Ο Michael Billington έκανε μία σύντομη αλλά και περιεκτική περιήγηση στην αθηναϊκή θεατρική σκηνή, γράφοντας ένα εκτενές αφιέρωμα για λογαριασμό του βρετανικού Guardian.
«Μετά από μια τριήμερη επίσκεψη, θα ήταν αλαζονικό να κάνω μια αξιολόγηση του αθηναϊκού θεάτρου, αλλά σε αυτό το μικρό διάστημα παρακολούθησα πέντε παραστάσεις, συνάντησα αρκετούς καλλιτέχνες και έμαθα πολλά», γράφει.
«Η πρώτη μου εντύπωση ήταν πως η Αθήνα είναι κέντρο θεατρικής δραστηριότητας: περίπου 1.500 παραγωγές κάθε χρόνο που καλύπτουν τα πάντα, από Αισχύλο και Σοφοκλή μέχρι Πίντερ και Άλμπι. Τα μιούζικαλ αντίθετα είναι σχετικά σπάνια και τα νέα έργα, αν και άφθονα, δεν συνοδεύονται από την υποδομή που θα τα αναδείκνυε. Η Αθήνα είχε κάποτε το αντίστοιχο κτίριο του Royal Court στο Λονδίνο, αλλά πλέον λειτουργεί ως σούπερ μάρκετ.»
Αυτό είναι σημαντικό γιατί το ζήτημα των χρημάτων είναι αναπόφευκτο στην Αθήνα. Η Ελλάδα πέρασε μια οικονομική κρίση από το 2009 έως το 2019 που καταγράφηκε λεπτομερώς. Παραδόξως, η δεκαετία που χαρακτηρίστηκε ως ελεγχόμενη καταστροφή συνέπεσε με μία «έκρηξη» στα θέατρα, ακόμα και αν οι ηθοποιοί δεν πληρώνονταν πάντα. Μπορείς να καταλάβεις τις συνέπειες στο παρόν, στα περιορισμένα κονδύλια και στις χαμηλές τιμές των εισιτηρίων.»
Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, το οποίο ανεβάζει 15 παραγωγές ετησίως σε πέντε θέατρα. Επιδοτείται κάθε χρόνο με 6 εκατομμύρια ευρώ, ο ανώτατος μισθός των ηθοποιών είναι 1.200 ευρώ τον μήνα, αλλά το ακριβότερο εισιτήριο είναι μόλις 25 ευρώ. Για τα αθηναϊκά δεδομένα ωστόσο, το Εθνικό Θέατρο είναι μια χαρά. Όπου και αν πήγα, συνάντησα καλλιτέχνες που δούλευαν για «ψίχουλα» παρότι έπαιζαν σε γεμάτα θέατρα.»
Από που να ξεκινήσει κανείς σε μια τόσο υπερδραστήρια σκηνή; Η πρώτη μου στάση ήταν στο θέατρο Άττις, όπου δέκα χρόνια νωρίτερα είχα παρακολουθήσει μια εκπληκτική παράσταση, το Alarme, για την αλληλογραφία μεταξύ της Ελισάβετ Α' και της Μαρίας Α', βασίλισσας της Σκωτίας, του σκηνοθέτη Θεόδωρου Τερζόπουλου. Σε αυτή την επίσκεψη είδα την προσαρμογή του A Doll's House, με τον τίτλο Νόρα. Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτός ο σπουδαίος 75χρονος συγγραφέας είναι αναγνωρισμένος στην Ρωσία, στην Κίνα, στη Γερμανία και στις ΗΠΑ αλλά άγνωστος στη Βρετανία.»
Όταν τον ρώτησα γιατί η δουλειά του δεν ταξίδεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, μου απάντησε ότι δεν του ζητήθηκε ποτέ. Αν έπρεπε να περιγράψω το ύφος του, θα ήταν αυτό του τελετουργικού μινιμαλισμού. Επηρεασμένος από το Bauhaus και έχοντας δουλέψει στο Βερολίνο, μεταφέρει την ουσία του κειμένου στον λόγο και στην κίνηση. Στη Νόρα, μειώνει το έργο του Ίψεν στα 70 λεπτά και σε τρεις μόνο χαρακτήρες: την ηρωίδα που είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο άνδρες, στον Τόρβαλντ και στον εκβιαστή Κρόγκσταντ.»
