Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Μια μητέρα επισκευάζει το αγαπημένο δωμάτιο της κόρης της μιας και είναι η μέρα που την περιμένει μετά από άπειρα ταξίδια που έχει κάνει σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για τη σοφίτα του σπιτιού τους, που όμως δεν είναι φωτεινή, αλλά αντιθέτως σκοτεινή και με υγρασία. Ο υδραυλικός είναι μέσα και επισκευάζει έναν μικρό νεροχύτη, ενώ εκείνη ζητά συγγνώμη για την ακαταστασία που επικρατεί στο δωμάτιο στο πάτωμα του οποίου είναι ριγμένα μακαρόνια. Μαζεύοντάς τα του λέει ότι έχει πρόβλημα με τους αδένες και της πέφτουν τα πράγματα από τα χέρια και ότι σήμερα είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της, γιατί θα έρθει η κόρη της με το μωρό της. Μιλά για την κούνια που της έφτιαξε από οξιά, το καλύτερο ξύλο. Κάτι που γνωρίζει πολύ καλά αφού δούλευε στα σφαγεία, όπου βοηθούσε τον πατέρα της. Μιλούν για τα ταξίδια, πόσο μικρό θα ταξιδέψει το μωρό, με τον υδραυλικό να λέει ότι δεν μπαίνει ποτέ σε αεροπλάνο. Αρχικά της προτείνει κάποιο άλλο δωμάτιο για το μωρό και όχι αυτή την ανήλιαγη σοφίτα. Η κόρη της λατρεύει τα ταξίδια και γι΄αυτό και ο μεγάλος χάρτης στο δωμάτιο πάνω από το κρεβάτι. Χάρτης οραματισμού και διαφυγής. Από μικρή ήθελε να πάει σε όλα τα μέρη, κυρίως σε όσα δεν έφτανε, λόγω ύψους, όπως στην Αλάσκα. Του δείχνει τις κάρτες που της στέλνει όλα αυτά τα χρόνια από διάφορα μέρη που έχει επισκεφτεί. « Όσο περνούν τα χρόνια πιο λίγο την ενδιαφέρει η εικόνα και περισσότερο τα λόγια που της γράφει», λέει. Του ζητά να της διαβάσει μια κάρτα καθώς της αρέσει να της διαβάζουν δυνατά τις κάρτες. Εκείνος, κάνει τον δύσκολο , αλλά τελικά με χαρά της διαβάζει. Όσο ακούει την κάρτα, ταξιδεύει με το νου της στα μέρη αυτά, ακούγονται κελαϊδισμούς και ήχους. Έχει μεγάλη ανάγκη από επικοινωνία και ο συνομιλητής της είναι ένας γλυκός άνθρωπος με αισθήματα. Ο άντρας της που έρχεται στη σοφίτα της λέει: «Σαν την κόρη σου κι εσύ στη σοφίτα, σαν τα ποντίκια». Είναι φανερό από τις διηγήσεις τους ότι τους λείπει εκείνη. Αναρωτιούνται πώς αφού έχει γυρίσει όλον τον κόσμο, δεν μπορεί να έρθει και στο σπίτι της λιγάκι.
Ο υδραυλικός βρίσκει την ευκαιρία να διηγηθεί την ιστορία του με το νονό του, που ήταν κολλητός του πατέρα του και που δεν τον έβλεπε ποτέ, αλλά καθώς από μικρός είχε ένα πρόβλημα και το ένα του πόδι μεγάλωνε πιο γρήγορα από το άλλο, ο νονός ήταν υποχρεωμένος να του παίρνει 2,3 και 4 ζευγάρια τη φορά για να του κάνουν. Μετά επ΄αυτού μάλωσαν με τον πατέρα του, με τραγική κατάληξη. Της διαβάζει την κάρτα από το Παρίσι και επισημαίνει ότι αν ο άνδρας της έβλεπε το χαμόγελό της όταν της διαβάζει, θα το έκανε συνέχεια.
Ψάχνει να βρει την τελευταία κάρτα για να δει πότε ακριβώς θα έρθει η κόρη της. Αλλά δεν τη βρίσκει. « Αυτοί που ταξιδεύουν είναι πολύ προσεκτικοί με τις λέξεις που χρησιμοποιούν και όχι σαν εκείνους, τους μάστορες. Της διαβάζει επιστολή από τη Ρωσία, όπου κάνει πολύ κρύο και την ενημερώνει ότι τελείωσε με τις χώρες και ότι είναι ώρα να γυρίσει για τι αν δεν γυρίσει δεν έχει που να πάει. Και που δεν έχω πάει; Αναρωτιέται και η μητέρα της της λέει « Στην Αλάσκα να πας!». Αλάσκα το πιο μακρινό μέρος, εκεί που της φαίνεται ότι έχει ξεχάσει τη ζωή της, ένα μέρος, όπου έχει περιχαρακώσει τις μνήμες της, συντηρώντας τις μέσα στου πάγους, αναλλοίωτες μαζί και την όψη που θυμάται για τους ανθρώπους και τα πράγματα.
