Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
O πολυχώρος VAULT παρουσιάζει το θεατρικό έργο του βραβευμένου αμερικανού συγγραφέα Stephen Sachs «Σημάδια Στην Ομίχλη» (Bakersfield Mist) που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Παπαδόπουλου, με τη Ράνια Σχίζα και τον Νίκο Παντελίδη, από το Σάββατο 30 Νοεμβρίου, έως την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου, κάθε Σάββατο στις 21:15 και Κυριακή στις 18:30, για 20 παραστάσεις.
Τι θα συμβεί όταν μια άνεργη μπαργούμαν κι ένας διάσημος εκτιμητής έργων τέχνης συναντιούνται ένα απόγευμα σε ένα σπίτι-κοντέινερ στο Bakersfield της Καλιφόρνια;
Βασισμένη σε αληθινή ιστορία η κωμωδία του Στίβεν Σακς, θέτει ερωτήματα για τη φύση της τέχνης και τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, μέσα από τη συνάντηση δύο ταξικά διαφορετικών κόσμων. Ένα έργο γεμάτο ιδέες και συναισθήματα που αφήνουν σημάδια φωτεινά και ανεξίτηλα μέσα στην ομίχλη.
Η Μωντ Γκούντμαν (Ράνια Σχίζα), μια άνεργη μπαργούμαν ζει σε ένα trailer park στο Bakersfield της Καλιφόρνια. Αγοράζει για μερικά δολάρια από ένα μαγαζί με παλιά αντικείμενα έναν πίνακα ζωγραφικής, τον οποίο αρχικά απεχθάνεται και γι΄αυτό σκέφτεται να τον κάνει δώρο γενεθλίων στη γειτόνισσά της, παλιά της φίλη, μια γεροντοκόρη με σκυλιά. Μιας και ούτε στη γειτόνισσα δεν άρεσε της μένει στα χέρια, μέχρι την ώρα που κάποιος καθηγητής αισθητικής αγωγής, της λέει ότι μάλλον ο πίνακας αυτός είναι του διάσημου ζωγράφου Τζάκσον Πόλοκ. Κανείς δεν πιστεύει ότι στα χέρια αυτής της γυναίκας, που δεν έχει καμιά σχέση με την τέχνη, μπορεί να βρίσκεται ένα από τα αριστουργήματα του διάσημου ζωγράφου Τζάκσον Πόλοκ. Αναζητά εκτιμητές για το έργο αυτό, κυρίως για να αναγνωρίσουν ότι είναι του Πόλοκ. Έχει κάνει την έρευνά της όταν καταλήγει σε κάποιο γραφείο από τη Νέα Υόρκη και σε έναν από τους καλύτερους εκτιμητές έργων τέχνης στον κόσμο, τον Λάιονελ Πέρσυ (Νίκος Παντελίδης). Εκείνος ένας μη μου άπτου εστέτ της τέχνης μπαίνει μέσα στο παράπηγμα της, που δυσκολεύτηκε για να βρει, φοβισμένος από τα σκυλιά της γειτόνισσας, μπαίνοντας σχεδόν με κομμένη την ανάσα. Η Μωντ εξαιρετικά νευρική και από πριν που τον περίμενε, αλλά και όσο βρίσκεται μαζί του καπνίζει και πίνει αλκοόλ, χωρίς να του προσφέρει ούτε ένα ποτήρι νερό.
Ο Λάιονελ Πέρσυ μιλά με αυταρέσκεια για τον εαυτό του, για τις γνώσεις του, για τα βιβλία του, πολλά από τα οποία θεωρούνται κλασικά. Η απόσταση μεταξύ τους ευδιάκριτη. Εκείνος με ελεγμένες, μετρημένες, ψυχαναγκαστικές κινήσεις και εκείνη χύμα, λαϊκή, απλή, γήινη.
Και οι δυο ηθοποιοί, η Ράνια Σχίζα και ο Νίκος Παντελίδης, εξαιρετικοί στη δόμηση των χαρακτήρων που ερμηνεύουν. Όταν του ζητά να τη λέει Μωντ, εκείνος αμυνόμενος σχεδόν, έξαλλος, έκπληκτος, της το αποκλείει.
Η οικονομική κατάσταση της Μωντ είναι άθλια και έχει εναποθέσει τα πάντα σχεδόν σε ενδεχόμενη θετική αποτίμηση του πίνακα. Θεωρεί ότι αυτός έχει έρθει στη ζωή της σαν μάννα εξ’ ουρανού. Ζητά από τον εκτιμητή να προσδιορίσει θεωρητικά, στην υποθετική περίπτωση που ο πίνακας είναι αυθεντικός, την αξία του λέγοντάς της πόσο θα έκανε αυτό το έργο τέχνης. Τον εκλιπαρεί να φερθεί ανθρώπινα μιας και ο πίνακας δεν έχει υπογραφή και του διευκρινίζει ότι θα ήθελε «να τ’ ακούσει κατευθείαν από το στόμα του αλόγου». Για εκείνον αυτές οι παρομοιώσεις είναι ανατριχιαστικές καθώς δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιό του.
