Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
«Η Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη σε σκηνοθεσία Μάνου Μανιά από τη Θεατρική Σκηνή Ηρακλείου Κρήτης
Η νουβέλα αυτή, καθρέφτης μια εποχής, έχει γραφτεί το 1903 οπότε προφανώς αποτυπώνει την εικόνα της Ελλάδας στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Ελλάδα το 1881 έφτανε μόλις μέχρι την Άρτα και το 1893 η χώρα είχε πτωχεύσει, οπότε κατανοούμε πως επρόκειτο για ένα περιορισμένο κράτος τόσο σε έκταση όσο και σε οικονομική ανάπτυξη. Ιδίως για τους κατοίκους της επαρχίας τα οικονομικά προβλήματα αποτελούσαν μέρος του καθημερινού τους βίου, δυσκολεύοντας σε μεγάλο βαθμό κάθε τους δραστηριότητα. Η νουβέλα έχοντας ως ηρωίδα μια γυναίκα και ως βασική θεματική τη δεινή θέση των γυναικών στην τότε ελληνική κοινωνία, δίνει βαρύτητα κυρίως στα πρόσωπα των γυναικών και δευτερεύουσα σημασία στους αντρικούς χαρακτήρες. Η Φραγκογιαννού δηλαδή η Χαδούλα είναι χήρα με εφτά παιδιά (εκ των οποίων ο ένας γιος της είναι εγκληματίας και φυλακισμένος στις φυλακές της Χαλκίδας), που έχει περάσει πολλά βάσανα στη ζωή της. Στην παράσταση γίνεται λόγος για τον ανίκανο σύζυγο της Χαδούλας, που της έδωσαν οι γονείς της, αλλά και τον έναν από τους γιους της που ήταν όχι μόνο μέθυσος, αλλά και φονιάς. Εμφανίζεται και ο περιβολάς, ο Γιάννης, που ανεύθυνα αφήνει τις κόρες του μόνες σε μια στέρνα. Γενικά οι άνδρες μια αποδυναμωμένη παρουσία και μόνο οι γυναίκες έχουν τον έλεγχο του σπιτιού και της οικογένειας.
Η παράσταση ξεκινά με μουσική και ένα κοριτσάκι να κρατά ένα κερί ενώ γίνεται γάμος. Κάτω σημειολογικά ριγμένο ένα νυφικό, το μαζεύει η Φραγκογιαννού μεμψιμοιρώντας « Ω! Να το προικιό μου!». Από νέα που ήταν και αυτή κάποτε έγινε αίφνης γριά, 60 χρονών με ύφος σκληρό, αρρενωπό, καθώς την «χάλασε» η ζωή, με δυο μικρά μουστάκια στις άκρες των χειλών της, κακογερασμένη καθώς έγινε δούλα των παιδιών της και των εγγονών της.
Το διήγημα του Παπαδιαμάντη ξεκινά με μια χαρακτηριστική εικόνα της Χαδούλας, το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, να ξενυχτά κοντά στην άρρωστη εγγονή της. Η ασθένεια αυτή του μικρού παιδιού και τα επιβεβλημένα ξενύχτια της Χαδούλας, θα αποτελέσουν τις κατάλληλες συνθήκες για να ξεσπάσει η φονική διάθεση της ηρωίδας.
Το σκηνικό γενικά σκοτεινό, με φως κεριών, όπως ακριβώς το ήθελε ο Παπαδιαμάντης.
«Ο μικρός λύχνος, κρεμαστός, ετρεμόσβηνε κάτω του φατνώματος της εστίας. Έρριπτε σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα...»
Από την πρὠτη στιγμή γίνεται αντιληπτό στο θεατή ότι έχει γίνει μελέτη του έργου και όλου του Παπαδιαμάντη από τον σκηνοθέτη της παράστασης Μάνο Μανιά. Το σκηνικό περιεκτικό με όλα τα σημεία του διηγήματος, την αυλή, τα σπίτια του χωριού, το σπίτι της Φραγκογιαννούς, το σπίτι του Γιάννη του Περιβολά, το πηγάδι, τα βουνά, τη θάλασσα. Ο φωτισμός κατάλληλος, υποβλητικός, κατανυκτικός, εκκλησιαστικός, σαν τη ψυχή του συγγραφέα. Οι Φραγκογιαννού από την αρχή δυστυχισμένη, κακομοιριασμένη, με το ανάθεμα στο στόμα, στο βλέμμα, στην κίνηση, στα βαριά παπούτσια του κοστουμιού της που την καθηλώνουν σε συγκεκριμένη θέση σώματος και λειτουργούν υπενθυμηστικά στην ηθοποιό για το βάρος , το ασήκωτο που καλείται μετά το γάμο της να σηκώσει με τα παιδιά της και τώρα με τα εγγόνια της. Όλα μελετημένα στην λεπτομέρεια.
«Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν...» συλλογιέται τον απολογισμό της ζωής της τις νύχτες που μένει ξάγρυπνη. Οι σκοτεινοί συλλογισμοί της, το φτωχόσπιτο, τα κακά οικονομικά, η ασθένεια του μωρού, η « βαριά λεχωσιά « της μητέρας του και κόρης της της Δελχαρώς, όλα αυτά ώθησαν την Χαδούλα στο αποτρόπαιο έγκλημα . Η θέση της πολύ δύσκολη. Αυτή δεν χάρηκε ζωή και δεν είδε κανένα καλό. «Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς.»
Το ίδιο θα συνέβαινε και για όλες τις γυναίκες εκείνης της εποχής (τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα). Στην ταραχή της σκέψης της θεωρούσε ότι τις απάλλασσε από όλες αυτές στις δυστυχίες, τις μητέρες τους, αλλά και αυτά τα κορίτσια, γιατί κορίτσια σκότωνε πιο πολύ, νομίζοντας ότι τα έσωζε. Νόμιζε ότι έκανε αγαθοεργία, εφόσον απαλλάσσει τα μικρά κορίτσια από μια ζωή δυστυχίας και πόνου. Ο μισογυνισμός της οφείλεται στην δυστυχία της και την διαταραγμένη σκέψη της αποτέλεσμα της δυστυχίας αυτής που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί. Η απορία της ήταν ξεκάθαρη “Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;”
Οι τρεις κόρες της επί σκηνής ψέλνουν το «Ω γλυκύ μου έαρ…».. Οδηγούν το παιδικό φέρετρο μέχρι τα μνημούρια ψάλλοντας, ενώ εκείνη σχολιάζει ότι «το μικρό άκακο πλάσμα ηυτύχησε να γλιτώσει τους γονείς του από τόσα βάσανα. Η νόσος είναι υγεία, αφού ο θάνατος είναι ζωή και ανάσταση» δήλωνε με δολερό βλέμμα.
Αν αυτό το πρώτο έγκλημα έγινε με ταραχή του νου και της ψυχής της τα άλλα που ακολούθησαν ήταν πράξεις με απόλυτη επίγνωση, πράξεις που η ίδια θεωρούσε θεμιτές. Αποτελεί, λοιπόν, ένα τραγικό πρόσωπο, αφού γίνεται θύτης για να προλάβει να μην γίνουν θύματα της μοίρας τους τα θύματά της. Επομένως, δεν φαίνεται να διαπράττει τους φόνους από κακία και μίσος προς τα μικρά κορίτσια, αλλά μέσα στα πλαίσια ενός παραλογισμού από υποσυνείδητη «καλοσύνη» για να τα «σώσει» απ` τη «μαρτυρική» ζωή που επρόκειτο να κάνουν. Κάνει φόνους μικρών κοριτσιών θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τα απαλλάξει όπως και τις μητέρες τους από μια «βασανιστική» ζωή σαν τη δική της. Νιώθει έτσι πως διαπράττει κοινωνικό καλό, μία θεάρεστη πράξη. Διορθώνει μια και καλή τους άδικους νόμους και τις συνήθειες μιας στενόμυαλης κοινωνίας.
Η κόρη της η Δελχαρώ ακούγοντας το μωρό της να βήχει μέσα στον ύπνο της και έχοντας δει κακό όνειρο, ότι το μωρό πέθανε στην κούνια και η μάνα της είχε ένα μαύρο σημάδι στο χέρι για να το σαβανώσει, τη ρωτά: «- Τ' είναι, μάννα; Δεν είναι καλά το παιδί;
Η γραία εμειδίασε στρυφνώς εις το τρομώδες φως του μικρού λύχνου.
- Σα σ' ακούω, δυχατέρα!...» δηλαδή «μακάρι, κόρη μου», «μακάρι να μην είναι καλά, μπας και γλιτώσουν από το ασθενικό αυτό παιδί».
