Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Το Θέατρο Χυτήριο – Σημείο Πολιτισμού στήνει μια υψηλών προδιαγραφών παραγωγή και ο Αλέξανδρος Κοέν επιστρέφει στη Λίλλιαν Χέλλμαν ύστερα από τους επιτυχημένους «Ψιθύρους» (Θέατρα Αθηνών και Δημήτρης Χορν).
Κεντρικό θέμα της Χέλλμαν παραμένουν οι οικογενειακές σχέσεις, οι οποίες επανέρχονται διαρκώς στα έργα της. Ωστόσο εδώ βασίζονται σ’ έναν ακραίο συναισθηματικό κανιβαλισμό. Δε μιλάμε πλέον γι’ αγάπη αλλά για κτητικότητα. Ο φόβος του θανάτου φέρνει κοντά τα πρόσωπα του έργου. Η συντροφικότητα δεν βασίζεται σε αισθήματα, αυτά είναι μόνο οι προφάσεις. Τα πρόσωπα του έργου ζουν τη ζωή τους με εγωισμό και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η επιβίωσή τους. Δεν επιδιώκουν να συντροφεύουν από αγάπη, αλλά γιατί φοβούνται την μοναξιά, τον θάνατο, την απώλεια.
Τα παιχνίδια στη σοφίτα είναι ένα έργο εμφανώς επηρεασμένο από τους Βρικόλακες του Ίψεν. Η οικογένεια θηλιά στο λαιμό του ατόμου. Ο ένας κρέμεται από τον άλλον και δεν του επιτρέπει να αναπνεύσει ελεύθερα, ούτε βέβαια να ενεργήσει ελεύθερα. Ανά πάσα στιγμή τον χειραγωγεί για να τον κυριεύσει.
Οι μεθοδεύσεις, οι ανησυχίες, πραγματικές ή πλαστές, τα βλέμματα, τα σφιγμένα χείλη των δυο αδελφών Άννας (Τζούλη Σούμα) και Κάρρυ (Θεοδώρα Σιάρκου)–, όλα μαρτυρούν τη διάλυση της θείας οικογένειας και την επιβίωση του εγωπαθούς ατόμου.
Στην αρχή, δύο άξονες στη σκηνή, δυο άτομα ,δυο γυναίκες , δυο αδελφές που η καθεμιά κοιτάζει αλλού, σα να αποφεύγει η μια το βλέμμα της άλλης. Εμφανής αντιπαλότητα, ή και απέχθεια, ή και ζήλεια, ή ακόμα σωστότερο μια σχέση μέσα από έναν καθρέφτη. Ή και όλα αυτά. Τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές. Πάντως και οι δυο έχουν τον ίδιο στόχο να διεκδικήσουν τον αδελφό τους .
Το περιβάλλον είναι το σπίτι των Μπέρνιερς στη Νέα Ορλεάνη, Οι δύο αδερφές, Άννα (Τζούλη Σούμα) και Κάρρυ (Θεοδώρα Σιάρκου)– θυσιάζουν τις προσωπικές τους επιθυμίες προκειμένου να φροντίσουν τον μικρότερο αδερφό τους, Τζούλιαν (Σόλων Τσούνης ), του οποίου τα όνειρα οδηγούν συνεχώς σε οικονομικές καταστροφές. Δείχνει και εκείνος ανώριμος να συνεχίσει δυναμικά και αποφασιστικά τη ζωή του, έτσι γίνεται εύκολα θήραμα των αδελφών του.
Οι ισορροπίες ανατρέπονται και τα πράγματα οδηγούνται σε χάος, όταν ο αδερφός επιστρέφει μια μέρα με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, ικανό να εξοφλήσει την υποθήκη του οικογενειακού σπιτιού, όπου ζουν, μοιραία μαζί, οι δύο ανύπαντρες αδελφές του, κουβαλώντας τις οικογενειακές μνήμες τους και τις τροχοπέδες του παρελθόντος. Βρίσκονται και οι δύο τους σε μια αρρωστημένη σχέση εξάρτησης από τον αδελφό τους. Υπάρχουν για αυτόν. Δείχνουν να απεχθάνονται το γεγονός ότι εκείνος τις έχει ανάγκη, όμως συνάμα καλλιεργούν τη σχέση εξάρτησης μαζί του, γιατί αυτή δίνει νόημα στη ζωή τους.
Επωδός τους η μόνιμη εμπλοκή τους στη ζωή του Τζούλιαν και της Λίλυ, (Μαριάννα Κιμούλη) της γυναίκας του, θύμα και αυτή ενός άρρωστου οικογενειακού περιβάλλοντος.
Φροντίζουν να συντηρούν τα βαρίδια του παρελθόντος. Επισκέπτονται τους νεκρούς γονείς τους κάθε τόσο στο νεκροταφείο. Βεβαιώνει η μια την άλλη ότι όλα στο νεκροταφείο είναι ήσυχα και η άλλη απελευθερωτικά απαντά ότι όταν φτάνει κάποιος σε αυτό το σημείο, παντού είναι ωραία.
Ονειρεύονται ταξίδια που δεν γίνονται ποτέ. Ψάχνουν στο χάρτη προορισμούς ανεκπλήρωτους, επιβεβαιώνοντας την ακινησία τους. Είναι έσωθεν εγκλωβισμένες, αμετακίνητες ατάραχες , ακλόνητες, αρτηριοσκληρωτικές.
Η νοσηρή οικογένεια προκύπτει και από τη σχέση της συναισθηματικά ασταθούς συζύγου του Τζούλιαν, της Λίλλυ, και της απόμακρης και αριστοκρατικής μητέρας της, Albertine (Γεωργία Μαυρογεώργη). H Albertine (Γεωργία Μαυρογεώργη) διαφυλάσσει την προσωπική της ζωή, παραμελώντας ή καλύτερα φροντίζοντας να απομακρύνει από αυτή την κόρη της. Είναι μια πλούσια, υπεροπτική αριστοκράτισσα χωρίς βαθιά αισθήματα ούτε και για το παιδί της.
Όλο αυτό το περιβάλλον έχει δημιουργήσει την συναισθηματικά μετέωρη κατάσταση της Λίλλυ.
Οι ηθοποιοί αποδίδουν με επιτυχία τις εκφάνσεις του ρόλου τους και παρασύρουν τον θεατή σε μια ατμόσφαιρα σχεδόν θρίλερ.
Είναι ξεκάθαρη η σκηνοθετική ματιά του Αλέξανδρου Κοέν, χωρίς επεμβάσεις στο κείμενο και με ανίχνευση των ρόλων σε βάθος. Φαίνεται ότι όλοι οι συνελεστές έχουν δουλέψει πολύ τον ρόλο τους για να καταλάβουν πως οδηγήθηκαν σε αυτή την καταστροφή, την συναισθηματική ισοπέδωση.
Το πνεύμα του σκηνοθέτη ακολουθούν τα Σκηνικά-κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ και οι Φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