Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
«Η Γελάδα», λαϊκή παραβολή, συμβολικό παραμύθι και ιδιότυπη κοινωνική σάτιρα μαζί, γράφεται στη Μόσχα το 1956, από τον πιο αγαπημένο στους Έλληνες Τούρκο ποιητή συγκεντρώνοντας όλα τα χαρακτηριστικά της πρωτότυπης και πρωτοπόρας δραματουργίας του. Ο ποιητής μιλά για θέματα σύγχρονα, με τρόπο απλό και κατανοητό. Είναι ανανεωτής της τουρκικής προοδευτικής ποίησης, ο λόγος του είναι απλός αλλά και άκρως σαγηνευτικός. Τα κείμενά του διακρίνoται για τη μουσικότητά και το συμβολισμό τους, ενώ παράλληλα είναι ανατρεπτικά, καταγγελτικά ασκώντας πολιτικοκοινωνική κριτική κοφτερή σαν λεπίδι.
Σε κάποιο χωριό, σε τόπο αδιευκρίνιστο και άχρονο μια οικογένεια με πρωτοβουλία της μητέρας, φέρνει μια γελάδα στο σπίτι για να τους βοηθήσει να αντεπεξέλθουν στις πιεστικές οικονομικές τους υποχρεώσεις.
Η μάνα πρέπει να βγάλει λεφτά για να πληρώνει τα μαθήματα του «φωστήρα» γιου της προκειμένου εκείνος να περάσει την τάξη και μετά να μπει ντε και καλά στο πανεπιστήμιο. Η κόρη έχει τα δικά της όνειρα, καθώς θέλει να γίνει τραγουδίστρια της όπερας. Ξιπάζεται ενώ έχει μια σχέση με έναν σωφέρ, που κι εκείνος πρέπει να γίνει οπωσδήποτε πιλότος. Ο δάσκαλος ένας μοναχικός άνθρωπος, που παραδίδει μαθήματα για να ζήσει, μόνος και κακομοίρης, και μια γελάδα, που δεν εμφανίζεται παρά μόνο γίνεται υπαινιγμός για την παρουσία της με τον έξυπνο φωτισμό.
Πρόκειται για μια αγελάδα ράτσας, χαριτωμένη, έξυπνη, ανθεκτική, όμορφη, διαφορετική από τις άλλες. Μια αγελάδα που έχει φορτωθεί με όλα τα όνειρα και τις μεγαλεπήβολες βλέψεις της οικογένειας, τα μέλη της οποίας θεωρούν ότι την περιποιούνται. Όμως δεν το κάνουν σωστά καθώς φαίνεται, μιας και της δίνουν φτηνό χορτάρι.
Έχουν εναποθέσει τα πάντα σε αυτή τη γελάδα. Ο από μηχανής θεός τους. Είναι ποτέ δυνατό να έρθει απ’ έξω ως εκ θαύματος μια αλλαγή της κατάστασης; Η γελάδα είναι μια χίμαιρα, ένα φιλόδοξο σχέδιο, που μπορεί και να γυρίσει μπούμερανγκ, τη στιγμή που την περιμένουν σαν μεσσία. Τελικά αυτή γίνεται δυνάστης. Καθώς όλοι κυνηγούν κάτι άπιαστο και ανέφικτο το αποτέλεσμα είναι να διαβρώνονται οι σχέσεις τους, να αλλοιώνονται οι χαρακτήρες τους, να ταράζεται συθέμελα η ζωή τους. Όταν τελικά απαλλαγούν απ’ την παρουσία της, ανησυχώντας καθένας τους μήπως και πληγωθεί ο άλλος απ’ την απώλειά της, όλοι εμφανίζονται τελικά ανακουφισμένοι, απελευθερωμένοι από τις υποχρεώσεις με τις οποίες το ζώο τους είχε επιβαρύνει.