Ο Τερζόπουλος περιγράφει το έργο ως μία μάχη μεταξύ «του τρομαγμένου εγώ και του πνιγμένου αληθινού εαυτού» και αυτή είναι η ουσιώδης σύγκρουση που ενσωματώνεται ευφυέστατα στο πρόσωπο της Σοφίας Χιλλ, που παίζει με κάθε «ίνα της ύπαρξής της». Μια σύζυγος - κούκλα του Ίψεν, ούρλιαξε στα αγγλικα «Σαμπουάν για μενα! Κοντίσιονερ για μένα!», σύμβολο του υλισμού της. Στο τέλος, ξεφεύγει από τον Τόρβαλντ και τον Κρόγκσταντ - που σε διάφορες φάσεις γραπώνουν το κορμί της - καθώς σέρνεται στη σκηνή και βουτά με το κεφάλι από την άκρη της.»
Αυτή ήταν η Νόρα της οποίας η μπουρζουαζίδικη επιφάνεια απέκρυπτε κάτι άγριο και βαθιά σεξουαλικό. Όταν είδα την Χιλλ να παίζει την Ελίζαμπεθ Α' στο Alarme, επένδυσε στον χαρακτήρα την ίδια φυσικότητα του κορμιού, γλιστρώντας πάνω στην σκηνή σαν επιθετικό φίδι. Για τον δυναμισμό αυτού του ρόλου και της Νόρας, θα έλεγα ότι η Χιλλ είναι μία από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς του κόσμου - φανταστείτε έναν θηλυκό Billie Whitelaw – της αξίζει να την γνωρίζουν πολύ πέρα από την Ελλάδα».»
Δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ στην Αθήνα για να εντοπίσεις την επιρροή του Τερζόπουλου. Απέναντι από το θέατρό του είναι ο μικρός, νέος χώρος του Άττις, όπου ένας από τους πρώην ηθοποιούς του, ο Σάββας Στρούμπος με προσκάλεσε να δω την πρόβα της καινούργιας του παραγωγής «Ευτυχισμένες Μέρες». Νόμιζα ότι είχα δει κάθε πιθανή παραλλαγή Μπέκετ, αλλά κάτι παρόμοιο δεν είχα ξαναδεί ποτέ: ένα μείγμα μουσικής παράτασης και καλλιτεχνικού installation, όπου η Winnie δεν ήταν θαμμένη στη γη αλλά καθόταν σε μία λευκή καρέκλα με την εικόνα ενός κρεμάμενου πιστολιού.
Τα λόγια είναι του Μπέκετ αλλά απαγγέλλονται σωστά από την Αννέζα Παπαδοπούλου ως Winnie, που συνοδεύεται από το ορατό άλτερ έγκο στη μορφή της Έλλης Ιγγλίζ. Ο Μπέκετ αποτυπώνεται με καθηλωτικό/τρομακτικό τρόπο αλλά μου έκαναν εντύπωση οι συνθήκες της παραγωγής. Ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί δουλεύουν από τον Σεπτέμβριο και ο ελάχιστος προϋπολογισμός ήταν μόλις 18.000 ευρώ. Ένα θέατρο αφιερωμένο στον περφεξιονισμό.»
Η Αθήνα αποτελεί θέατρο βίαιων αντιθέσεων. Μια νύχτα, πήγα σε μια αραιοκατοικημένη περιοχή γεμάτη αποθήκες, όπου ένα παλιό μαγαζί μηχανών έχει μετατραπεί σε θέατρο που διαχειρίζεται το Cartel Artspace. Ο συνιδρυτής, Βασίλης Μπισμπίκης, είναι ηθοποιός - σκηνοθέτης που περιγράφει τον εαυτό του ως «επίδοξο αναρχικό». Μπαίνοντας στον χώρο, αμέσως θυμήθηκα το Théâtre du Soleil της Ariane Mnouchkine στο Παρίσι και δεν εξεπλάγην όταν έμαθα ότι αποτέλεσε παράδειγμα για τον Μπισμπίκη. Αυτό που επίσης με εντυπωσίασε είναι πως το Cartel, μια αυθεντικά συλλογική δουλειά σε ένα απομακρυσμένο μέρος των Αθηνών, προσελκύει ευκατάστατο, μοδάτο κοινό.
