Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη
Αναζητώντας πληροφορίες στο διαδίκτυο για την παράσταση βρήκα πληθώρα κριτικών και σχολίων, τόσο που αναρωτιέμαι αν μένει κάτι άλλο να ειπωθεί πια, πέρα από το να δει κανείς την ίδια την παράσταση.
Το έργο είναι τοποθετημένο το 1937 και μιλά για την Αμερική του μεσοπολέμου και του μεγάλου κραχ, ωστόσο μεταφέρθηκε απόλυτα εναρμονισμένα στα δικά μας δεδομένα, στην περιοχή του Ελαιώνα, δίπλα στο hot spot των μεταναστών, και μας παρουσιάζει μια ελληνική επιτέλεση στο εδώ και τώρα.
Περπατώντας στο δρομάκι από το φουαγιέ προς την σκηνή, περάσαμε δίπλα από ένα βαρέλι με αναμμένη φωτιά, και η φίλη μου σχολίασε ότι «η παράσταση έχει ήδη αρχίσει»… και πράγματι ήταν ακριβώς έτσι!! Καθίσαμε στις θέσεις μας, στην πρώτη σειρά, και έκπληκτοι μέσα στο σκοτάδι, είδαμε να εξαφανίζεται από μπροστά μας όλη η μια πλευρά του «τοίχου», αφού επρόκειτο για μια τεράστια συρόμενη πόρτα και βρέθηκε μπροστά μας ξαφνικά… το στενάκι και το βαρέλι! Στο ημίφως, με μόνο φως αυτό της λάμπας του δρόμου, γνωρίσαμε τους δύο κεντρικούς ήρωες, σαν σκιές, που μου έφεραν έντονα στο νου μπεκετικές φιγούρες, σαν άλλοι Βλαδίμηρος και Εστραγκόν, μιλάνε χωρίς να σημαίνουν και πράττουν χωρίς να «κινούνται», μέσα στη στατικότητα και την σκοτεινή ζοφερότητα του τραγικού τους παρόντος, ανήμποροι μπροστά σε ένα εξίσου αβέβαιο μέλλον… η ανάσα παγώνει, και όχι μόνο από την κρύα βραδιά, κι ακόμη βρισκόμαστε στην πρώτη πράξη…
Αμέσως μετά μεταφερθήκαμε στην δίπλα αίθουσα για να αντικρύσουμε ένα κανονικότατο μηχανουργείο σε πλήρη δραστηριότητα, με τροχούς και οξυγονοκόλληση σε απόλυτη λειτουργία!! Ακριβώς μπροστά μας βρισκόταν ο χώρος του εργαστηρίου και του γραφείου, δίπλα ένας μικρός γυάλινος θάλαμος, το κοτέτσι, όπου ζει ο Κούρδος ήρωας, μια σιδερένια σκάλα οδηγεί στα πάνω δωμάτια, και στο βάθος μια τρύπα στον τοίχο, η οποία οδηγεί σε ένα μη ορατό πίσω χώρο, όπου λαμβάνουν χώρα αρκετές σκηνές, οι οποίες γίνονται απόλυτα «ορατές» παρόλο που δεν έχουμε τη δυνατότητα να τις δούμε με τα μάτια…
Η μετάφραση και ελεύθερη απόδοση του κειμένου από την Σοφία Αδαμίδου, σε συνδυασμό με την δραματουργική επεξεργασία του Βασίλη Μπισμπίκη, μας χάρισαν ένα μοναδικό έργο, ακατέργαστο διαμάντι, όπου δεν είναι απόλυτα διακριτό που τελειώνει ο συγγραφέας και που ξεκινάει ο δικός τους λόγος, σαν αρχαίος αργαλειός που υφαίνει το λόγο, με υφάδι και στημόνι ένα κείμενο λαμπρό, λαμπερό και διαυγές. Οι φωτιστικές επιλογές του Λάμπρου Παπούλια, απόλυτα φυσικές: στο πρώτο μέρος, στον δρόμο… η λάμπα του δρόμου – στο δεύτερο, στο μηχανουργείο, οι λάμπες του μηχανουργείου. Τα κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη, επίσης απόλυτα εναρμονισμένα με το περιβάλλον, όπως και η λαϊκή μουσική, που προέρχεται από ένα τρανζίστορ, και σε κάνει να αναρωτιέσαι αν είναι και διαφορετική σε κάθε παράσταση, ανάλογα με τις ραδιοφωνικές επιλογές της κάθε στιγμής.
