Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ένα εξαιρετικό κείμενο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, ανατομία του παιδικού τραύματος.
Μια γυναίκα αισθάνεται την ανάγκη να διηγηθεί το αδιέξοδό της και τη δυστυχία στην οποία έχει περιέλθει όπως και τις ρίζες αυτής. Καθώς ένα γεγονός στην παιδική της ηλικία στάθηκε ικανό ώστε αυτή να περιπέσει στην απόλυτη δυσμένεια και αδιαφορία των γονιών της, έκτοτε εκείνη, σε όλη της την υπόλοιπη ζωή παραμένει παιδί αφού δεν έζησε παιδικά χρόνια και συγχρόνως στερήθηκε τη γονική φροντίδα και στοργή αποκτώντας παιδιάστικες συνήθειες και παιδική ανωριμότητα. Γίνεται μάλιστα μοδίστρα για κοριτσίστικα ρούχα ή ρουχαλάκια κούκλας μόνο και μόνο για να λυτρωθεί και να κάνει τα παιδάκια ευτυχισμένα.
Η πιεστική βιοτική της ανάγκη την έχει υποχρεώσει να δουλεύει για την στριμμένη κυρία Αστερίου, κόρη της κυρίας Νέλλης, γειτόνισσας, που μένει δίπλα της. Μια ηλικιωμένη συμπαθέστατη κυρία, στην οποία κρατά συντροφιά. Ένα περιστατικό, η μεταφορά των αμυγδαλωτών, τα οποία έπρεπε να παραδώσει στην ηλικιωμένη κυρία έγινε η αιτία παρεξήγησης με την κυρία Αστερίου. Υποκύπτει τελικά στη βουλιμική της διάθεση- και αυτή με ρίζες από τη στερημένη παιδική ηλικία- και τα τρώει όλα.
Υπέροχη η διήγηση της ηθοποιού για τον απολαυστικό τρόπο με τον οποίο τρώει τα αμυγδαλωτά, όπως τα παιδάκια, αρχικά ένα για να μην την καταλάβουν ότι έφαγε μετά όμως κι άλλο ένα, κι άλλο έως ότου παραδοθεί στην απόλαυση. « Δε φταίω εγώ! Φαινόμαστε ένοχοι, αλλά δεν είμαστε!» Δίνει πολλές δικαιολογίες στον εαυτό της, ότι η κυρία Νέλλη δε θα το αντιλαμβανόταν και ούτε θα της έκανε καλό, ενώ για εκείνη ήταν μια απόλαυση, στην οποία δεν μπορούσε να αντισταθεί.
Σιχαίνεται τους οδηγούς για κάποιο λόγο δικό της, που πολύ μετά θα αντιληφθούμε. Ένας που οδηγεί, λέει, είναι ελεεινός: «καθώς οδηγεί κάποιος, ξυπνά το κτήνος μέσα του».
Η επαγγελματική της σχέση με την κυρία Αστερίου διακόπτεται μετά το περιστατικό με τα αμυγδαλωτά. Η εργοδότριά της χάνει την εμπιστοσύνη που θα έπρεπε να έχει στην εργαζόμενή της.
Θέλει ωστόσο να γράψει ένα απολογητικό γράμμα στην κυρία Αστερίου, όπου θα της ζητά συγχώρεση και να το παραδώσει μαζί με την τελευταία παραγγελία, που θα αφήσει στον κουτσό, που έχει την ΕΒΓΑ στη γωνία απέναντι, για να της τα δώσει. Ο ενήλικας εαυτό της, η άλλη φωνή μέσα της, την αποτρέπει να γράψει το γράμμα. Είναι σίγουρο ότι η κ. Αστερίου δε θα τη συγχωρέσει ποτέ και θα σκίσει και το γράμμα, ενώ αυτή θα έχει ταπεινωθεί για άλλη μια φορά. Μετά αναλογίζεται τη συνομιλία της με τον κουτσό, όπου θα είναι υποχρεωμένη να του εξηγήσει τι έγινε και εκείνος σίγουρα θα πάρει το μέρος της κυρίας Αστερίου και θα τη λοιδορήσει για το πώς φέρθηκε στη γριά γυναίκα.
Σκέψεις και καταιγισμός λόγου. «Ο γάμος είναι συμμορία». Με το που παντρεύονται οι άνθρωποι βρίσκουν τους άλλους υποδεέστερους. Θα μπορούσε ίσως ένας από τους δυο γονείς της να διαφοροποιηθεί κάπως ως προς την αντιμετώπισή της. Αλλά όχι. Υπάρχει συμφωνία. Ομερτά!
Κατοικεί σε ένα σπίτι όπου έμενε ένας μεταφραστής, ο οποίος πέθανε στον ύπνο του. «Τι να φοβηθώ; Το φάντασμα ενός μεταφραστή της λέξης;» Το μόνο που την προβληματίζει είναι ένας σκαραβαίος που της βάζει στο μυαλό αυτοκτονικές σκέψεις, όμως εκείνη δεν είναι υποχρεωμένη να υπακούσει σε όσα αυτός της υποβάλλει.
Σκέψεις κυριεύουν το μυαλό της, διηγείται την ιστορία της, σπαράζει και αρχίζει να βρίζει, γεγονός που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα. Γιατί όμως έπρεπε να «σταυρώσουν» ένα παιδί; Δεν υπήρχε πρόθεση. Βρίζει, απελευθερώνει το θυμό της. Η ροκ μουσική, της δίνει την ευκαιρία με τον ευθύβολο στίχο να εκτοξεύσει όλον το θυμό και την πίκρα της, να ζητήσει με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο συγχώρεση, να εκφράσει τον πόνο της.
Η σκηνοθεσία προβάλει τη ζωή της μέσα και έξω από τις σκέψεις της. Οι φωνές που τις υποβάλλει ο σκαραβαίος, ο εσωτερικός εαυτός είναι δυνατές και καταπιεστικές. Είναι η εικόνα που οι άλλοι έχουν γι΄αυτήν και τελικά εκείνη , ο «μεγάλος ιεροεξεταστής» για τον εαυτό της.
Εξαιρετική η Θεοδώρα Τζήμου σε έναν ρόλο, που προσπαθεί να αποδώσει το διχασμό της προσωπικότητας, που μπορεί να προκαλέσει ένα παιδικό τραύμα σε κάθε άνθρωπο, την τροχοπέδη που μπορεί να τον ακολουθεί για πάντα στη ζωή του και να μην τον αφήσει να ενηλικιωθεί. Ο,τιδήποτε μπορεί να δεσμεύσει έναν άνθρωπο σε μιαν ατέρμονη δυστυχία, που δεν τον αφήνει να ολοκληρωθεί σε κανένα τομέα της ζωής του. Ο θυμός απόρροια αυτού του τραύματος λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για τη ταραχή του νου, της ψυχής και του σώματος.
Σε αυτό συμβάλλουν ουσιαστικά η σκηνοθεσία και το βίντεο της Σεβαστιάνας Αναγνωστοπούλου, ο φωτισμός του Νίκου Βούλγαρη, οι βιντεοπροβολές του Διονύση Σιδηροκαστρίτη, η μουσική της Μαριλένας Ορφανού (Someone Who Isn’t Me) και βέβαια η Θεοδώρα Τζήμου, που άλλοτε είναι ευάλωτη, και παιδιάστικα απορεί για τη συμπεριφορά των άλλων, άλλοτε συρρικνώνεται σε μια γωνιά, φοβισμένη και άλλοτε εξεγείρεται αγανακτισμένη, με ανάλογη κίνηση και ροκ τραγούδι.