Με τον άνδρα της θυμούνται που η κόρη τους κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι όταν ήταν μικρή και την έψαχναν, ενώ ήξεραν ότι ήταν εκεί. Η μάνα κοιτά κάτω από το κρεβάτι μήπως και τώρα ακόμα ήταν κρυμμένη εκεί. Άλλες φορές ο πατέρας της τις έβρεχε, γιατί της είχε απαγορεύσει να ανεβαίνει στη σοφίτα. Οι κάρτες είναι όλες άγραφες. Μια τέτοια της διαβάζει ο άνδρας της, που την έχει στείλει από την Ιρλανδία και καθησυχάζει τη μητέρα της γιατί έχει πολύ καιρό να επιστρέψει στο σπίτι. Πίνει ένα χάπι, θυμάται τον άνδρας της όταν τη ζήτησε από τον πατέρα της, πόσο την αγάπησε και της υποσχέθηκε αιώνια αφοσίωση.
Ακούγεται θόρυβος και εκείνος φεύγει να ανοίξει την πόρτα για να προϋπαντήσει το κενό, την αέναη επανάληψη της επιλεκτικής μνήμης, που έχει πλάσει την πραγματικότητα, όπως τη βολεύει για να συνεχιστεί η ζωή, αναπαράγοντας τις ίδιες εικόνες ασφαλείας, με καλά θαμμένο στο πάγο της Αλάσκας, το αγκάθι της ψυχής, την πληγή , που πρέπει να ξεχαστεί.
Μόνος του ο καθένας έρχεται, ταξιδεύει και φεύγει. Μόνος του ο καθένας προσμένει αυτό που θα έρθει ή και δε θα έρθει ποτέ. Πολλά της ζωής τα τερτίπια και πολλές οι πληγές για να επουλωθούν. Το μυαλό δείχνει κάποιες φορές να κουράζεται και να συντηρεί, επανειλημμένα ό,τι του προκαλεί ευχαρίστηση για να δημιουργεί μια προσμονή ζωής. Κάποιο έναυσμα θα δοθεί για να ξαναπαίξει το γραμμόφωνο τον ίδιο ακριβώς ασφαλή ήχο.
Το κείμενο του Γιάννη Κεντρωτά συγκλονιστικό. Ξεκινά σχεδόν κωμικό, ευχάριστο για να εξελιχθεί σε ένα αφανέρωτο, ανομολόγητο δράμα και να παρασύρει και το θεατή σε έναν επώδυνο αναλογισμό, μια ενδοσκόπηση, που θα προβληματίσει και που ίσως λειτουργήσει και σαν εφαλτήριο για να αλλάξει κάποιος την πορεία του.
Η σκηνοθεσία, σε έναν περιορισμένο χώρο «αυτοφυλάκισης» και εγκλεισμού, μπόρεσε να αναδείξει το κείμενο και τις ερμηνείες των ηθοποιών, μέσω των οποίων πλάστηκαν εικόνες, δημιουργήθηκαν αισθήσεις και συναισθήματα μελαγχολίας, πικρίας, πόνου, χαράς, προσμονής και λαχτάρας, διάφορες διαθέσεις, παιγνιώδεις, παραστατικές, αφηγηματικές και κυρίως αναπαραστατικές, μιας εμπειρίας ζωής , που έχει χαθεί εσαεί και τώρα επαναλαμβάνεται η αναπαράστασή της εσαεί.
Υπέροχη η Φανή Παλιούρα στο ρόλο της μάνας. Μια νέα γυναίκα που αποδίδει ένα ηλικιωμένο άτομο με πρόβλημα , με εμμονές, με πολλές πληγές και ανικανοποίητα όνειρα.
Ο υδραυλικός Φίλιππος Λούβαρης, πολύ συναισθηματικός, ανθρώπινος, παρατηρητικός και γήινος, δίνει την ευκαιρία στη μητέρα να ξεδιπλώσει σε πρώτο επίπεδο το δράμα της και τον χαρακτήρα της, πριν την εμφάνιση του συζύγου. Ο Αντώνης Αντωνίου, σύζυγος, είναι σοβαρός, μετρημένος, χασάπης στο επάγγελμα, με μελαγχολική διάθεση για μια κόρη που δε θάρθει ποτέ, προσπαθεί να της υπενθυμίσει το χάπι που πρέπει να πάρει η σύζυγός του, είναι τρυφερός, με τον τρόπο του.
Και οι δύο είναι αποκυήματα του μυαλού εκείνης, της μάνας, της συζύγου, που δεν έκανε τα ταξίδια που λαχτάρισε, που δε χόρτασε το παιδί της, αν ποτέ είχε παιδί, αν ποτέ υπήρξε σύζυγος. Είναι ρόλοι δημιουργημένοι από τη δική της φαντασία. Υπέροχες ερμηνείες σε ένα κείμενο, που κλονίζει.