«-Τι να σας πω!... Έτσι του 'ρχεται τ' ανθρώπου, την ώρα που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη!...» Η ιδέα που εκφράζει είναι ότι είναι αναμενόμενο οι άνθρωποι να θέλουν να πνίγουν τα κορίτσια μόλις γεννιούνται, γιατί και βάσανο οικονομικό είναι για την οικογένειά τους, αλλά και τα ίδια δεν τα περιμένει καμιά καλή ζωή, αντίθετα όπως εκείνη θα ζήσουν μέσα στην ταλαιπωρία και τη δυστυχία. Δεν αντιλαμβάνεται τον πόνο που προκάλεσε η Φραγκογιαννού. Τρομερή κραυγή της Δελχαρώς και ο θρήνος της. Η μητέρα του βρέφους είδε τα μελανά σημεία στο λαιμό του μωρού, δεν τόλμησε όμως ποτέ να πει τίποτα για τη μάνα της.
Η Φραγκογιαννού, θα επιχειρήσει να εκλογικεύσει την πράξη της, αντιμετωπίζοντάς την ως λύτρωση των κοριτσιών από μια ζωή γεμάτη βάσανα. Θέλει να πάει στον Αϊ Γιάννη να εξομολογηθεί τα κρίματά της για να ησυχάσει η καρδιά της κι επιπλέον να του ζητήσει ένα κρυφό σημάδι πως η πράξη της ήταν σωστή. Θα το θεωρήσει σημάδι όταν ο δρόμος της θα τη φέρει στο σπίτι του Γιάννη του Περιβολά, ο οποίος είχε αποκτήσει πολλά κορίτσια. Αυτό σχολιάζεται αρνητικά από τη Φραγκογιαννού που θεωρούσε πως η λύση θα ήταν είτε να πάρει η γυναίκα του στερφοβότανο (κάτι που ο πνευματικός της, της είχε πει πως είναι αμαρτία) είτε να πάρει παλικαροβότανο, ώστε τουλάχιστον να αποκτούσε αγόρια.
Με κίνηση πονηρή και νομίζοντας ότι κάνει το καλό σκέφτηκε ότι αν έριχνε τα δυο κορίτσια στη στέρνα να πνιγούν θα έσωζε τη φτωχή οικογένεια από πολλά βάσανα. Δεν σκέφτηκε τον πόνο που θα προξενούσε η πράξη της στους γονείς. «Τί λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, της Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν!... Να ιδούμε, έχει νερό;» Η σκηνή όπως την στήνει ο Παπαδιαμάντης είναι πραγματικό θρίλερ, οργανωμένο έγκλημα. Κάνει γρήγορα, χωρίς να τη δει κανείς και σπρώχνει τα κοριτσάκια στη στέρνα. Ακούγεται ήχος νερού και ενώ εκείνα πνίγονται αιφνίδια εμφανίζεται η μητέρα τους και η Φραγκογιαννού κάνει την αναστατωμένη και αναρωτιέται πώς τα αφήνουν μόνα τους τα παιδιά και λέει πως ευτυχώς που περνούσε εκείνη από εκεί.
«Τα κορίτσια!... Τα κορίτσια!... Πέσανε μέσα!... Κοίταξε!... Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί;... Πώς κάμανε;... Και τ' αφήνετε μοναχά τους, κοντά στη στέρνα, νερό γεμάτη!... Καλά που βρέθηκα!... Να, τώρα πέρασα κ' εγώ... Ο Θεός μ' έστειλε!»
«Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερό.» Εκπληκτική η μικρή ηθοποιός Μαρία Αστρουλάκη, που σε κάθε περίπτωση, σε όλες τις σκηνές της ήταν πολύ συνεργάσιμη στις οδηγίες του σκηνοθέτη της, αλλά εδώ βγήκε άκαμπτη από τη στέρνα με το κεφάλι γερμένο πίσω, πραγματική πνιγμένη. Η Χαδούλα, Φραγκογιαννού παρουσιάζεται και σκληρή και ατάραχη απέναντι στα εγκλήματα που διαπράττει. Έκανε και την παρηγορήτρα. Επωδός το «Ω γλυκύ μου έαρ…».. Το σώμα της Ξενούλας πνιγμένον και νεκρόν, δύστυχη μάνα μοιρολογά « Μου πήρες το αγγελούδι μου το χιλιοφιλημένο …»
Τα κοριτσάκια πέθαναν, χωρίς κανείς να υποπτευθεί τη Φραγκογιαννού, αλλά η «καλοτυχία» της δε θα διαρκέσει για πολύ και σύντομα οι αρχές θα θεωρήσουν ύποπτη την παρουσία της σε κάθε νέο πνιγμό, γι’ αυτό και θα ξεκινήσουν την καταδίωξή της. Αναζητά καταφύγιο, κρυψώνα και σκέφτεται ότι στη Μαρουσώ δεν θα την ψάξουν και επιπλέον επειδή εκείνη της έχει υποχρέωση θα την προφυλάξει. Την είχε «σώσει» όταν την απάλλαξε από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη κάποτε που ο άνδρας της έλειπε σε ταξίδι μεγάλο. Είχε τρία χρόνια να επιστρέψει στο σπίτι του. Αν δεν ηταν η Φραγκογιαννού η Μαρουσώ θα έπεφτε να πνιγεί στο γυαλό. Αλλά και η Μαρουσώ σε ομηρία τόσα χρόνια να περιμένει ένα σύζυγο φάντασμα, βάσανο που επεφύλασσε η μοίρα στις γυναίκες των ναυτικών! Συγκλονιστική η σκηνή της έκτρωσης. Η κίνηση, το εργαλείο, η κραυγή η στάση του σώματος, ο ρόλος της Φραγκογιαννούς.
« Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν, η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ' έτρεξεν τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον. Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν.»
Αφηγητής ο σκηνοθέτης της παράστασης Μάνος Μανιάς. Η φωνή του, σαν τη φωνή του ίδιου του Παπαδιαμάντη ενορχήστρωνε την παράσταση υπενθυμίζοντας στους ηθοποιούς την παρουσία του μεγάλου μας συγγραφέα.
Η Φραγκογιαννού έχοντας συνείδηση ότι οι πράξεις της δεν ήταν και τόσο θεμιτές , ήθελε να ζητήσει συγχώρεση από το Θεό μέσω του ερημίτη, ο οποίος ίσως να την διέσωζε επιβιβάζοντας της σε πλοίο για να διαφύγει. Ήταν πλέον μια εγκληματίας σε διαταραχή. Η Χαδούλα αρχίζει να βλέπει όνειρα, να ακούει τη φωνή της δολοφονημένης της εγγονής να της λέει ότι μπορεί να μεγάλωνε και να τη φώναζε γιαγιά. Την κυνηγούν οι Τακτικοί και οι φωνές των δολοφονημένων παιδιών που τη φωνάζουν Φόνισσα και την πετροβολούν. Ο ρεαλισμός της σκηνής είναι συγκλονιστικός, μαζί και η επιμελημένη κίνηση.
Ο Παπαδιαμάντης φιλεύσπλαχνος δεν θα διαπομπεύσει την ηρωίδα του, θα τη συγχωρέσει όπως και ο Θεός θα το έκανε, γιατί οι συνθήκες κάνουν τον άνθρωπο θεριό. Η Φόνισσα θα πνιγεί πριν ζητήσει συγχώρεση και χωρίς όμως να δικαστεί από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, εκεί που δεν υπάρχει έλεος. Η Φραγκογιαννού δεν διάλεξε τον τρόπο ζωής της. Οι συγκυρίες που την βρήκαν ήταν αντίξοες. Δεν διάλεξε και την γέννησή της, άλλως θα έβρισκε την δύναμη να αντέξει και τις πίκρες και τα βάσανα και θα έβρισκε νόημα στη ζωή της. Είναι ολομόναχη, ψυχικά ταπεινωμένη, και αμύνεται με κάθε τρόπο να βγει από την φτώχια που της έχει επιβληθεί και όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανθρώπινη δικαιοσύνη, νιώθει εγκλωβισμένη, θέλει να πετάξει, να γλυτώσει, να ελευθερωθεί όχι μόνο από τους διώκτες της αλλά από την ίδια της την μοίρα. Η θάλασσα είναι διέξοδος για έναν νησιώτη. Έρχεται να ξεπλύνει το βασανισμένο κορμί και την ψυχή της. Γι’αυτό και ο θάνατος δεν έρχεται ούτε σαν τιμωρία, ούτε σαν εξιλέωση, μιας και ούτε η θεία, ούτε η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν θέλησαν να αγγίξουν αυτήν την επαναστατημένη ψυχή.
«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.»
Ξεχνάει κάποιος ότι βλέπει ερασιτεχνικό θέατρο. Η Ελπίδα Κοντοσιώζιου, στο ρόλο της Φραγογιαννούς είναι πάντα σε εγρήγορση, με την καλοσύνη και την κακία μαζί την ίδια στιγμή. Έτοιμη να τα βάλει με τα θηρία, όπως έχει μάθει να κάνει όλη της τη ζωή. Το πρόσωπό της σε μια ένταση και ανησυχία. Το πάτημά της βαρύ και μελαγχολικό, πονετικό, βασανισμένο και με την εξέλιξη του έργου πανικόβλητο, ανήσυχο. Φοβισμένο, με τύψεις και ενοχές.
Οι τρεις κοπέλες υπερέβησαν εαυτόν. Η Διαμάντα Βοσκάκη στους ρόλους της Δελχαρώς, μια βασανισμένη κόρη, υποταγμένη στη μοίρα της και με σεβασμό σε μια μάνα που στο βάθος του μυαλού της υποπτεύεται ότι μπορεί να είναι και δολοφόνος του παιδιού της. Διαφορετική η ερμηνεία της ως Γυναίκα Α’ , φαίνεται ότι έχει κάνει μεγάλη μελέτη και εκπαίδευση για να ανταποκριθεί με τόση αυταπάρνηση στις απαιτήσεις του ρόλου της.
Ομοίως η Ματίνα Μαυρογιάννη στο ρόλο της Αμέρσας, της άλλης κόρης, της Μάνας, που η Φραγκογιαννού της σκότωσε τις δυο κόρες ρίχνοντάς τες στη στέρνα και της Γυναίκας Β’. Ευδιάκριτες οι διαφορετικές ερμηνευτικές απαιτήσεις των ρόλων.
Η Χριστίνα Τσαρούχα στο ρόλο της Μαρουσώς έχει μια εκπληκτική κίνηση καθώς υποδέχεται την Φραγκογιαννού, στην οποία θα είναι εφ’όρου ζωής υπόχρεη, γιατί της έσωσε τη ζωή και τέλος είναι η Γυναίκα Γ’. Αυτές οι γυναίκες είναι σαν τον γυναικείο χορό στην τραγωδία. Παρακολουθούν την εξέλιξη της Φραγκογιαννούς, Χαδούλας , ανησυχούν και πονούν μαζί της, υποφέρουν και μετέχουν σε ό,τι διακυβεύεται επί σκηνής. Εκτελούν χρέη κανονικού χορού τραγωδίας επιτείνοντας την τραγικότητα της σκηνής. Φέρουν στα χείλη τους το λόγο του Παπαδιαμάντη και τον φωτίζουν με ένα τραγικό ύφος.
Υποστηρικτικός και ο Μάριος Λιαπάκης σε τρεις ρόλους: του Γιάννη του Περιβολά, του Λυρίγκα και του Καμπαναχμάνη. Ένα καπέλο, μια διαφορετική κίνηση, μια περούκα με τη σωστή διδασκαλία του Μάνου Μανιά αρκούν για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του έργου. Ο ρόλος του βασικός στην κατασκευή του σκηνικού, γιατί ο άνθρωπος του θεάτρου είναι πρώτα από όλα εργάτης και αυτό φαίνεται να έχει γίνει κατανοητό σε αυτή την ομάδα.
Τα ζωγραφισμένα σκηνικά του Γρηγόρη Στασινούλα, είναι συγκεντρωτικά, όλων των σκηνικών χώρων, σκοτεινά όπως και το έργο και απολύτως λειτουργικά.
Αυτή η παράσταση βασίζεται πολύ στα ηχητικά και τους φωτισμούς του Σταύρου Σταυρακάκη και του Γιάννη Μανιά. Κάθε ήχος έπεφτε ακριβώς τη σωστή στιγμή και οι φωτισμοί εναλλάσσονταν με καταιγιστικό ρυθμό αποτελώντας τον άλλο ηθοποιό στην παράσταση. Είναι εκπληκτικό να κάνει κάποιος θέατρο παρά τις καθημερινές δυσκολίες και να συντηρεί αυτόν τον πλούτο σε τόσο υψηλό επίπεδο.