Από τον Ιωάννη Λάζιο
Το θέατρο είναι μαγικό. Έχει την ικανότητα να δίνει υλική υπόσταση στη φαντασία και να ταξιδεύει τους θεατές σ’ ένα ταξίδι αισθήσεων. Πρέπει να προσθέσω εδώ πως το θέατρο δεν είναι πάντα έτσι. Για να επιτευχθεί αυτή του η λειτουργία, πρέπει να συνεργήσουν διαφορετικές δυνάμεις. Κατά την γνώμη μου το θεμελιώδες είναι το κείμενο γιατί αυτό είναι η βάση πάνω στην οποία θα κτιστεί το δημιουργικό εποικοδόμημα. Όταν το κείμενο είναι “μαγικό”, όταν ο λόγος γίνεται φορέας αισθημάτων και εμπειριών, τότε η κατεύθυνση είναι σχεδόν βέβαιη: το εξαιρετικό! Δυστυχώς, στην κατεύθυνση αυτή, ο δημιουργός ακροβατεί με κίνδυνο την πλήρη συντριβή του. Λίγο υπερβολικός, και οι σκιές του θα κρύψουν τα νοήματα. Λίγο πιο συντηρητικός, και δεν θα μπορεί να υποστηρίξει ο ίδιος την καλλιτεχνική του παρουσία.
Όταν ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης στάθηκε απέναντι από τον Ντοστογιέφσκι μελετώντας τις Λευκές Νύχτες φαίνεται να αφουγκράσθηκε τις σκέψεις του μεγάλου συγγραφέα. Αυτό γίνεται αισθητό, καταρχάς, από τα πρόσωπα που ενσαρκώνουν τους ρόλους. Δύο διαφορετικές υποκριτικές προσεγγίσεις: ο ενστικτώδης και ο εγκεφαλικός ηθοποιός. Έτσι μοιρασμένοι και οι ρόλοι: έχουμε τον αυθόρμητο, χειμαρρώδη, ονειροπόλο, απρόσωπο, ανώνυμο, χωρίς ιστορία να συνοδεύει το παρελθόν του, και με στοιχεία σχεδόν εκστατικά, ο οποίος δεν μπορεί να σκεφτεί. Ο σκοπός του είναι να αισθάνεται. Υπάρχει μέσω των αισθήσεων. Βλέπει και ακούει τα πάντα και με τις αισθήσεις του δημιουργεί τον κόσμο του.
Από την άλλη έχουμε την Νάστιενκα. Έχει όνομα, ιστορία, παρελθόν. Έχει να μας διηγηθεί τις σκέψεις της και η φαντασία της την συντροφεύει. Δεν είναι άλλη από τον οργανωμένο άνθρωπο. Τον μέσο άνθρωπο, που υπολογίζει την ζωή του, την μετρά και την ορίζει. Αυτοί οι δύο διαφορετικοί χαρακτήρες, λοιπόν, αφομοιώνονται ικανοποιητικά στα πρόσωπα του Κωνσταντίνου Ασπιώτη και της Αλεξάνδρας Αϊδίνη. Οι ερμηνείες τους ακολουθούν τους ρόλους. Αυθόρμητος, γοητευτικός, πηγαίος και εύπλαστος ο πρώτος. Μετρημένη, υπολογισμένη και εγκεφαλικά ελεγχόμενη η δεύτερη. Ένας άλλος λόγος είναι η μουσική επιλογή του σκηνοθέτη. Δημιουργεί ατμόσφαιρα. Γεμίζει τα κενά χωρίς να χαλάει τις παύσεις και τη σιωπή. Αυτό έχει μια σπουδαιότητα από μόνο του. Ενισχύεται από το μίνιμαλ σκηνικό. Πάλι ευφυώς! Ένα παγκάκι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Σχεδόν ανύπαρκτο. Ένα σημείο συνάντησης. Αφαιρώντας οπτική επικεντρώθηκε στην ακοή, που μας έδωσε την δυνατότητα να απολαύσουμε τον ποιητικό λόγο του Ντοστογιέφσκι. Έναν ύμνο στον πλατωνικό έρωτα.
Το σκηνικό που επιμελήθηκε η Ζωή Μολυβδά - Φαμέλη ισορροπεί τις προσλαμβάνουσες μας και δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει καμία ατμόσφαιρα χωρίς τους φωτισμούς, που επιμελήθηκε η ίδια. Το ίδιο ισχύει και με τα συμπαθητικά κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη. Μοναδική επισήμανση προς τους ηθοποιούς είναι το χτύπημα των χεριών όταν βρίσκονται σε υπερένταση και το υπερβολικό άνοιγμα των εκφραστικότατων ματιών του Κωνσταντίνου Ασπιώτη. Επίσης, ο σκηνοθέτης με προβλημάτισε ως προς το γενικό μήνυμα που προβάλλει. Ίσως η προσέγγισή του αποκλίνει από τον συγγραφέα στο κομμάτι της δικαιολόγησης της συμπεριφοράς της Νάστιενκα. Η παρουσίαση του ονειροπόλου, ως ένα άτομο ολίγον παλαβούτσικο και ασταθές, δε συνάβει με τον πυρήνα του έργου και το το κωμικό στοιχείο στο δημιουργικό μείγμα θα έπρεπε να είναι, ίσως, λίγο λιγότερο.
Σε κάθε περίπτωση, η παράσταση Λευκές Νύχτες στο Θέατρο Άνεσις - Μικρή Σκηνή, έχει τις προδιαγραφές να δημιουργήσει μαγεία. Τους σωστούς ηθοποιούς, επιμελημένη σκηνοθεσία και έναν μεγάλο συγγραφέα να αποδεικνύει ότι ανήκει στην ανθρωπότητα. Αυτό για τους αφελείς που πιστεύουν ότι μπορούν να φιμώσουν τους μεγάλους της Ρωσίας και σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό και το φοβούνται.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