεί για το χαμό του παιδιού τους, όμως την ευθύνη τη ρίχνει στον Όλιβερ, γιατί αυτός τη μέθυσε και δεν πρόστρεξε στο παιδί της, όταν αυτό την είχε ανάγκη.

    Ο συγγραφέας δημιουργεί μια επιτυχημένη κωμική σκηνή όπου ο καθένας μιλά για άλλο θέμα. Η Έμιλυ προθυμοποιείται να τους αποζημιώσει για το θάνατο του Βινς, ενώ οι άλλοι είναι σοκαρισμένοι για διαφορετικούς λόγους. Οι σχέσεις αποκαλύπτονται, οι εντάσεις ξεσπούν, οι δρόμοι χωρίζουν, η ευθύνη είναι προσωπική, όπως και οι επιλογές στη ζωή. Δεν υπάρχει σωτηρία για ήρωες, όμως παρ΄όλα αυτά ο συγγραφέας δεν δημιουργεί ένα καταθλιπτικό έργο, αλλά ωθεί σε προβληματισμό και σε αποδοχή της ζωής.

    Το κείμενο υποστηρίζεται από τις καταπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών. Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου στο ρόλο της Έμιλυ, λέει πράγματα συγκλονιστικά, με τα οποία ταυτίζεται ο θεατής, αλλά πετυχαίνει με το συντηρητικό της ντύσιμο, και την εμμονική της προσκόλληση στο παρελθόν να αποδίδει την ενοχική διάθεση αυτοτιμωρίας, επιζητώντας μια συγχώρεση που δεν έρχεται ποτέ. Υπέροχη σε όλες τις φάσεις ακόμα και σαν μεθυσμένη και κάπως χαλαρή υπό την επήρεια του αλκοόλ. Ο Μιχάλης Μαρκάτης, ο σύντροφός της ο Όλιβερ, ακολουθεί, αλλά κινείται σε μια συντηρητική κλίμακα. Θα ήθελε να παντρευτούν, αν και άνεργος, επιδιώκει την επιβίωσή του με οποιοδήποτε τρόπο και σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο.

    Η Ειρήνη Μπαλτά στο ρόλο της Ντον, ντυμένη αρχικά με έξαλλο και σέξι στυλ, για να περάσει στη συνέχεια σε ένα ντύσιμο που δηλώνει την αλλαγή που συνέβη μέσα της, αλλά μοιραία και στη ζωή της. Παίζει εξαιρετικά την ρηχή, επιθυμητή γυναίκα μια υποβαθμισμένης περιοχής εντυπωσιάζοντας με τη μεταστροφή της όταν σπαράζει για την αυτοθυσία του παιδιού της, για την οποία είναι και αυτή υπεύθυνη. Νωρίτερα είχε αποφασίσει να υπηρετήσει τα όνειρά της και να μορφωθεί, να αλλάξει ζωή.

    Εξαιρετικός και ο Γιάννης Μπουραζάνας στο ρόλο του Άλαν. Ένας πραγματικός επαρχιώτης άγγλος, κολλημένος με την μπάλα, πατριώτης, με την ιδέα της μεγάλης Αγγλίας, πάντα με μια μπύρα στο χέρι, χωρίς άλλα ενδιαφέροντα. Έχει κάνει κάθε είδους δουλειά για την επιβίωσή τη δική του και της οικογένειάς του.

    Θαυμάζει τη γυναίκα του και αναρωτιέται πώς και του έπεσε αυτό το «λαχείο». Ενώ διαλύεται συναισθηματικά από την προδοσία, στο τέλος συμπαραστέκεται και δείχνει να τη συμπονά.

    Η σκηνοθεσία του Σταύρου Στάγκου είναι μελετημένη, πάνω στο κείμενο, με σωστό συντονισμό των ηθοποιών, δίνοντας απόλυτα το πλαίσιο της κατάστασης. Σε αυτή εντάσσεται και ο φωτισμός του Βαγγέλη Μούντριχα, με την προβολή του δέντρου- τάφου του Βινς, αλλά και με το φωτισμό, μέσα στο σπίτι και στα πρόσωπα. Το ίδιο και τα κοστούμια της Χριστίνα Πανοπούλου, κάθε φορά δηλωτικά και αποκαλυπτικά για τον ήρωα. Τα σκηνικά της Αρετής Μουστάκα, ένα σπίτι που μόλις μετακόμισε και πάλι έτοιμο μα ξαναμετακινηθεί. Οι μουσικές επιλογές του Δημήτρη Φριτζαλά, κατάλληλες κάθε φορά και αυτές επίσης δηλωτικές των συνθηκών.

    Μια παράσταση με έναν σύγχρονο προβληματισμό, σε θέματα καθημερινά, που δεν εξαντλούνται στην πραγματικότητα της Αγγλίας, αλλά αφορούν όλους μας. Η σκηνοθεσία αξιοπρόσεκτη, το ίδιο και οι ερμηνείες των εξαιρετικών ηθοποιών.