Η αγωνιώδης προσπάθεια για επιβίωση, ο ρατσισμός, το απατηλό όνειρο για μια μικρή ιδιοκτησία, η δύναμη της φιλίας, η σημασία της ελπίδας, τα ιδανικά της αφοσίωσης, της πίστης, της αυτοδιάθεσης και της αλληλεγγύης είναι κάποια από τα κεντρικά θέματα του έργου.
Η βίαιη γλώσσα, αλλά και οι σκηνές με σεξουαλικές στιγμές, δεν έχουν τίποτε άσεμνο, τίποτε μη φυσικό- κι αυτό για μένα ήταν το επίτευγμα της χορογραφημένης σκηνοθετικής προσέγγισης, υπό την μπακέτα της κινησιολογικής καθοδήγησης των Αγγέλα Πατσέλη και Δημήτρη Σαρρή : δημιουργήθηκε μια απαράμιλλη συγκινησιακή ατμόσφαιρα, η οποία πέτυχε εικαστική αρτιότητα μέσα από ένα αυθεντικά σιωπηρό μεγαλείο. Η μηδαμινότητα, η ψυχική ερημιά, η βία και ο ρατσισμός, ξετυλίγονται σε όλη τη διάρκεια του έργου παράλληλα με την αφοσίωση, την ελπίδα, τη συντροφικότητα, το όνειρο κι την ελπίδα. Η ένταση της φωνής των χαρακτήρων, καθώς και ο τρόπος εκφοράς τους, παραπέμπουν στο αναγνωρίσιμο κινηματογραφικό langage του Γιάννη Οικονομίδη, προφανώς επιρροή της συνεργασίας του σκηνοθέτη με τον ίδιο στην τελευταία του ταινία (Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς)
Όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης «Στο έργο απεικονίζονται οι συνθήκες ζωής των άπορων εργατών, ενώ στο προσκήνιο τοποθετείται η συγκινητική, βαθιά τραγική φιλία δυο φαινομενικά αντίθετων χαρακτήρων. Είναι η ζωή που υπάρχει και δεν φαίνεται, ή που κάποιοι κάνουν πως δεν την βλέπουν. Είναι η ζωή που δεν είναι ζωή. Ο Βασίλης κι ο Λένος ονειρεύονται, αλλά είναι χαμένοι. Ακολουθούν ένα δρόμο χαραγμένο γι’ αυτούς, όχι από τους ίδιους, αλλά ερήμην τους. Έχουν, όμως, ο ένας τον άλλο. Ο ένας νοιάζεται για τον άλλο. Η ιστορία είναι τραγική αλλά όχι ψεύτικη, είναι σκληρή και ταυτόχρονα ανθρώπινη. Οι άνθρωποί του είναι αληθινοί, ζουν κι έξω από τις σελίδες του βιβλίου, έξω από τη σκηνή, στο διπλανό σπίτι, στη μακρινή χώρα, υπάρχουν πέρα κι από τον ίδιο το συγγραφέα, που απλώς τους δίνει φωνή. Φωνή για να ακούσει η εφησυχασμένη συνείδηση».
Ο Τζον Στάινμπεκ- είχε γράψει ότι «ο ίδιος ο άνθρωπος έχει γίνει η μεγαλύτερη μας απειλή και η μοναδική μας ελπίδα».
Εξαιρετικά δομημένες οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων, άξονες ευδιάκριτοι και ξεκάθαροι, πάνω στους οποίους χάραξε τις διαχωριστικές τις γραμμές η λιτή, καλά εστιασμένη και ευανάγνωστη σκηνοθετική προσέγγιση, με τρόπο σαφή και ολοκάθαρο, παρουσιάζοντάς μας έναν κόσμο γεμάτο οικείες εικόνες, όπου δεν νιώθεις ότι παρακολουθείς μια παράσταση, αλλά απλά τη ζωή στον διπλανό δρόμο. Η αφήγηση, οι εικόνες, οι ελεγμένες εναλλαγές, πέτυχαν να κρατήσουν τις ισορροπίες ανάμεσα στην αφήγηση και το δράμα. Ένας κόσμος εικαστικά μοναδικός, υπερπλήρης από θαυμάσιες εικόνες και έκτακτα σκηνικά ευρήματα, σμιλεμένα σε περιβάλλον φυσικό και ταιριαστό, δίνοντας άφθονο χώρο στους ηθοποιούς, μας παρέδωσε μια ζεστή, παράσταση με συγκροτημένη αισθητική, με ρυθμό καλοκουρδισμένο και με ισορροπημένες κορυφώσεις και αποκλιμακώσεις ανάμεσα στον κόσμο των υπόλοιπων «φυσιολογικών» και εκείνο του Λένου.
Ο Δημήτρης Δρόσος ενσάρκωσε έναν άνθρωπο με πρωτόλεια αγνότητα και αφέλεια, του οποίου η αμέριστη αγάπη για όλα τα πλάσματα, σκοτώνει, χωρίς ίχνος οίκτου ή μελοδραματικά έλκη και κακόγουστα στερεότυπα. Με ευδιάκριτο μέτρο και απόλυτη ειλικρίνεια.
Στο τραπέζι, όπου στήνεται το κέντρο της δράσης, αποκαλύπτονται βαθμιαία όλες οι ανθρώπινες σχέσεις. Ο Θάνος (Περιστέρης) οξύθυμος, θα σκοτώσει το σκύλο του «γέρου» (Γιώργου Σιδέρη) και ρατσιστής, ξεσπάει τα νεύρα του στον Κούρδο Γιανμάζ (Ερντάλ). Ο γέρος, απελπισμένος από την απώλεια της οικογένειάς του, που τον έχει εγκαταλείψει, έχει δεθεί αποκλειστικά με τον ετοιμοθάνατο σκύλο του, κι όταν μαθαίνει το όνειρο του Βασίλη και του Λένου για το κτήμα, αποκτά μια καινούργια ελπίδα για να ζει. Ο Μάνος (Καζαμίας) λατρεύει τη μουσική, τα φωτορυθμικά, τα τσιγάρα και λειτουργεί κατευναστικά στους διάφορους καυγάδες που ξεσπούν. Υπερασπίζεται και αποτελεί το μόνο στήριγμα για την επίσης καταρρακωμένη Νικολέτα (Κοτσαηλίδου), η οποία ξεγυμνώνεται ψυχικά στον Βασίλη, την γυναίκα του Στέλιου (Τυριακίδη) ο οποίος προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να επιβληθεί με φωνές, κλασικός λαϊκός τύπος, με εικόνισμα – κυριολεκτικά – και καντηλάκι που ανάβει ευλαβικά στον Παντελίδη, το οποίο μας χαρίζει ένα συγκλονιστικό φινάλε.
Οι ερμηνείες απόλυτα εναρμονισμένες με το κείμενο και τη σκηνοθετική οπτική, με χειρουργική ακρίβεια και ωριμότητα, κινούνται σε ένα εξαίρετο επίπεδο ρεαλισμού, φωτίζοντας τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων, αλλά και τις εξαρτήσεις τους. Εξαιρετικά δομημένη η εξαρτητική σχέση ανάμεσα σε Στέλιο και Νικολέτα, αλλά και ανάμεσα στον Βασίλη και τον Λένο, φωτίζοντας παράλληλα και τη στοργή μεταξύ τους.