Εκείνη του λέει ότι της αρέσει να μαζεύει τα σκουπίδια, πράγματα που οι άλλοι πετούν. Του λέει την ιστορία του πίνακα και τον φέρνει μπροστά του με έναν σχεδόν τελετουργικό τρόπο, σκεπασμένο με ένα ύφασμα. Με το που γίνονται τα αποκαλυπτήρια εκείνος πέφτει σε περισυλλογή. Διαλογίζεται, τον μετρά με το μάτι, τον ζυγίζει με το ένστικτό του, τον μυρίζει, ενώ η Μωντ τον παρατηρεί, αμίλητη και ξεροκαταπίνει, ανήμπορη να κρύψει την αγωνία της, ακολουθώντας τον σε όλες του τις κινήσεις μέχρι που εκείνος ανακοινώνει τελικά το πόρισμά του: «Δεν είναι Πόλοκ!» . Οπότε εκείνη αρχίζει να διαφωνεί: «Πώς το ξέρεις;» για να απαντήσει εκείνος ότι είναι η δουλειά του, ενώ η Μωντ έξαλλη του πετά: «Εμένα είναι η γαμημένη ζωή μου !» Εκείνος θέλει να υπογράψει και να φύγει αφού γι΄αυτόν η δουλειά έχει λήξει μιας και εμπιστεύεται πάντα τη «ριπή» του, όπως χαρακτηριστικά αποκαλεί ο πολύπειρος ειδικός την ετυμηγορία του που προκύπτει από την έμπειρη, διαπεραστική του ματιά. Εκείνη θέλει να τον καλοπιάσει, ενώ αυτός αντιλέγει δηλώνοντας ότι το έργο του Πόλοκ κινείται στα όρια της ολικής καταστροφής, ενώ ο πίνακας που εκείνη του παρουσιάζει είναι ρηχός. Είναι μια πλαστογραφία μάλλον του Μπράουν, του γνωστού πλαστογράφου του Πόλοκ.
Η Μωντ επιμένει. «Και τι θα γίνει αν τελικά έχεις κάνει λάθος και μετά από χρόνια αποδειχθεί ότι ήταν ένας αληθινός Πόλοκ;»
Ο Λάιονελ Πέρσυ (Νίκος Παντελίδης) της λέει ότι θεωρείται σχεδόν αδύνατο να αναπαραχθούν οι πίνακες του Πόλοκ από μιμητές, καθώς τα έργα του αντανακλούν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή του. Σε μια μεθυστική, πυρετώδη ερμηνεία, με ένα βλέμμα βυθισμένο στην τέχνη παρουσιάζει την μοναδικότητα του Πόλοκ. Ο Πόλοκ εκτίναξε τον κυβισμό ψηλά, δεν ζωγράφιζε τη φύση καθώς ήταν η φύση. Ο Πόλοκ ρίχνει κάτω τον καμβά και μπαίνει μέσα του. Βρίσκεται σε έκσταση σαν ένας Σαμάνος. Εκπροσωπεί μια πύρινη τέχνη όπως ο Τζακ Κέρουακ στη λογοτεχνία. Οι μόνοι άνθρωποι που άξιζαν για εκείνον ήταν οι τρελοί. Η Μωντ τον παρατηρεί με εκστατικό θαυμασμό.
Εκείνος καταλαβαίνοντας ότι έχει παρεκτραπεί από την αγάπη του για την τέχνη και για αυτό το ζωγράφο ζητά συγγνώμη για τον παραληρηματικό του λόγο.
Η έξαρση του ενός και της άλλης η εμμονή για τον πίνακα τους φέρνουν σε μια θέση τέτοια ώστε να ξεγυμνώσουν τη ψυχή τους, αποκαλύπτοντας τις πληγές τους. Εκείνος που θεωρούνταν ο «πάπας» της τέχνης, ο «ηγεμόνας του σύμπαντος» της τέχνης, όπως της λέει, εξαιτίας ενός άτυχου περιστατικού καθαιρέθηκε και αυτό του στοίχισε παρ’ ολίγον και την ίδια τη ζωή του. Η προσωπική του ευτυχία ανύπαρκτη και αυτός πάντα κολλημένος με την αξία του αυθεντικού και μόνο. Στο σπίτι του έχει τη ρέπλικα μιας κινέζικης υδρίας, για την οποία η γυναίκα του τρελαίνεται, ενώ εκείνος θέλει να αλλάξει ακόμα και χώρο για να μην βλέπει την κακογουστιά αυτής της κόπιας. Θεωρεί ακραία τιμωρία του να ζει με ένα ψέμα όλη του τη ζωή. Η πλαστογραφία είναι τόσο παλιά όσο και η τέχνη. Μαλώνουν, φτάνει στο σημείο η Μωντ να απειλεί με ένα μαχαίρι να κόψει τις φλέβες της ή τον πίνακα, ο Λάιονελ την αποτρέπει, σπάνε όλα τα αντικείμενα γύρω τους καθώς πέφτουν πάνω τους, αντικείμενα που έξυπνα έχουν επιλεγεί σκηνογραφικά (Όλγα Ντέντα) ως ιμιτασιόν έργων μεγάλων καλλιτεχνών.
