Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο Βίλχελμ Φούρτβενγκλερ ένας από τους μεγαλύτερους μαέστρους του 20ου αιώνα, ήταν μόνιμος αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής του Βερολίνου στις χρονικές περιόδους 1922 - 1945 και 1952 - 1954. Ήταν επίσης αρχιμουσικός της ορχήστρας Gewandhaus (1922–26) και προσκεκλημένος μαέστρος άλλων μεγάλων ορχηστρών όπως η Φιλαρμονική της Βιέννης. Ήταν ο κορυφαίος μαέστρος στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο υπάρχουν αμφιβολίες γύρω από το πρόσωπό του αναφορικά με το εάν ήταν ή όχι προσκολλημένος στο Ναζιστικό καθεστώς καθώς έχαιρε της εκτίμησης και της εύνοιας του Αδόλφου Χίτλερ. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο κατεχόμενο Βερολίνο, ο Φουρτβένγκλερ θα κατηγορηθεί για τη σχέση του με το Ναζιστικό καθεστώς και θα υποβληθεί σε ανάκριση από τους Αμερικανούς.
Ο Φουρτβένγκλερ διέθετε έναν προσωπικό τρόπο ερμηνείας των συνθέσεων των μεγάλων ευρωπαίων δημιουργών - μουσουργών, που ήταν αναγνωρίσιμος. Πολλοί μεταγενέστεροι μαέστροι επηρεάστηκαν από αυτόν αναφερόμενοι συχνά στο δικό του ερμηνευτικό στυλ.
Ο Ρόναλντ Χάργουντ στο έργο του Προσωπική Συμφωνία (Taking Sides) με αφορμή τη δίκη του κορυφαίου μαέστρου Βίλχεμ Φούρτβενγκλερ (Νικήτας Τσακίρογλου) θίγει το ζήτημα της θέσης του καλλιτέχνη στα κρίσιμα πολιτικά διακυβεύματα ενός τόπου. Όταν δεν αντιστέκεται σημαίνει ότι συνθηκολογεί; Πόσο νομιμοποιούμαστε να χρεώνουμε δειλία σε έναν άνθρωπο, ακόμα κι αν αυτός είναι καλλιτέχνης; Δεν έχει δικαίωμα αυτός να λιποψυχήσει; Μήπως όλοι έχουμε πολλές απαιτήσεις από ανθρώπους που μπορεί να είναι σπουδαίοι σε έναν τομέα οι οποίοι όμως παραμένουν εντέλει άνθρωποι τρωτοί και ευάλωτοι;
Σε ένα σκηνικό διάλυσης, με ένα σωρό πράγματα εδώ κι εκεί, σπασμένα, τοποθετείται το γραφείο του ταγματάρχη Άρνολντ (Αλέξανδρος Μπουρδούμης), του επικεφαλής της επιτροπής αποναζιστικοποίησης της Γερμανίας. Η γραμματέας του, η Έμμυ, βάζει στο γραμμόφωνο την 8η του Μπετόβεν. Εκείνος εκνευρίζεται, αλλά τον συμβουλεύει να ακούσει όλους τους δίσκους για να μπορέσει να καταλάβει. Ο Ταγματάρχης προετοιμάζεται για να αντιμετωπίσει τον μαέστρο και να τον ρίξει στην παγίδα με την ανάκριση στην οποία θα τον υποβάλει. Δεν δείχνει να έχει καμία ευαισθησία για το μέγεθος της αξίας αυτού του ανθρώπου, ξεπερνά το όριο, τον προσβάλλει, του ασκεί ψυχολογική και σωματική βία, ενώ εκείνος εμφανίζεται αξιοπρεπής και πάντα στο ύψος του. Η στρατηγική του είναι να κάνει πρώτα το φίλο στον ανακρινόμενο για να φτάσει σταδιακά στην ερώτηση όπου δε μπορεί ν΄απαντήσει ο κατηγορούμενος οδηγώντας τον σε μια ομολογία ενοχής. Ωστόσο ο Μαέστρος απαντά και σ’ αυτή.
Αντίβαρο στον ταγματάρχη αποτελεί ο λοχαγός Γουίλς. Σαφώς πιο ευαίσθητος, προσπαθεί να τον συγκρατήσει. Έχει βέβαια και άλλες προσλαμβάνουσες καθώς είναι νεώτερος και λάτρης της μουσικής. Ο ταγματάρχης όταν ο λοχαγός τον αποκαλεί «κύριο ταγματάρχη» τον απειλεί ότι την άλλη φορά που θα τον αποκαλέσει κύριο θα τον βάλει να ακούσει Μπετόβεν. Δεν είναι ένας απλός ανακριτής, που τον ενδιαφέρει η δικαιοσύνη, όπως δηλώνει αλλά «θέλει να τσακίσει τον μπάσταρδο», είναι εμπαθής και αυτό δεν τον αφήνει να σκεφτεί ψύχραιμα, εξομοιώνεται σταδιακά με το τέρας στο οποίο εναντιώνεται.
Ο ρόλος του είναι άκαμπτος και απαιτεί μια προφορά που παραπέμπει στον Τζον Γουέιν. Όταν μιλά για την Έμμυ Στράουμπε, τη γραμματέα του, τη συστήνει σαν καλή Γερμανίδα, γιατί ο πατέρας της συμμετείχε σε μία από τις πολλές αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ.
Μια γυναίκα μάρτυρας υπεράσπισης η Ταμάρα Ζακς (Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου) έρχεται οικειοθελώς και δηλώνει πως μόνο ο Βίλχεμ Φούρτβενγκλερ μπορεί να αποδείξει ότι υπήρξε ο άντρας της, ο Βάλτερ Ζακς, μεγάλος πιανίστας, εβραίος, μιας και τον βοήθησε, μαζί με άλλους εβραίους, να διαφύγουν στο Παρίσι, όπου αργότερα όμως ο άντρας της συνελήφθη για να μην τον ξαναδεί έκτοτε αφού πέθανε στο Άουσβιτς, στην Πολωνία. Είναι ευγνώμων για τη βοήθεια του μαέστρου και το καταθέτει. Εξαιρετική η ερμηνεία της ηθοποιού, σπαρακτική στην απώλειά της και θεωρεί απότιση τιμής στον άνδρα της την υπεράσπιση αυτού του ανθρώπου, που προσπάθησε να τον σώσει. Η αντίδρασή της είναι ακραία. «Αν κάψετε έναν καλό άνθρωπο κάνετε κακό στο μέλλον», λέει στον ταγματάρχη , ενώ τον απειλεί κρατώντας μια λάμα ξυρίσματος.
Στο αντίποδα του μαέστρου ο Ρόντε (Χρήστος Βαλαβανίδης), το δεύτερο βιολί της Φιλαρμονικής του Βερολίνου. Μιλά με τρόπο ευγενικό για τον Φουρτβένγκλερ και αναφέρεται στην μπαγκέτα του την οποία κατόρθωσε να του αποσπάσει σαν ενθύμιο και την οποία, καθώς είπε, ο μαέστρος χρησιμοποιούσε σαν ξίφος. Όταν έπαιξε για τα γενέθλια του Χίτλερ προκειμένου να αποφύγει τον χαιρετισμό προς εκείνον πρότεινε την μπαγκέτα με το δεξί του χέρι σα να ήθελε να του βγάλει το μάτι. Αφήνει κάποιες αιχμές του για να κάνει τον καλό ώσπου τελικά αποδεικνύεται η σκαιότητά του. Ωραίο η αντίστιξη στην προσωπικότητα του μαέστρου, θυμίζοντας εκείνη του Αντόνιο Σαλιέρι απέναντι στον Μότσαρτ. Η μεταστροφή αυτού του ήρωα είναι εντυπωσιακή. Από κάποιος που μισούσε, καθώς δηλώνει, το ναζιστικό κόμμα, καταγγέλοντας τον τρόμο κάτω από τον οποίο ζούσαν τότε, γίνεται κάποιος που προσχωρεί σ’ αυτό. Ένας βιολιστής , που δεν ήταν ποτέ πρώτος, ένας άνθρωπος που με γλοιώδη μέσα προσπαθεί να επιπλεύσει σε οποιοδήποτε περιβάλλον και καθεστώς. Μιλά με θαυμασμό για το μέγεθος του μαέστρου, για τη διάνοιά του, για το μέγεθος, που θα ήθελε ίσως να διαθέτει αλλά δεν έχει. Καταπληκτικός ο Χρήστος Βαλαβανίδης στην ερμηνεία των μεταπτώσεων, τονίζοντας τον αγώνα μια μετριότητας να επιβιώσει.
Ο Βίλχεμ Φούρτβενγκλερ (Νικήτας Τσακίρογλου), μπαίνει αγέρωχος ενώ ο ταγματάρχης λυσσάει να τον εξοντώσει, αυτόν που ήταν επί Χίτλερ αντιπρόεδρος του Σωματείου Μουσικών, που τον χαιρετούσαν ο Γκέμπελς και ο Γκέρινγκ. Η αντίστιξη του θρασύ ταγματάρχη έναντι του ευγενούς μουσικού είναι τεράστια και υπέρ του μουσικού.
Όπως τονίζει άλλοι διακεκριμένοι καλλιτέχνες και επιστήμονες διέφυγαν στην Αμερική, ενώ αυτός που αγαπούσε την πατρίδα του προτίμησε να παραμείνει σ’ αυτή αφού δεν ήθελε να την εγκαταλείψει.
Η ισορροπία κρατείται στο κείμενο από τους δεύτερους ρόλους και κάθε ένας έχει τη δική του συμβολή. Οι δυο φρουροί, Ντύλαν και Τόμας, (Κώστας Κουτρούλης, Δημήτρης Μπούρας),που έχουν ακόμα και το κωμικό στοιχείο, η γραμματέας, που αποκαλύπτεται με την τραγική της κατάληξη στο τέλος, η κυρία Ζακς, που εκθειάζει τον μεγάλο μαέστρο εκφράζοντάς του την ευγνωμοσύνη της, ο Ρούντε, που συνθηκολόγησε από τρόμο με το απάνθρωπο καθεστώς, που του έδωσε το μανδύα, τη θέση στη Φιλαρμονική, καλύπτοντας έτσι την ένδειά του.
Ακούγεται το τραγούδι «Satan your Kingdom come down.[…] The voice of Jesus said Satan your Kingdom come down.» Ο Ρόντε φέρνει την περίφημη μπαγκέτα του μαέστρου, ο ταγματάρχης τον κερνά ψωμί, το οποίο αυτός τρώει πρόθυμα, ενώ ο ταγματάρχης ψελλίζει τη μουσική από την Όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ. Ο συνειρμός είναι ξεκάθαρος για έναν άλλο καλλιτέχνη, εβραίο, που έκανε άλλες επιλογές και τόλμησε να εγκαταλείψει τη χώρα του διαφεύγοντας από την βία και την απανθρωπιά, κάνοντας πάντα τέχνη καταφερόμενος ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή εκμετάλλευσης και ανελεύθερης κατάστασης. Ενώ ακούγεται η 9η με διεύθυνση του Φουρτβένγκλερ και ενώ παίζει με την μπαγκέτα ο ταγματάρχης προσπαθώντας να τη λυγίσει, γίνεται τρομερά επιθετικός, απέναντι στο Ρόντε λέγοντας ότι κάτι τέτοια κομματόσκυλα σαν αυτόν θα έπρεπε να αυτοκτονούν.
Ο βιολιστής δικαιολογείται λέγοντας ότι δεν μπορεί να καταλάβει κανείς, πώς είναι να ζει κάποιος κάτω από καθεστώς τρόμου. Αρχικά « ξεκινά να λογοκρίνει τα λόγια του , μετά τη σκέψη του, τα αισθήματά του και τελικά ολόκληρη την ύπαρξή του.» Βρήκε τη θέση του βιολιστή στη Φιλαρμονική όταν « ξεφορτώθηκαν» τους εβραίους μουσικούς. Μια δήλωση που αυτόματα τον ενοχοποιεί. Ο Ρόντε είναι από αυτούς που επιζούν. Αυτός ωφελήθηκε από το καθεστώς του Χίτλερ, πήρε τη θέση ανθρώπων που « έφυγαν» με οποιοδήποτε τρόπο. Αποδέχτηκε την εμπλοκή του στους μηχανισμούς του ναζιστικού καθεστώτος, την προσυπέγραψε και έτσι η ανακριτική αρχή που ενδιαφέρεται για την αποναζιστικοποίηση του δίνει και θέση στην υπηρεσία, καθώς της βρίσκει πληροφορίες για να ενοχοποιήσει τον μαέστρο. Ο Άρνολντ μαθαίνει για την 7η συμφωνία του Bruckner που διηύθυνε στα γενέθλια του Χίτλερ.
Μόνο η Έμμυ (Άννα Ελεφάντη) και ο λοχαγός Γουίλς (Παναγιώτης Γουρζουλίδης) είναι η φωνή της σύνεσης. Η Έμμυ κάποια στιγμή ξεσπά, μιας και εκείνη διαφωνεί με κάποια απ΄όσα συμβαίνουν στην ανάκριση, όμως είναι υποχρεωμένη μόνο να τα δακτυλογραφεί στη γραφομηχανή της, χωρίς να τα λογοκρίνει. Ο Γουίλς θυμάται τον Φούρτβενγκλερ να διευθύνει κάποια φορά που ο πατέρας του τον είχε πάει όταν ήταν μικρός στη Φιλαρμονική και αυτή η εμπειρία του άλλαξε τη ζωή, κάνοντάς τον να αγαπήσει τη μουσική. Αυτό και μόνο είναι πράξη αντίστασης σύμφωνα με την αντίληψη του μαέστρου. Βέβαια το αντεπιχείρημα εδώ είναι ότι οι ναζί άκουγαν κλασική μουσική, όμως έκαιγαν ανθρώπους. Ο Άρνολντ βρίσκεται σε πυρετό μανίας και θέλει να τιμωρήσει όλους αυτούς που προέβησαν στα φριχτά αυτά εγκλήματα και όλους εκείνους που συντάχθηκαν ή έστω δεν είχαν το σθένος να σηκώσουν το ανάστημά τους. Για εκείνον « η ανοχή είναι συνενοχή». Έπειτα καταλαβαίνει ότι υπήρχε και ένας ανταγωνισμός με τον Κάραγιαν, οπότε για να μην τον υποσκελίσει ο «μικρούλης» όπως συνήθιζε να αναφέρεται σε αυτόν ο γηραιότερος Φουρτβένγκλερ συντάχθηκε με το ναζιστικό κόμμα. Ο Φούρτβενγκλερ του επεσήμανε ότι μέσω της μουσικής μπορούσε να διαφυλάξει τις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Ακολουθεί έναν άγριος αγώνας σε όλα τα μέτωπα, επαγγελματικό, προσωπικό, ηθικό. Αντιπαραβολή του πολιτισμού, της μουσικής, της τέχνης, απέναντι στη μυρωδιά της καμένης σάρκας. Ο ταγματάρχης του το λέει ξεκάθαρα: «Σε κατηγορώ γιατί δεν αυτοκτόνησες!»
Η παράσταση αποκαλύπτει έναν άτεγκτο ανακριτή, με τον εξαιρετικό Αλέξανδρο Μπουρδούμη να εμφανίζεται υβριστής, απεχθής, εκδικητικός, παρά το γεγονός ότι ξεκινά με καλές προθέσεις. Στην πορεία ωστόσο εξελίσσεται σε δολοπλόκο που με κατασκευασμένα στοιχεία προσπαθεί να ενοχοποιήσει τον κατηγορούμενο. Από την άλλη ο αμφίβολης ηθικής Φούρτβενγκλερ, ο Νικήτας Τσακίρογλου, σε μια μεστή ερμηνεία, με εσωτερικό ρυθμό, αυτοσυγκράτηση, ψυχική ποιότητα και εξωτερική κομψότητα.
Η μετάφραση της Αθανασία Καραγιαννοπούλου είχε ροή και ρυθμό που εξυπηρετήθηκε πλήρως από τη σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά. Τα σκηνικά της Αγγελικής Αθανασιάδου, λειτουργικά, επιτείνουν με την επιτηδευμένη διάλυση που αποτυπώνεται στο χώρο την κρίση των αξιών, την ταραχή του πνεύματος και της συμπεριφοράς, τα αποκαΐδια του πολέμου. Τα κοστούμια της Λήδας Σπερελάκη απόλυτα ενταγμένα στην εποχή και στις συνθήκες. Πρέπει να γίνει λόγος για τον φωτισμό του Γιώργου Αγιαννίτη. Ένας φωτισμός που σχολιάζει το κείμενο, φωτίζοντας στοιχεία του σκηνικού, ανάλογα με τη συνθήκη κάθε φορά.
Μια εξαιρετική παράσταση που οδηγεί σε έντονο προβληματισμό, βασισμένη σε ένα σπουδαίο κείμενο, με πολλές αιχμές, υποστηριζόμενο από έξοχες ερμηνείες.