Ο σκηνοθέτης Πέτρος Νάκος αναδεικνύει την αλληγορική αυτή αφήγηση με στοιχεία ψυχολογικού, αλλά και λαϊκού θεάτρου χρησιμοποιώντας κατάλληλα διάφορες τεχνικές, με αναφορές στο θέατρο σκιών, στην κομέντια ντελ΄άρτε, στο εξπρεσιονιστικό θέατρο και σε συνδυασμό με τη διδασκαλία των ηθοποιών κατορθώνει να παρουσιάσει ένα θέαμα που αφορά το σύγχρονο θεατή, προβληματίζοντάς τον με τρόπο που ανοίγει διεξόδους για δημιουργική σκέψη.
Έργο πολιτικό που διαθέτει στοιχεία παραμυθιού και συμβολικού θεάτρου με χαρακτήρες που φαίνονται απλοϊκοί ενώ βέβαια δεν είναι, στο οποίο συμπυκνώνονται όλα τα είδη θεάτρου από τα οποία επηρεάστηκε ο Χικμέτ. Από το θέατρο του Μαγιακόφσκι και του Μέγιερχολντ μέχρι το σοβιετικό Φουτουρισμό και τις λαϊκές παραδόσεις της πατρίδας του.
Οι ήρωες στη Γελάδα είναι αρχετυπικά σύμβολα. Είναι στρατευμένοι στο κυνήγι της ευτυχίας μέσα από την απόκτηση υλικών αγαθών. Ο καταναλωτισμός είναι γι’αυτούς η πεμπτουσία της ζωής τους, διεκδικώντας για τον εαυτό τους κάτι που δεν είναι.
Καταστρέφουν δε ένα λουλούδι καθώς προσπαθούν άγαρμπα να το μυρίσουν, παίρνουν μια γελάδα για να τους προσφέρει τα προϊόντα της και την κακομεταχειρίζονται μην ξέροντας πώς να τη συντηρήσουν. Ἐτσι καταλήγουν να καταδυναστεύονται από το καημένο το ζώο, δίχως ασφαλώς να ευθύνεται το ίδιο το οποίο έχει μετατραπεί σε υπηρέτη της απληστίας τους.
Η χήρα μάνα (Μίνα Χειμώνα), ανησυχεί για τη πρόοδο του γιου της (Ηλίας Τσούμπελης), που είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως. Προσλαμβάνει έναν δάσκαλο, ένα μοναχικό άτομο, πάντα φορτωμένο με την τσάντα του (Σπύρος Σιδέρης) για να κάνει το στουρνάρι «φωστήρα» και «ποιητή», όπως τον αποκαλούν. Ο γιος είναι μια κωμική φιγούρα που άγεται και φέρεται κάθε φορά από τις διαθέσεις των άλλων. Ο δάσκαλος, δειλός και παράλληλα ευεπίφορος σε μια ιδιαίτερη προσέγγιση από τη χήρα, που τον βομβαρδίζει με τις επιπλήξεις της να μην πίνει γιατί ο μακαρίτης ο σύζυγός της έπινε με αποτέλεσμα να πεθάνει. Τον βάζει να της το υποσχεθεί, σχεδόν εκφοβίζοντάς τον. Με τα πολλά κι ενώ τον έχει όρθιο για ώρα, του φέρνει ένα κάθισμα καθώς εκείνος έχει ρευματισμούς. Αυτός καμαρώνοντας το τριαντάφυλλο που ο άντρας της έχει φυτέψει, αποσπά το άνθος και για να μην το δει η μάνα, που είναι τόσο περήφανη γι’ αυτό, το καρφιτσώνει. Ήδη από την αρχή γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί το λάθος, να δοθεί μια επίπλαστη εικόνα της πραγματικότητας. Αυτό ακριβώς είναι το έργο!
