Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
“Κάθε άνθρωπος είναι μια άβυσσος. Σε πιάνει ίλιγγος να κοιτάζεις μέσα του” Σε ένα σκοτεινό σκηνικό τσίρκου, αρένας, παρελαύνει σύμπασα η κοινωνία με όλα τα στοιχεία της: την εκμετάλλευση του ανθρώπου, την απαξίωση του, τον στιγματισμό του, τη λαγνεία του, τα βίτσια του, την απομυθοποίηση της ηρωικής προσωπικότητας, την κοινωνική ανισότητα και την αιώνια παγίδα του, που μη ξέροντας ενάντια σε ποιον να αντισταθεί, στρέφεται κατά του εαυτού του.
Ο Γκέοργκ Μπύχνερ το 1836 έγραψε τον Βόυτσεκ σαν απάντηση στον γερμανικό ρομαντισμό που ήταν κυρίαρχο ρεύμα στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο συγγραφέας απέρριψε τους ηρωικούς χαρακτήρες, αδιαφόρησε για τα προβλήματα των βασιλέων και τις ιπποτικές λύσεις.
Ο Βόυτσεκ είναι ένας φτωχός και εξαθλιωμένος στρατιώτης. Η δουλειά του είναι να ξυρίζει καθημερινά το λοχαγό. Για να μπορέσει να επιβιώσει και να συντηρήσει την οικογένειά του, δέχεται να γίνει πειραματόζωο στην ερευνητική δουλειά του γιατρού του στρατοπέδου. Στο σπίτι η γυναίκα που αγαπά και μητέρα του παιδιού του τον απατά. Ακροβατώντας διαρκώς ανάμεσα στις παραληρηματικές του σκέψεις και τη διαύγεια, θα οδηγηθεί τελικά στο φόνο της γυναίκας του.
Στη σκηνή αυτή , σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, που θυμίζει μαύρο τσίρκο ξεδιπλώνεται η αρένα του στρατού, ίδια με αυτή της κοινωνίας, το αμφιθέατρο επίδειξης ιατρικών πειραμάτων, ο χώρος πανηγυριού, το σπίτι της Μαρίας, χώρος θυσίας. Η υποταγή και η έλλειψη αντίδρασης, μαζί με τον φωτισμό, σκοτεινός και αυτός, το μακιγιάζ των ηρώων με αίμα στα μάτια, τους καπνούς, την παρουσία των εφιαλτικών κλόουν, οι ακροβάτες, αυτοί της ζωής, που ακροβατούν πάνω σε μια κόψη ξυραφιού, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, η παρουσία των παιδιών και τα εκπληκτικής έμπνευσης κοστούμια, πέρα από το γεγονός ότι δημιούργησαν δυναμικές εξπρεσιονιστικές εικόνες, ώθησαν σε έναν προβληματισμό για τη μοίρα του αδυνάτου, για τη μοίρα του καθημερινού , σύγχρονου ανθρώπου.
Εκπληκτική η σκηνή με το λοχαγό (Χάρης Χαραλάμπους), που ενώ ετοιμάζεται για ξύρισμα γίνεται κατήγορος από θέση ισχύος για τον Βόυτσεκ (Γιώργος Γάλλος), θεωρώντας τον ανήθικο, γιατί είναι φτωχός και δεν έχει λεφτά να παντρευτεί, ενώ έχει και ένα παιδί εκτός γάμου. «Μα είσαι ηλίθιος; Ολοκληρωτικά ηλίθιος! Βόυτσεκ, είσαι καλός άνθρωπος, αλλά Βόυτσεκ, δεν έχεις ήθος! Και ήθος σημαίνει το να είναι κανείς ηθικός!» Η κίνησή του είναι σαν μαριονέτα πάνω σε άξονα, με μεγάλη κλίση του σώματος προς τα πίσω , ενώ ο Βόυτσεκ, έχει κίνηση κουρέα, έτοιμου να ξυρίσει. Δημιουργούνται αρχετυπικές εικόνες, με ιδιότυπη κίνηση. Και συνεχίζει λέγοντας ότι και αυτός «ερεθίζεται» με τα λευκά καλτσάκια στα σκαλοπάτια και κατεβάζει το παντελόνι του, ανακτώντας στη συνέχεια την αυτοκυριαρχία του. Διδάσκει ότι αυτό πρέπει να κάνει και ο Βόυτσεκ. Μια υποκριτική κοινωνία, που δεν κάνει άλλο από το να επικρίνει τους αδυνάτους και μάλιστα οι επικριτές τους είναι οι δυνάστες τους, αυτοί που τους έχουν καθηλώσει σε αυτή τη θέση αδυναμίας, ίσως για να μπορούν να τους επικρίνουν ηδονικά, καθώς «κοιτούν τα παιδικά καλτσάκια να πηδούν στα σοκάκια». Ο Βόυτσεκ ανταπαντά « θα ‘ θελα σίγουρα να’ μουν ενάρετος. Πρέπει να΄ναι ωραίο πράγμα η αρετή, κύριε Λοχαγέ! Αλλά εγώ είμαι φτωχός.»
