Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
“Εκτός από το γνωστό και το άγνωστο, τι άλλο υπάρχει;”
Χάρολντ Πίντερ
Αυτή η ρήση του Πίντερ είναι ακριβώς ο «Εραστής». Ένα παιχνίδι με ιστορίες που είναι γνωστές ή άγνωστες στους δυο ήρωες, ιστορίες που κατασκευάζουν για να κερδίσουν το ενδιαφέρον ο ένας του άλλου, για να τον πειράξουν, να τον πληγώσουν, να αποκτήσουν κυριαρχία πάνω του. Θα μπορούσε να το παρομοιάσει κανείς με έναν αγώνα πινγκ – πονγκ, τον οποίο όμως επισκιάζει μια αίσθηση απειλής. Νιώθει ο θεατής μια υποβόσκουσα πανταχού παρούσα υπονομευτική διάθεση.
Ένα ζευγάρι, νέων και όμορφων ανθρώπων, μοιάζει κουρασμένο από το χρόνο, εξουθενωμένο από την συνήθεια, την καθημερινότητα και την αστική καθηλωτική σύμβαση και υποκρισία παίζοντας ένα παιχνίδι μεταξύ τους με κάποιον εραστή, που υποτίθεται ότι επισκέπτεται τη σύζυγο όταν λείπει ο σύζυγός της και με μια ερωμένη που διατηρεί ο σύζυγος, ερωμένη με την οποία δεν έχει ψυχική ταύτιση και επικοινωνία. Εκείνη, η Σάρα, τον ρωτά αν η «πόρνη» του είναι έξυπνη, επιχειρώντας μια μικρή σκηνή ζηλοτυπίας, για να της απαντήσει εκείνος ότι δεν ασχολείται με την παρουσία της γυναίκας αυτής, καθώς το μόνο στο οποίο ειδικεύεται είναι «η τέχνη της ηδονής».
Οι εκφράσεις του προσώπου και οι μορφασμοί παίζουν το ρόλο τους και είναι άκρως δηλωτικοί για την κατάσταση των ανθρώπων αυτών, που είναι φανερό ότι έχουν περιέλθει σε τέλμα.
Ο Ρίτσαρντ και η Σάρα είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει απομονωμένο σ’ ένα καλόγουστο σπίτι σε προάστιο. Ο άνδρας εργάζεται ως οικονομικός σύμβουλος, ασχολείται με νούμερα και ισολογισμούς, και η γυναίκα φροντίζει να δημιουργεί την ιδανική ατμόσφαιρα του σπιτιού, να είναι η άψογη οικοδέσποινα με τον πρωινό αποχαιρετισμό, την υποδοχή του άνδρα ύστερα απ’ τη συνηθισμένη κουραστική μέρα στη δουλειά, το γεύμα, τη χαλαρή συζήτηση, όπου ανταλλάσσουν τα νέα τους και μιλούν για τον εραστή της, ενώ εκείνη αντεπιτίθεται μιλώντας για τις ερωμένες του.
Η υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών απέδωσε την τεχνική του Πίντερ στα έργα του οποίου είναι ιδιαιτέρως γνωστή η άνεση που διέπει τους χαρακτήρες των ηρώων του όταν εκφράζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Οι ήρωές του μιλούν ακατάπαυστα θέλοντας να καλύψουν την κενότητά τους, την απελπισία της μοναξιάς τους. Κάνουν ανιαρές συζητήσεις, ο σύζυγος ρωτά «αν την επισκέφτηκε ο εραστής της και αν είχε ένα ευχάριστο απόγευμα», εκείνη του προτείνει ένα κρύο φαγητό μιας και δεν είχε χρόνο να μαγειρέψει. «Δεν με ξέχασες εντελώς; - Όχι σε καμιά περίπτωση, πώς θα μπορούσα αφού είμαι στο σπίτι σου!» Ένας απλώς διάλογος που αποκαλύπτει την απόλυτη εγκατάλειψη και απομάκρυνση κι ας μένουν μαζί και ας είναι ευγενικοί μεταξύ τους.
Είναι πλάτη-πλάτη καθισμένοι σε δυο καρέκλες. Αποξένωση. Η Σάρα λιμάρει τα νύχια της, ενώ ο Ρίτσαρντ διαβάζει ένα βιβλίο. Ο ένας προσπαθεί να πληγώσει τον άλλο. Εκείνη τον ρωτά αν όταν είναι με την ερωμένη του, την σκέφτεται καθόλου. Αυτός ανταπαντά ότι μιλάνε για εκείνη πολλές φορές, καθώς αυτό διασκεδάζει την ερωμένη του. Ο υπαινιγμός για την άσκηση εσωτερικής βίας, μέσα σε πολλές σχέσεις, όπου ο ένας αποσπά και απολαμβάνει τα «αγαθά» ενός άλλου. Η γυναίκα το αντιπαρέρχεται και του προτείνει να βρεθούν κάποτε όλοι μαζί.
Μπαίνουν πάντα σε κάποιο ρόλο, καθώς μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα στους ρόλους τους, φαντασιώνονται ρόλους και καταστάσεις για να δημιουργήσουν το λόγο της ύπαρξής στους.
Η Χρύσα Κοτταράκου και ο Κωνσταντίνος Παράσης με την λιτότητα των κινήσεων και την εστιασμένη σκηνοθεσία της Λένας Φιλίπποβα απέδωσαν το χάος του σύγχρονου ζευγαριού, χαμένου μέσα σε μια άθλια καθημερινότητα, που τους έχει φορέσει ρόλους ορίζοντας ακόμα και την ανατροπή τους, καταργώντας την οποιαδήποτε αναίρεση ή ακόμα και βελτίωση της απελπιστικής τους μοναξιάς.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