Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η παράσταση αυτή που σχεδίασε ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης, με βοηθό του τον Νικόλα Ιωακειμίδη, αποτελεί μια διαφορετική ανάγνωση πάνω στο αριστούργημα του Ευριπίδη. Με σκηνικό μια παιδική χαρά, παρακολουθούμε μια άλλη προσέγγιση του αρχαίου δράματος. Παγκάκια, τσουλήθρα, «γύρω-γύρω όλοι», αλογάκι, ο σαλός, σαν το Σαρλώ με ένα κόκκινο μπαλόνι, ο εργάτης με το καροτσάκι με τα μπάζα, ο άστεγος που κοιμάται στο παγκάκι, η κυρία που πλέκει σε ένα άλλο παγκάκι και όλη αυτή η καθημερινότητα, αυτή η τρέλα, ο διονυσιασμός, ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση.
Ο Διόνυσος (Γιώργος Κοψιδάς) δείχνει πόσο μεγάλος ηθοποιός είναι. Γεννιέται γυμνός πάνω στη σκηνή, παίρνει ρούχα από την κυρία που πλέκει στο παγκάκι και τα φορά, επίσης και από τον άστεγο (Κώστας Λάσκος ) πιο πέρα. Ντύνεται με τα ταπεινά ρούχα των φτωχών. Ο Διόνυσος ενημερώνει ότι άλλαξε τη θεϊκή του μορφή για να έρθει εδώ στη γη των Θηβαίων, για να υπερασπιστεί τη μητέρα του Σεμέλη και να φανερώσει τη θεότητά του.
Ο μύθος θέλει τον θεό Διόνυσο να φθάνει με ανθρώπινη μορφή στη Θήβα, πατρίδα της μητέρας του Σεμέλης. Εκεί τον λατρεύουν ήδη κάποιες γυναίκες. Ο εξάδελφός του Πενθέας, γιος της Αγαύης που ασκεί την εξουσία στην πόλη, προσπαθεί να διώξει τη νεόφερτη λατρεία, καταδιώκοντας τις μεταμορφωμένες από το θεό σε μαινάδες γυναίκες της Θήβας και συλλαμβάνοντας τον «μυστηριώδη ξένο» ως λάγνο διαφθορέα τους.
Η απόφασή του να μεταμφιεστεί σε γυναίκα για να κατασκοπεύσει τις μαινάδες σε ώρα έκστασης στον Κιθαιρώνα αποβαίνει μοιραία για εκείνον, αφού τον αντιλαμβάνονται και τον διαμελίζουν, κυρίως η μητέρα, που επιστρέφει στη Θήβα κρατώντας το κεφάλι του και νομίζοντας ότι έχει σφάξει ένα λιοντάρι.
Μια παραμελημένη παιδική χαρά, ο χώρος που εκτυλίσσεται η τραγωδία. Η εμφάνιση του Διονύσου δίνει μιαν άλλη μορφή στο χώρο και προσδίδει μιαν μυστηριακή δυναμική σε ήρωες και ακόμα και στα αντικείμενα. Ο ίδιος ο χώρος εξαρχής κινητοποιεί διαφορετικά τον θεατή.
Το σόου είναι αυτό του Διονύσου. Ντύνεται, μεταμορφώνεται, αποκτά υπόσταση επί της σκηνής. Καλεί τον θιάσό του, τις Βάκχες (τη Μυρτώ Αλικάκη, τη Μαρίζα Τσάρη, τη Γωγώ Καρτσάνα, την Ηλέκτρα Σαρρή, την Ξένια Ντάνια, τη Δέσποινα Μαρία Μαρτσέκη) γυναίκες με άσπρο κοστούμι και κόκκινα μπαλόνια στο στήθος, δημιουργώντας ένα μπουφόνικο, ερωτικό - σεξουαλικό υπονοούμενο. Οι γυναίκες που τον λατρεύουν κάθονται στο μύλο, που είναι σαν τον τροχό της τύχης, σαν το χρόνο που περνά ενώ τον γυρνά ένα κοριτσάκι, η αθώα ψυχή του Διονύσου, η βαθιά ανάγκη του ανθρώπου για καθαρότητα συναισθημάτων και όνειρα. Οι μαινάδες ήρθαν να ψάλλουν τον ύμνο στον Διόνυσο και πλέκουν τα μαλλιά τους με φίδια. Ωραία κίνηση και φωνές. Αλαλάζουν οπερατικά. Εκπληκτικός ο χορός, εξαιρετική η Μυρτώ Αλικάκη.