Η εμφάνιση της κόρης (Αγγελική Κοντού), με μια κίνηση του σώματος σαν κούκλα, με το κρινολίνο της και την ξιπασιά της χωρίς να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, ζητά να αλλάξει όλον τον κόσμο γύρω της, προσαρμόζοντάς τον στην παραμορφωτική αντίληψη που έχει για τους γύρω της. Ο αρραβωνιαστικός της που είναι σωφέρ, πρέπει ντε και καλά να γίνει πιλότος, «πιλότος σε αεριωθούμενο» και ο αδελφός της πρέπει να είναι ποιητής. Κάνει δε και παραινέσεις «Πρέπει να διαβάζει και να μην ονειροπολεί», ενώ ο αδελφός της είναι απλά τεμπέλης. Σχετικά με το ποσό της αμοιβής του δασκάλου, λέει ότι δεν έχουν λεφτά για ντ ον πληρώσουν, μιας και η μάνα είναι δακτυλογράφος εισπράττοντας παράλληλα μια μικρή σύνταξη από τον μακαρίτη, το όνομα του δασκάλου όμως θα περάσει στην ιστορία, σαν τον δάσκαλο που ετοίμασε για τις εξετάσεις τον «μεγάλο ποιητή». Αυτό το παιδί έχει άλλο ταλέντο, αλλά όλοι το έχουν παραγνωρίσει. Αυτοί τον προορίζουν για κάτι μεγάλο. Εκείνος κάνει ξυλογλυπτική και φτάχνει κλουβιά. Ακόμη όμως και αυτό το κλουβί το παίρνουν και λένε: «το κλουβί αυτό είναι ένα ποίημα, φαίνεται ότι θα γίνει ποιητής.»
Ακόμα και ο αρραβωνιαστικός (Πέτρος Νάκος), που οδηγεί μοτοσυκλέτα βαυκαλίζεται που θα γίνει πιλότος και δυσφορεί που η αρραβωνιαστικιά του πουλά στις αγορές γάλα και γιαούρτι: «Ή τη γελάδα ή εμένα! Εγώ με την κόρη της γελαδάρισσας; Εγώ ο πιλότος σε αεριωθούμενο; Ξεκουμπίσου!» Έχει τα χαρακτηριστικά του Capitano της Κομέντια ντελ’ άρτε κορδωμένος και παλικαράς, υπερβολικός και φαφλατάς.
Η γελάδα κλωτσά τη μάνα, ο γιος δε ξέρει να την αρμέγει, κι έτσι την παίρνει ένας γείτονας για βοσκή και η γελάδα παθαίνει ατύχημα, πέφτει δε ένα λάκκο.
Υπέροχη η σκηνική αντίληψη του μαύρου άσπρου. Όλα μαυρόασπρα, τα κοστούμια, τα παπούτσια, τα κορδόνια, ο σκελετός των γυαλιών δίνουν εκείνη την αίσθηση του παιχνιδιού, του φουτουρισμού, των κόμικς, όπως η κόμμωση του γιου με εκείνη την αλλοπαρμένη κυματιστή φράντζα, να παραπέμπει σε κάτι κωμικό, μια καρικατούρα όπως και το μακιγιάζ των ηρώων και η σηματοδότηση των διαφόρων μερών της σκηνικής πράξης με κιμωλία πάνω στο σκηνικό.
Εξαιρετική η σκηνή μεταφερμένη στο δώμα του σκηνικού χώρου ο οποίος μοιάζει με σκηνή κουκλοθεάτρου, σκηνή Φασουλή, με κωμικούς ήρωες παραδοσιακού κουκλοθέατρου που μαθαίνουν για το τέλος της αγελάδας και ένας ένας ανακουφίζονται προσπαθώντας να μην πληγωθούν οι άλλοι στο άκουσμα της θλιβερής είδηση, παίζοντας ένα ιδιότυπο κρυφτό.
Τελικά αποκαθίσταται η τάξη, όλοι αναφωνούν ότι γλιτώσανε πια και προσέρχονται σε μια γιορτή, όπου ο καθένας επιτέλους αποδέχεται τον εαυτό του και τον διπλανό του.
Πρόκειται για μια ωραία παράσταση με εξαιρετικές ερμηνείες, με ένα κείμενο πάντα επίκαιρο σχετικό με τη ματαιοδοξία του ανθρώπου και τις εξωπραγματικές βλέψεις του, ενώ η ευτυχία βρίσκεται αλλού, σε πράγματα απλά και καθημερινά. Καθοριστικός ο ρόλος των φωτισμών (Κατερίνα Μαραγκουδάκη) της μουσικής επιμέλειας (Αγγελική Κοντού), των κοστουμιών(Gaffer&Fluf / Frame up (Wardrobe)
και του μακιγιάζ(Δήμητρα Γιατράκου).
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΛΥ