Από την Βασιλική Μπαλούτσου
Γοητευμένη και λαχανιασμένη από τον γρήγορο κι έντονο ρυθμό της παράστασης, δεν θέλησα να αποχωρήσω αμέσως από το κατάμεστο «Αριστοτέλειο»και την απρόσμενα εξαιρετική παράσταση “Μasterclass” σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου και μετάφραση του Στρατή Πασχάλη με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Ναυπλιώτου.
Το θεατρικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα Terrence McNally βασίζεται στο διάσημο σεμινάριο όπου δίδαξε η Μαρία Κάλλας στη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης. Η παράσταση ανέβηκε στο θέατρο Μικρό Χόρν στην Αθήνα το 2018 και μετά από συνεχή sold-out συνεχίζει για δεύτερη χρονιά την επιτυχημένη πορεία της, ξεκινώντας τη φετινή χρονιά με λίγες παραστάσεις στο θέατρο Αριστοτέλειο στη Θεσσαλονίκη, όπου και είχα τη χαρά να την παρακολουθήσω. Το έργο είχε πρωτοπαρουσιαστεί στη χώρα μας το 1997-1998 σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη και μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, με πρωταγωνίστρια την Κάτια Δανδουλάκη.
Η Μαρία Κάλλας αν και μόλις είχε τελειώσει η παράσταση, ακόμη κραύγαζε, σπάραζε την αλήθεια της, ένιωθες την ανάσα της, η σκηνή ανέπνεε μαζί της. Ως δασκάλα τραγουδιού πήρε από το χέρι τους νέους σπουδαστές και με μια σκληρή αγάπη, μια αυστηρότητα εμποτισμένη με ευαισθησία σε ένα τόσο ισορροπημένο μείγμα που μόνο μια αληθινή ντίβα μπορεί να ισορροπήσει, ανέδειξε ξεκάθαρα το ταλέντο τους. Αυτό το ταλέντο που δεν προκύπτει από μια αρμονική ερμηνεία στίχων και λέξεων, ούτε μόνο από μια μελωδική φωνή. Για την Κάλλας, το ταλέντο και η επιτυχία είναι αποτέλεσμα επιμονής, διαμόρφωσης μιας πειστικής και ταιριαστής με το τραγούδι εμφάνισης, αλλά και ενός ιδιαίτερου style, ενός ξεχωριστού look. Αυτό δημιουργεί το class που οφείλει να διαθέτει κάθε καλλιτέχνης. Και πάνω από όλα εγκιβωτίζει το πάθος, τον θρήνο, την προσωπική ιστορία κάθε ερμηνευτή, απόηχος ζωής αιχμαλωτισμένος μέσα στις νότες. «Πρέπει να αντιλαμβάνεσαι αυτό που τραγουδάς για να μπορείς να το ερμηνεύσεις», «πρέπει να υποτάξεις τον εαυτό σου στη μουσική». Αυτό λειαίνει κάθε ατέλεια, σε κάνει αναγνωρίσιμο. Και κυρίως έχει να πει μια ιστορία, με τέτοιον τρόπο ώστε όλοι μπορούν να γίνουν κοινωνοί της, κι ας μην καταλαβαίνουν τις λέξεις. Καταλαβαίνουν την ψυχή.
Δεν μπορώ παρά να υποκλιθώ στη δύναμη της σπουδαίας ηθοποιού Μαρίας Ναυπλιώτου, που όχι μόνο κατάφερε να ενσαρκώσει τη Μαρία Κάλλας στο απόγειο της δόξας της, τη Μαρία Κάλλας-δασκάλα, ερωμένη, σύζυγο, κοπέλα, επαγγελματία μουσικό. Αυτό ήταν το μικρότερό της επίτευγμα. Αυτό που πέτυχε και είναι άξια συγχαρητηρίων είναι μια μεταστροφή, μια πραγματική μεταμόρφωση. Παρατηρώντας στο θέατρο ανθρώπους όλων των ηλικιών, αυτούς που αντιλαμβάνονταν απόλυτα τη δύναμη της θεατρικής πράξης, αυτούς που είχαν ένα εκπαιδευμένο αυτί και δεν θεωρούσαν την όπερα ως είδος μαυσωλειακό, έως κι εκείνους που φανερά ένιωθαν κάποια αμηχανία και δεν είχαν καμιά εξοικείωση με το είδος, ήταν απολύτως εμφανές ότι μετά το τέλος της παράστασης η σαρωτική ηθοποιός τους πήρε όλους μαζί της. Κατάλαβαν, έγιναν κοινωνοί ενός καινούριου για εκείνους είδους μουσικής όπως τους συστήθηκε εκ νέου από μια μεγάλη προσωπικότητα, τη Μαρία Κάλλας. Δύο κυρίες στο διάλειμμα της παράστασης συζητούσαν στο φουαγιέ «Η Ναυπλιώτου μου άρεσε πολύ, αλλά την όπερα δεν την καταλαβαίνω. Εδώ που τα λέμε δεν είναι στην κουλτούρα της Ελλάδας. Λίγο παράξενη παράσταση». Μετά το δεύτερο εκπληκτικό μισό της παράστασης, οι ίδιες γυναίκες σηκώθηκαν όρθιες και μανιασμένα χτυπούσαν παλαμάκια. Όλο το θέατρο σηκώθηκε όρθιο, Πλατεία κι εξώστης χειροκροτούσαν ασταμάτητα μια μεγάλη ηθοποιό, μια εξαιρετική ερμηνεία. Η παράσταση έγινε προσιτή στο κοινό.
Θα μπορούσε κανείς να μιλά για ώρες για την Κάλλας της Ναυπλιώτου. Για την απαράμιλλη τεχνική, τη σωματική της έκφραση, την τόσο ευαίσθητη στην κόψη του ξυραφιού ισορροπία και προσήλωση στον ρόλο της. Οι σκέψεις της, μέσα από την αυτοανάλυση της, προκαλούσαν θλίψη κι ύστερα ανακτούσε τον έλεγχο πάλι και συνέχιζε το μάθημα. Ήταν μια ωραία γυναίκα με στιλ κι έναν μεγάλο μαύρο φιόγκο στην πλάτη, κοκέτα μα και απλή. Περιέφερε την αλήθεια της στη σκηνή, ρευστή κι αέρινη όπως η θάλασσα, με τη φωνή της να αλλάζει τόνο και χρώμα, ένταση και ρυθμό. Με εκτεθειμένο το κορμί και την ψυχή της σε ένα τελευταίο αντίο. Ο Ωνάσης κι ένας ξεχωριστός έρωτας που δεν έσβησε ίσως ποτέ, ο σύζυγος της, η κατοχή, η μουσική, η φυγή, η πίκρα κι ο θυμός της. Αυτό το αμάλγαμα συναισθημάτων ήταν τόσο σβησμένα το ένα μέσα στο άλλο, χωρίς να μπορείς να διαχωρίσεις τις αχνές γραμμές που τα ξεχώριζαν. Λες και όλα συνυπήρχαν πίσω από τα μεγάλα σκούρα μάτια της και κατά βούληση κάποιο γινόταν πρωταγωνιστής για λίγες στιγμές. Ανθρώπινα, όπως στην πραγματική ζωή. Μακριά από τη σκηνή ενός θεάτρου.
Η σκηνοθεσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου πλαισίωσε τη μεγάλη ηθοποιό οδηγώντας την σε μια ερμηνεία συγκλονιστική και συνοδεύοντάς την με την παρουσία εκπληκτικών μουσικών και ηθοποιών, καθώς και τον μελωδικό ήχο του πιάνου, προσφέροντας ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι όλοι περιμέναμε να την ακούσουμε να εκφωνεί μια άρια, όμως ο σκηνοθέτης της παίρνει την φωνή κι επιλέγει, μένοντας πιστός στο πνεύμα του συγγραφέα Μακ Νάλι, να «τραγουδήσει» τις σκέψεις της, τη ζωή της, τη μοναξιά και τον καημό της. Να μοιραστεί τη γνώση και την πείρα της, κεντώντας παράλληλα το δικό της ψυχογράφημα, λίγο πριν αποσυρθεί οριστικά. Τελικά, ο συγγραφέας επιλέγει να φωτίσει το δυσάρεστο κλίμα μέσω αντιθέσεων της πρωταγωνίστριας όπως εύθραυστη-σκληρή, αλαζονική-ανασφαλής, γοητευτική-απεχθής κι ο σκηνοθέτης εστιάζει ακόμη παραπάνω στην τρωτότητα της Γυναίκας.
Τα σκηνικά της παράστασης ( Όλγα Μπρούμα) ήταν λιτά, με το πιάνο να δεσπόζει στη σκηνή, μιας και είμαστε σε μια σχολή διδασκαλίας τραγουδιού. Οι φωτισμοί, σωστά τοποθετημένοι (Νίκος Βλασόπουλος) δημιουργούσαν την ανάλογη ατμόσφαιρα με τις αυξομειώσεις της έντασής τους. Το ενδυματολογικό κομμάτι (Σταματία Μέγκλα) ήταν στην συγκεκριμένη παράσταση κυρίαρχο, αφού και η Κάλλας χρησιμοποιεί το ένδυμα ως μέρος του στιλ, μέρος της προσωπικότητας που ο κάθε καλλιτέχνης χρησιμοποιεί για να πλάσει την εικόνα με την οποία «συστήνεται» στο κοινό του. Ιδιαίτερα το ένδυμα που επιμελήθηκε ο Βασίλης Ζούλιας για την Κάλλας, μαύρο κι απλό φόρεμα, μα απαράμιλλα κομψό, κατάφερε να λειτουργήσει ως καμβάς επιτρέποντάς την να αναδείξει ακόμη παραπάνω τον ρόλο της. Η επιλογή των υπόλοιπων ηθοποιών/τραγουδιστών ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη.
Το ταλέντο της Λητούς Μεσσήνη ως σοπράνο είναι αδιαμφισβήτητο, όμως πέρα από αυτό, προσδίδει μια κωμική διάσταση στην παράσταση και προκαλεί αβίαστο γέλιο στο κοινό, μοιάζει με μαριονέτα, όπως χρησιμοποιεί το σώμα της και ο χαρακτήρας που υποδύεται ελαφραίνει την βαριά ατμόσφαιρα και ταυτόχρονα αναδεικνύει τον θρήνο της πρωταγωνίστριας.
Η Εύα Γαλογαύρου και ο Γιώργος Φλωράτος τραγουδούν επίσης ζωντανά άριες στη σκηνή και υποδύονται δύο διαφορετικές προσωπικότητες, μαθητές της σχολής, ενώ τόσο με τη φωνή όσο και χρησιμοποιώντας άρτια τα εκφραστικά τους μέσα μας πείθουν για τον χαρακτήρα που υποδύονται και αποδεικνύουν το ταλέντο της δασκάλας τους. Ο πιανίστας Αλέξανδρος Αβδελιώδης παίζει πιάνο ζωντανά και συνομιλεί που και πού με την Κάλλας διακριτικά, η οποία μοιάζει να ψάχνει επιβεβαίωση στις σκέψεις της. Τέλος, Ο Βαγγέλης Δαούσης ως stagehand έχει έναν διαδραστικό ρόλο με το κοινό, προσφέροντας χιουμοριστικά διαλείμματα τόσο πριν την παράσταση, όσο και κατά τη διάρκεια του διαλείμματος αλλά και πριν από αυτό. Κωμική φιγούρα που επιλέχθηκε από τον σκηνοθέτη, πιθανά για να σταλάξει λίγη πραγματικότητα στη μαγεία του θεάτρου.
Τελικά, ο συναρπαστικός μονόλογος-διάλογος της Ναυπλιώτου μοιάζει σαν να σβήνει κάθε ελάττωμα του κειμένου ή της σκηνοθεσίας. Σταματάς να κρίνεις αυτό που βλέπεις και αφήνεσαι στην επιρροή του θεάματος, δεν καταφέρνεις να απομυθοποιήσεις την Κάλλας, ακόμη και στις πιο έντονες σκηνές κατάρρευσής της και μόνο συγκινητικά σε παρασέρνει η παράσταση σε μια πλήρη «μέθεξη» που σε απορροφά με τη μαγική ενέργειά της. Όπως η ίδια η Κάλλας εκφωνεί στην αρχή της παράστασης: «Το πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε ιερό χώρο. Η σκηνή και το θέατρο είναι τόποι καθαγιασμένοι, ω ναι». Μεγάλη πρωταγωνίστρια η «Μαρία» λοιπόν. Κάλλας, Καλογεροπούλου, Μενεγκίνι, Ναυπλιώτου. Όλες αυτές οι Μαρίες συνομίλησαν σήμερα πάνω στη σκηνή. Και απέδειξαν ότι η ψυχή, το πάθος, οι υψηλοί στόχοι, η αγάπη για την τέχνη και τη ζωή εξυψώνουν τον άνθρωπο και –ποιος ξέρει- ίσως, λίγο πριν το τέλος, λίγο πριν το «Αυτά, λοιπόν» καταφέρνουν να ξεγελάσουν και τον ίδιο τον θάνατο. Μην τη χάσετε.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