Ο Κάδμος(Δημήτρης Ήμελλος) και ο Τειρεσίας (Νίκος Καρδώνης ) νεάζουν, αλλά με δυσκολία λόγω της ηλικίας τους. Ο Τειρεσίας τρώει την μπανάνα του και πλάτη- πλάτη με τον Κάδμο υποδέχονται τον Διόνυσο που εμφανίζεται ψηλά από την τσουλήθρα και δηλώνει ότι θέλει να τιμωρήσει αυτούς που αρνούνται ότι η μητέρα του η Σεμέλη πλάγιασε με τον Δία. Τώρα ο γιος της, ο Διόνυσος, είναι και αυτός θεός και φέρνει στους ανθρώπους τη δική του λατρεία. Σα νικητής μεταμορφώνεται σε κονφερανσιέ, το θέαμα γίνεται κάπως μιούζικαλ και διασκεδάζει στους υπηκόους του.
Η μπανάνα, το γλειφιτζούρι, οι επιτονισμοί, η κίνηση, τα μπαλόνια που απελευθερώνονται στον ουρανό όλα παρουσιάζουν ένα νέο παιχνίδι, μια ωραία κλοουνερί. Ένας τυμπανιστής (Άρης Καλλέργης) με την μελετημένη κίνησή του εισάγει τον θεατή σε ένα θέαμα, σε κάποιο τσίρκο ίσως και θέτει επιτυχώς τους όρους μιας νέας συνθήκης. Ο Τειρεσίας και ο Κάδμος παρά τα άσπρα τους μαλλιά χορεύουν μαζί. Κυκλοφορεί ένα καπέλο που όποιος το φορά βακχεύει. Ο εξοργισμένος Πενθέας (Στάθης Κόικας) μιλά για την άθλια βακχία που απειλεί τη Θήβα. Υπέροχος ο ηθοποιός στο ρόλο του αμετανόητου και ισχυρογνώμονα Πενθέα. Οποιαδήποτε μονομανία και μεροληψία είναι άρνηση της πρισματικής σκέψης και τιμωρείται. Ο Τειρεσίας προμηνύει το τέλος λέγοντας στον Κάδμο ότι ο Πενθέας θα φέρει στο σπίτι του το πένθος. Όντως από σκληροπυρηνικός διώκτης του Διονύσου,ο Πενθέας μεταμορφώνεται σε μαινάδα, για να αποτελέσει σφάγιο προς τιμή του θεού.
Καταπληκτική μουσική του Στέφανου Κορκολή. Ακολουθεί την άποψη του σκηνοθέτη. Διδακτικό το αφελές εκείνο , παιδικό τραγούδι, «όποιος κυνηγά τα μεγάλα, χάνει τα καθημερινά». Ο Β΄ Άγγελος (Μανώλης Μαυροματάκης) σαν τον τρελό, γυρνά γύρω-γύρω με τα μπαλόνια του. Προκαλεί βροχή πάνω σε αυτοσχέδιες ομπρέλες, εμφανίζεται ένας βασιλιάς των κάδων σκουπιδιών και ένας θρόνος που είναι καροτσάκι οικοδομής.
Ο φύλακας του Διονύσου όταν τον φυλακίζει ο Πενθέας, αυτός ο κακός κλόουν με τη μάσκα του να θυμίζει «το κουρδιστό πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, χτυπά με το ρόπαλο τον Διόνυσο, κάτι που δεν πτοεί τον θεό, ο οποίος πιο πολύ θίγεται από τη στέρηση του αγαθού της ελευθερίας, της έκφρασης, της φαντασίας, του παιχνιδιού, της ανατροπής. Στο τέλος η συνεχής προσπάθεια του Δημήτρη Ήμελλου να ανέβει την τσουλήθρα ανάποδα και η διαρκής σισύφεια διολίσθησή του υπαινίσσεται ίσως αυτή την τιτάνια προσπάθεια του ανθρώπου για να υπερβεί τον εαυτό του μέσα από την εργασία και πάντα να απομυθοποιείται, να ακυρώνεται και να ξεκινά από το μηδέν.
Ο μοντέρνος καπιταλιστικός τρόπος ζωής ευνουχίζει τον άνθρωπο, του στερεί την παιδική ανεμελιά, την πεμπτουσία της παιδικής χαράς και αθωότητας, τον αλλοιώνει, τον κάνει να αρνείται οποιαδήποτε βακχία, έξαλλη χαρά, ή ξεφάντωμα. Ό,τι περίπου συμβαίνει τώρα στην παρούσα φάση, με τον περιορισμό από την απειλή του κορωνοϊού.
Ο παραληρηματικός μονόλογος της Ρούλας Πατεράκη είναι ενδεικτικός για το αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί ο σύγχρονος άνθρωπος. «Πάρε με Σούπερμάν μου, εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα γυνή, προσπίπτω στους ωραίους μηρούς σου. Δεν αντέχω τους θνητούς, είμαι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» Ενώ πλέκει, συνεχίζει «Τα καυσαέρια, η μόλυνση, η αυτόματη εργασία, μπλοκάρουν τις αισθήσεις μου […] Πάρε με μαζί σου, να παίξω στην αμερικάνικη παραγωγή σου με τους εκατομύριους κομπάρσους».
Ο Πενθέας πιάνεται στην παγίδα του Διονύσου, γελοιοποιείται. Ο Διόνυσος του λέει « Τώρα βλέπεις ό,τι έπρεπε να βλέπεις!» Πήρε την εκδίκησή του.
Εξαιρετική η Νίκη Σερέτη, στο ρόλο της Αγαύης, της τραγικής μητέρας του Πενθέα. Η φυσιογνωμία της παρέπεμπε σε έναν Τζόκερ , τιμωρό. Τιμωρό ακόμα και του εαυτού του. Σε ένθεη μανία περιγράφει τη σκηνή στον Κιθαιρώνα, όπου έχει δολοφονήσει το γιο της πιστεύοντας ότι έχει σκοτώσει ένα λιοντάρι και με τραγικά βήματα καταλήγει να αναγνωρίζει το κεφάλι του παιδιού της. Υπέροχη κίνηση, φωνή και συναίσθημα.
Ο Άστεγος αναφέρει τους στίχους του Σεφέρη « Τι είναι Θεός , τι μη Θεός και τι τ’ ανάμεσό τους;» Σε απόγνωση ο άνθρωπος αναζητούσε, αναζητά και θα αναζητά σωτηρία από μια θεία δύναμη έξω από αυτόν. Ο Ευριπίδης ωστόσο σχολιάζει ότι στην οργή τους οι θεοί δεν πρέπει να γίνονται ίδιοι με τους θνητούς.
Σουρρεαλιστικές παρουσίες ο Κρις Ραντάνοφ ως θεράπων, σαν τραγικός γελωτοποιός και ο Χριστόδουλος Στυλιανού ως Α’ Άγγελος.
Η μουσική του Στέφανου Κορκολή, σε απόλυτη αρμονία με την άποψη του σκηνοθέτη Χρήστου Σουγάρη και με την κίνηση της Στέφανι Τσάκωνα δημιούργησαν ένα ολοκληρωμένο με κοινό όραμα θέαμα. Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Αριστοτέλη Καρανάνου και της Αλεξάνδρας Σιάφκου, μοντέρνα με αιχμές και υπονοούμενα, πρωτότυπα, πάντα στο πλαίσιο μιας κλοουνερί. Ο φωτισμός του Γιάννη Δρακουλαράκου , με πολλές παραλλαγές, προβολείς και λάμπες συντέλεσαν αποτελεσματικά στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Μια παράσταση με άποψη, σύγχρονη και αιχμηρή, ένα κάλεσμα για εγρήγορση.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