Πέρα από την σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου, που έχοντας ελεύθερα αφομοιώσει τη διδασκαλία του Κ. Στανισλάβσκι, του Ευγένιου Βαχτάνγκοφ, του Μέγιερχολντ, επέδειξε καθαρό βλέμμα και στόχο, που εξυπηρετεί και ξεδιπλώνει τη σκέψη του Μπύχνερ, στην παράσταση, ήταν εκπληκτική η κίνηση, συντονισμένη από την Πατρίσια Απέργη. Ο Βόυτσεκ και ο φίλος του ο Αντρές έχουν μια κίνηση, που τους εμφανίζει να παραπαίουν, προσπαθώντας να βρουν την ισορροπία τους, να βρουν το στίγμα τους. Ο Αντρές έχει και αυτός εκείνο το χαμένο βλέμμα. Ο Βόυτσεκ επίσης, αν και δείχνει να προσπαθεί να βρει κάποιο έρεισμα για να κρατηθεί. Όταν πια δε βρίσκει, πηγαίνει προς την αυτοκαταστροφή του και το φόνο της Μαρίας. Σκοτώνοντας τη Μαρία, σκοτώνει τον εαυτό του, παραιτείται από αυτή την επικίνδυνη ακροβασία και χάνει τον αγώνα. Όλοι οι ηθοποιοί γίνονται ακροβάτες, χορευτές και δημιουργούν εικόνες που ενεργοποιούν τη μνήμη, ανακαλώντας ίσως πίνακες του Otto Dix με μια έντονη αντιμιλιταριστική διάθεση να καταγράφουν την αποπνικτική ατμόσφαιρα των πόλεων με τονισμένες τις αντιθέσεις, την υποκρισία της σύγχρονης κοινωνίας, την αντιφατικότητα του ατόμου, όπως επίσης και την παγίδευση του. Ο δυνατός ρεαλισμός, το εξωτερικό πάθος και η εσωτερική έκφραση δίνουν το ιδιαίτερο ύφος στο σκοτεινό αυτό σκηνικό, στη σκοτεινή μοίρα του ανθρώπου, και στην απέλπιδα προσπάθειά του να αντιδράσει.
Η ακαμψία του Βόυτσεκ, η περίεργη στάση του σώματός του και η σπασμωδική κίνηση των ηθοποιών, δημιουργούν ένα σώμα, μια καθολικότητα για την περιπέτεια του ανθρώπου, σε χρόνο και τόπο και σε αυτό συμβάλλουν πολύ τα υπέροχα κοστούμια της Βασιλική Σύρμα, που διατρέχουν μεγάλες χρονικές περιόδους.
« Αντρές! Δες φως! Πάνω από την πόλη έχει καθίσει μια τεράστια φλόγα. Μια φωτιά ταξιδεύει στον ουρανό και κάτω απλώνεται βουή, σαν να ηχούνε σάλπιγγες ιερές. Κι όλο ανεβαίνει, ανεβαίνει, Μακριά! Μην κοιτάξεις πίσω σου![…] Θαρρείς κι ολόκληρος ο κόσμος πέθανε.»
Καταπληκτική η μουσική και ο μουσικός σχολιασμός στις σκηνές του Γιώργου Πούλιου.
Η Μαρία (Έλενα Μαυρίδου), με το πόδι της κουνά το γιο της, μικρό παιδί, ξανθό αγγελούδι και του τραγουδά. «Εσύ καημένο μου είσαι ένα μπασταρδάκι και δίνεις στη μάνα σου χαρά με το ατιμασμένο προσωπάκι σου.» Υπέροχη εξπρεσιονιστική υποκριτική, ωραία κίνηση. Παραπλανά τον Βόυτσεκ λέγοντας ότι βρήκε τα σκουλαρίκια, ενώ η ίδια ξέρει ότι ήταν δώρο εραστή. Εκείνος της δίνει το επιμίσθιο του, αλλά σε μια κοινωνία χωρίς αιδώ και συνείδηση εκείνη κάνει τη σκέψη: «Θα μπορούσα να σφάξω τον εαυτό μου. Μπα βλακείες. Ας παν όλα στον διάολο, κι ο άντρας κι η γυναίκα!» Μετά συνευρίσκεται με τον αρχιτυμπανιστή (Λευτέρης Πολυχρόνης), μετά από μια βίαιη προσέγγιση εκ μέρους του στην οποία τελικά ενδίδει «Δεν βαριέσαι. Γίνει – δε γίνει, το ίδιο είναι.»
Ο Γιατρός (Σωτήρης Τσακομίδης),πετυχαίνει να γίνεται αντιπαθής, και αυτός επικριτικός για τον Βόυτσεκ , το πειραματόζωό του. «Απίστευτο Βόυτσεκ , εσύ ένας έντιμος άνθρωπος, να κατουράς στο δρόμο, σαν το σκυλί». Η στιχομυθία είναι αποκαλυπτική για το μέγεθος της άρνησης της ανθρώπινης φύσης και της φύσης γενικότερα. « Αλλά , γιατρέ, άμα σε πιέζει η φύση…» για να πάρει την ανταπάντηση « Η φύση, η φύση ! Φρικαλέες δεισιδαιμονίες! Φύση![…] Βόυτσεκ, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος. Μέσα από τον άνθρωπο λαμπρύνεται η ατομικότητα της ελευθερίας . Να μην μπορείς να συγκρατήσεις τα ούρα σου!! Με εξαπάτησες, Βόυτσεκ!» Ο Βόυτσεκ δεν είναι ελεύθερο άτομο μέσα σε αυτό το ανελεύθερο περιβάλλον , που κάνει διακρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους , που έχει αξίες, ενώ δεν έχει και βουλιάζει μέσα στη σκοτεινή του υποκρισία και στην απέλπιδα προσπάθεια των πολλών να επιβιώσουν. Η σκηνή του Γιατρού με το Λοχαγό είναι ενδεικτική της «απανθρωποποίησης», της ρομποτοποίησης του κοινωνικού συνόλου. Κινούνται ειδικά ο Γιατρός σαν μηχανή και ακολουθεί παραληρηματικά και ο Λοχαγός.
Ο Γιώργος Γάλλος στο ρόλο του Βόυτσεκ , εξαιρετικός σε όλες τις διακυμάνσεις του. Ο Βόυτσεκ, πληγωμένος άνθρωπος, με διαταραγμένο και σπασμωδικό λόγο, με συνθλιμμένο ηθικό, ακολουθεί τον παραληρηματικό ρυθμό της σκέψης του και μια μοίρα, που δεν έχει επιλέξει, αλλά τον έχει διαλέξει εκείνη και τον εξοντώνει. Η τελική σκηνή, δεν είναι σκηνή φόνου, αλλά αυτοκτονίας. « Ο κάθε άνθρωπος είναι μια άβυσσος! Σε πιάνει ίλιγγος όταν κοιτάζεις μέσα του» λέει ο Βόυτσεκ και μετά στο τέλος χτυπά την Μαρία επίμονα με το μαχαίρι: «Πάρε κι αυτή κι αυτή κι αυτή!». Κάθε χτύπημα για το πολυκέφαλο αυτό κοινωνικό τέρας, που τον έχει ισοπεδώσει. « Πέθανες τώρα; Νεκρή!»
Όλοι οι συντελεστές υπηρετούν το σκηνοθετικό όραμα και με άρτια ερμηνεία αποκαλύπτουν τη σκέψη του συγγραφέα, που δεν έχει ολοκληρώσει το έργο του.
Μια παράσταση που παρακινεί για προβληματισμό, πάνω στις κοινωνικές νόρμες και τη συμβολή τους στη ζωή του ελεύθερου ατόμου, ενώ παράλληλα είναι μια άρτια αισθητική και δημιουργία τέχνης.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