Η παράσταση που είδα ήταν μια μεταφορά του «Άνθρωποι και Ποντίκια» του Στάινμπεκ με φόντο τη σύγχρονη Αθήνα όπου ο Τζορτζ και ο Λένι (τα «ισοδύναμά τους») εργάζονται σε ένα σμπαραλιασμένο εργοστάσιο που οι εργάτες μένουν σε απομονωμένα κελιά. Αυτό ήταν θέατρο αντικαπιταλιστικής διαμαρτυρίας με στιλ ωμής σεξουαλικότητας και βίας. Η Νικολέτα Κοτσαηλίδου, ως σύντροφος του ιδιοκτήτη του εργοστασίου, με στενό σορτς και σκισμένο καλσόν, παρείχε μια μόνιμη πρόκληση για τη μάταιη λαγνεία των εργατών, πριν στραγγαλιστεί από τον Έλληνα Λένι. Κι όταν ένας από τους εργάτες προσβάλλει έναν μετανάστη υπάλληλο, οι συνάδελφοί του εκδικούνται χτυπώντας τον βάναυσα.
Καθισμένος στην πρώτη σειρά, κάποιος νιώθει τον μόνιμο κίνδυνο από τις γροθιές που τινάζονται και τα κορμιά που συγκρούονται. Αλλά στην καρδιά της παράστασης είναι η σφυρηλατημένη φιλία του Μπισμπίκη, ως προστάτη και του Δημήτρη Δρόσου στον ρόλο του θλιμμένου Λένι. Ήταν μία παραγωγή ανεξάντλητης φυσικής δύναμης που έχει ήδη ανέβει 170 φορές. Ξανά, εντυπωσιάστηκα από το πόσα πολλά επιτυγχάνονται στην Αθήνα για ένα οικτρό ποσό: το κεφάλαιο του πρότζεκτ ήταν 15.000 ευρώ και η τιμή του εισιτηρίου είναι στα 12 ευρώ.
Μπορείτε, φυσικά, να βρείτε και εμπορικό θέατρο. Πρόλαβα το Δείπνο Ηλιθίων, μια εκδοχή του γαλλικού θεατρικού έργο και της ταινίας Le Dîner de Cons, φέτος στην τέταρτη χρονιά του. Αλλά ακόμα και εδώ, ο παραγωγός, σκηνοθέτης και συμπρωταγωνιστής Σπύρος Παπαδόπουλος, μου είπε ότι το 75% των εσόδων της παράστασης πάει σε φόρους στην κυβέρνηση.
Είδα επίσης μια νέα παραγωγή του Μάκβεθ, στο Εθνικό Θέατρο, όπου ο επικεφαλής Δημήτρης Λιγνάδης σκηνοθετεί και παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν ένα καλό παράδειγμα του Σαίξπηρ: η έμφαση δόθηκε στον αδιάρρηκτο δεσμό μεταξύ των Μάκβεθ, με τις περιστασιακές, σουρεαλιστικές πινελιές καθώς το ζεύγος κάθεται στους θρόνους που εξέχουν από έναν αιματοβαμμένο τοίχο. Ο Λιγνάδης, που κληρονόμησε χρέος ενός εκατομμυρίου ευρώ όταν ανέλαβε την επιχείρηση τον περασμένο Σεπτέμβριο, μου είπε πικρά: «Αισθάνομαι σα να τρέχω, σε μικρότερη κλίμακα, την ελληνική κυβέρνηση».
Το θέατρο στην Αθήνα ξεκάθαρα πρέπει να επιβιώσει σε έναν κόσμο μετά κρίσης. Όμως όπου και αν πήγα, συνοδευόμενος από την ανεκτίμητη οδηγό μου, Ιωάννα Μπλάτσου, ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών - εξεπλάγην από την δημιουργική ενέργεια που τροφοδοτείται με ελάχιστους πόρους. Ενώ τα καινούργια έργα μπορεί να παλεύουν για να γίνουν γνωστά, μου είπαν για έναν δραματοποιό, τον Γιάννη Τσίρο, που φέρνει στην επιφάνεια ερωτήματα για την ελληνική ταυτότητα, την κατάσταση με το προσφυγικό και το σεξ τράφικινγκ.
Παρότι η Ελλάδα, όπου ο μέσος μισθός είναι περίπου 800 ευρώ, εξακολουθεί να παλεύει με οικονομικές δυσχέρειες, το θέατρο προσφέρει ανακούφιση, αναδημιουργία και, ορισμένες φορές, γίνεται «όχημα» διαμαρτυρίας. Το αθηναϊκό θέατρο, κυριαρχημένο από άνδρες παραγωγούς - σκηνοθέτες, μπορεί να μην είναι τέλειο, αλλά δείχνει πως μικρά θαύματα μπορούν να επιτευχθούν με ελάχιστα χρήματα και ότι οι θεατές διατηρούν την ακόρεστη όρεξή τους για θέατρο.
Πηγή: Guardian