Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη
Εκτός από τον μονόλογο του Alessandro Baricco, και την – κλασική πια - ταινία του Giuseppe Tornatore, φέτος είχα τη χαρά να απολαύσω το μοναδικό αυτό κείμενο και σε άλλη μια αξιόλογη θεατρική διασκευή, αυτή του Χρήστου Καρνάκη, στο θέατρο Σημείο. Έχοντας, λοιπόν, όλη αυτή την, τόσο πρόσφατη, εμπειρία του κειμένου, ήμουν αρκετά περίεργη για το τι άλλο είχε να δώσει…
Ξεκινώντας, η παράσταση ονομάζεται «Lemon», και όχι «1900», όπως συνηθίζεται ως τώρα. Ήδη αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μια πιο ιδιαίτερη προσέγγιση, δίνοντας έμφαση σε ένα από τα στοιχεία του έργου, από το οποίο πήρε και ένα από τα ονόματά του ο ήρωας. «Danny Budman T.D. Lemon 1900». Ήδη από την κράτηση της θέσης, η ομάδα με προϊδεάζει βάζοντάς με στο κλίμα, λέγοντάς μου ότι κλείνω θέση να «επιβιβαστώ» και όχι απλά να παρακολουθήσω μια παράσταση… έτσι, φτάνοντας, ένιωθα ήδη μέλος του «πληρώματος» και όχι απλά ενός κοινού, κάτι που επιβεβαιώθηκε και με την ανακοίνωση έναρξης της παράστασης, όπου επίσης μας αποκάλεσαν μέλη του πληρώματος! Μπαίνοντας στον ιδιαίτερα «ζεστό» χώρο του θεάτρου, μας υποδέχεται μια ιδιαίτερη έκπληξη: σε κάθε κάθισμα βρίσκεται ένα λεμόνι, το οποίο παίρνουμε μαζί μας φεύγοντας, σαν ένα γλυκόξινο ενθύμιο αυτού που βιώσαμε, και το κάθε ένα από αυτά φέρει κι ένα διαφορετικό μήνυμα (αφού κρυφοκοίταξα και τα διπλανά) και σαν να ήταν προσεκτικά διαλεγμένο για τον καθένα – ή μήπως οι θέσεις μας δεν ήταν και τόσο τυχαίες τελικά;! – εγώ ταυτίστηκα απόλυτα με το δικό μου, το οποίο, φυσικά, δεν θα αποκαλύψω…
Το Lemon, η πρώτη παραγωγή της ομάδας Experimento, ξεκίνησε το ταξίδι του το Καλοκαίρι του 2018 όπου μεταξύ άλλων παρουσιάστηκε σε πρωτότυπους προορισμούς, στο ferry- boat στο λιμάνι της Αντιπάρου, εν πλω στη Σαντορίνη υπό φυσικό φως και με θέα το ηφαίστειο (Santorini Arts Factory 2018) και σ’ ένα καρνάγιο γεμάτο ψαρόβαρκες στην περιοχή του Λαυρίου. Ήδη το «Lemon» έχει διαγράψει την δική του προσωπική, ξεχωριστή πορεία.
Το πλήρωμα, λοιπόν, της παράστασης, μας χάρισε μια μοναδική, μαγική εμπειρία. Η σκηνοθεσία της Γεωργίας Τσαγκαράκη, σε συνδυασμό με τη σκηνογραφία της Νατάσας Τσιντικίδη και τις κατασκευές του Θωμά Μαριά, κατόρθωσαν να αναδείξουν στο έπακρο την «θαλασσινή» ατμόσφαιρα του έργου, χαρίζοντάς μου ένα πλατύ χαμόγελο αμέσως μόλις περάσαμε στη σκηνή: ήταν όλα εκεί – η κουπαστή του πλοίου, το αμπάρι, η αίθουσα χορού, το πιάνο… ολόκληρη η υφήλιος πάνω στη σκηνή, μέσα σε ένα χάρτη...!! Η επιμέλεια της κίνησης υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα και πάλι της Γεωργίας Τσαγκαράκη ήταν σαν ποίηση επί σκηνής – μια ανεπανάληπτη μαγεία, που θα με συντροφεύει για καιρό. Ειδικά την στιγμή της τρικυμίας, η οποία έχει εικονοποιηθεί στο μυαλό μας μέσω της ταινίας, με το πιάνο να γλυστράει κατά μήκος όλης της αίθουσας του πλοίου, ενώ ο πιανίστας παίζει, περίμενα ανυπόμονα να το δω και στη σκηνή, με ποιο τρόπο θα παρουσιαστεί, κι ενώ κοιτούσα με προσμονή τις ρόδες στο πιάνο… άλλο ένα ανυπέρβλητο σκηνοθετικό εύρημα έσκασε μπροστά στα έκπληκτά μου μάτια: το πιάνο ακίνητο, και οι δύο ηθοποιοί «δεμένοι» κυριολεκτικά και μεταφορικά με ένα μεγάλο κόκκινο λάστιχο… να «πετούν» κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας, κατά μήκος όλης της σκηνής, σε έναν καταιγιστικό ρυθμό, απόλυτα συγχρονισμένο με τη μελωδία του πιάνου, σε κάτι που μόνο ως πρωτόφαντη καινοτομία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, και να αποτελέσει στο εξής σημείο αναφοράς, με το οποίο θα πρέπει να αναμετρούνται πλέον όσοι επιχειρούν να προσεγγίσουν σκηνικά το μοναδικό αυτό έργο.
Ο ηχητικός σχεδιασμός του Λευτέρη Δούρου, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές μουσικές δεξιότητες του Μελαχρινού Βελέντζα, χάρισαν μια μοναδική διάσταση στη σκηνή. Εξαιρετική βρήκα και την «μεταφορά» της τρομπέτας, καθώς το αναζητούσα στη σκηνή, και ως δια μαγείας ορθώθηκε μπροστά στα μάτια μας μέσα από τη χρήση μιας μικρής, αλλά συνάμα «θαυματουργής»… καραμούζας, η οποία προσομοίωσε με χειρουργική ακρίβεια το «κλάμα» της τρομπέτας, την κρίσιμη στιγμή, και προσωπικά με άγγιξε ιδιαίτερα... Οι φωτιστικές επιλογές της Μαρίας Αθανασοπούλου, μαζί με τα κοστούμια της Κέλλυς Σταματοπούλου, τόνισαν ακριβώς όσο έπρεπε την συνολική ατμόσφαιρα του έργου, με τα ημίψηλα καπέλα να μας ταξιδεύουν στις πολυτελείς αίθουσες του υπερωκεάνιου Βιρτζίνιαν του 1930… Πολύτιμος αρωγός σε αυτό το εγχείρημα ήταν και η εξαιρετική μετάφραση του Σταύρου Παπασταύρου.
Καθοριστικό σημείο ταυτότητας της παράστασης αποτέλεσαν οι ερμηνείες των ηθοποιών, καθώς το σώμα τους, ως φυσική μηχανή παραγωγής ενέργειας, διαδραμάτιζε εξίσου κεντρικό ρόλο με το κείμενο, αν όχι κεντρικότερο… Η επί σκηνής έκλυση ενέργειας αποκτά πρωτοφανείς διαστάσεις, διαποτίζοντας κάθε στιγμή της παράστασης και ζωογονώντας ένα κείμενο που εκ πρώτης όψεως μοιάζει στατικό. Ο Μελαχρινός Βελέντζας και ο Γιώργος Δρίβας, με ηριώδη υποκριτική ευστροφία, ακαταμάχητο μαγνητισμό και απόλυτο έλεγχο εκφραστικών μέσων ανέδειξαν στο έπακρο την δυναμική των ελάχιστων σκηνικών αντικειμένων, έχοντας αναπτύξει μεταξύ τους τέτοιους εξαιρετικούς, μοναδικούς και ρυθμικούς κώδικες επικοινωνίας που λειτουργούσαν θαρρείς σαν ένα σώμα.
Ένα θαυμάσιο «καδράρισμα», η «κυκλική» έναρξη και λήξη του έργου από την «κουπαστή» του πλοίου, καλύπτοντας κάτω από ένα πέπλο τον θάνατο, φυσικό και μεταφορικό, υπό τον ήχο του εκκρεμούς, σε μια διονυσιακή σύζευξη του τραγικού και του κωμικού… Η πιο απολαυστική θεατρικά σκηνή για μένα, ήταν η στιγμή που εκτόξευσαν την πούδρα στον αέρα, που πλημμύρισε τον χώρο με το άρωμά της, ξυπνώντας με ένα τρόπο μοναδικό ευχάριστες βρεφικές αναμνήσεις, που δεν έχω ιδέα αν ο σκηνοθετικός στόχος ήταν αυτός, ωστόσο ήταν μια στιγμή ανεπανάληπτη… Πριν ακριβώς από αυτήν την σκηνή, ο χώρος πλημμύρισε ξαφνικά από ένα άρωμα λουλουδιών, το οποίο επίσης δεν γνωρίζω με ποιο τρόπο και γιατί προέκυψε, ωστόσο, μπορώ να πω με σιγουριά ότι και τα αρώματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην παράσταση..!!
«Δεν πρέπει να νομίσεις πως θα είμαι δυστυχισμένος, δε θα είμαι ποτέ πια…» Danny Budman T.D. Lemon 1900
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