Πού ξεκινά το ψέμα και πού αρχίζει η αλήθεια; Όχι μόνο στην τέχνη, αλλά και στην ίδια τη ζωή. Πώς ορίζεται η ευτυχία, όταν δεν μπορεί κάποιος να χειριστεί ένα παιδί, όταν δεν αποδέχεται αυτό το έργο τέχνης και το οδηγεί στην καταστροφή;
Κάθε τι αποκτά αξία ανάλογα με το σκηνικό μέσα στο οποίο υπάρχει.
Της αναφέρει το πείραμα της εφημερίδας Washington Post σε κάποιο σταθμό τραίνου. Ένας μεγάλος βιολιστής έπαιζε βιολί με μια θήκη μπροστά του για τα φιλοδωρήματα. Δεν είναι φανερό ότι είναι ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους βιολιστές στον κόσμο, ο Joshua Bell και το βιολί με το οποίο έπαιζε, ένα χειροποίητο πανάκριβο Stradivarius, φτιαγμένο το 1713 από τον Αntonio Stradivari. Ο βιολιστής ερμηνεύει κλασικά γνωστά έργα. Δίνει δε τον καλύτερό του εαυτό με μια εξαιρετική ερμηνεία για τους ανυποψίαστους περαστικούς που δεν είχαν τον χρόνο, όχι μόνο να τον αφιερώσουν στον παγκοσμίου φήμης βιολιστή αλλά ούτε καν να σκεφτούν τίποτε άλλο πέρα από το να πάνε γρήγορα στη δουλειά τους. Τα λεφτά που συγκεντρώνει ελάχιστα σε αντίθεση με την επαγγελματική του παρουσία του βιολιστή ο οποίος γεμίζει μουσικές συμφωνικές σκηνές με πανάκριβο εισιτήριο με τους θεατές να παρακολουθούν όρθιοι, κατανυκτικά, σχεδόν χωρίς ανάσα την ερμηνεία του.
Παρ’όλα αυτά υπάρχει ο αντίλογος της περίπτωσης της Τέρι Χόρτον, μιας αμόρφωτης 73χρονης συνταξιούχου οδηγού νταλίκας, που αγόρασε έναν πίνακα από ένα μαγαζί με φθηνά αντικείμενα. Ο ζωγράφος του πίνακα ήταν ο αινιγματικός Τζάκσον Πόλοκ, γεγονός που έκανε τον πίνακα ανεκτίμητο.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας πίνακας του διχάζει, όποτε η Μωντ θα φωνάξει στο τέλος: «Δεν το βάζω κάτω! Αυτός ο πίνακας είναι αληθινός!». Πολλές καταγραφές στο υποσυνείδητο σχηματοποιούνται μέσω της τέχνης και συγκεκριμένα μέσα από έναν πίνακα. Είναι ίδιον της τέχνης να κινητοποιεί τις παρορμήσεις του ασυνείδητου. Στην απόδοση όλων αυτών συνέβαλλε και ο φωτισμός της Κατερίνας Μαραγκουδάκη. Η Μωντ μόνη στο σπίτι , το παραλήρημα του Λάιονελ, ο φωτισμός του πίνακα σε διάφορες στιγμές, ο φωτισμός της εξόδου-διεξόδου.
Εξαιρετικές ερμηνείες της Ράνιας Σχίζα και του Νίκου Παντελίδη, με βαθιά επεξεργασία ενός κειμένου, που εν πρώτοις φαίνεται ελαφρύ όμως θέτει μεγάλα ζητήματα σχετικά με την αυθεντικότητα, των έργων τέχνης, των ανθρώπων, της ίδιας της ζωής. Η σκηνοθεσία του Λεωνίδα Παπαδόπουλου, με σωστό συντονισμό της ανάλαφρης Μωντ, με το βαρύ όμως παρελθόν, και του τελειομανή και ψυχαναγκαστικού, βαθιά δυστυχισμένου Λάιονελ.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