Από τον Ιωάννη Λάζιο
«Η κυρία Κλάιν», του Νίκολας Ράιτ, που παίζεται στο θέατρο Αργώ, είναι ένα ψυχογραφικό δράμα εμφανώς επηρεασμένο από την φροϋδική θεωρία. Το έργο βρίθει φροϋδικών ψυχολογικών αναφορών: οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ενοχικά σύνδρομα λόγω καταπιεσμένων παθών, αλλά και εκείνο της φαντασίωσης κυριαρχίας επί της πραγματικότητας, που χαρακτηρίζει ίσως περισσότερο από όλα τα άλλα την πρωταγωνίστρια Μέλανι Κλάιν. Με εξαιρετική συγγραφική μαεστρία, ο συγγραφέας μεταπλάθει τα υπαρκτά πρόσωπα της φημισμένης ψυχαναλύτριας Μέλανι Κλάιν και της κόρης της -επίσης ψυχαναλύτριας- Μελίτα σε ρόλους πλήρεις. Προσθέτει, ακόμη, έναν παρατηρητή στην αναδίπλωση του οικογενειακού αυτού δράματος, την Πώλα, η οποία είναι μια ευνοούμενη μαθήτρια της Μέλανι.
Το έργο στηρίζεται και εκτυλίσσεται στην βάση του ανταγωνισμού των δύο πρώτων προσώπων. Αφενός, στη σύγκρουση μητέρας και κόρης και αφετέρου στη σύγκρουση των διαφορετικών και ίσως ανταγωνιστικών ψυχαναλυτικών επιστημονικών προσεγγίσεων. Πιθανότατα ελλοχεύει και μια σκιώδης σύγκρουση: η κυρία Κλάιν εκπροσωπεί την κατεστημένη αντίληψη της ψυχανάλυσης και η κόρη της είναι φορέας του νέου. Η σύγκρουσή τους, διατρέχοντας όλο το έργο, οδηγεί σε μια σειρά αλληλοψυχαναλύσεων σκληρών και οδυνηρών για τα ίδια τα πρόσωπα, όσο και για τους θεατές. Ο λόγος είναι σύνθετος και γεμάτος νοήματα, αποδομεί και να αναδομεί εκ νέου την αντίληψη του κοινού τους για τις ανθρώπινες σχέσεις και κυρίως για την σχέση μάνας-παιδιού, η οποία παρουσιάζεται ως μια σχέση αγάπης-μίσους, δυνάστη-καταδυναστευόμενου, συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει και η θεωρία της Κλάιν.
Οι δύο αυτοί ρόλοι έχουν εντελώς διαφορετικές ανάγκες και διαφέρουν δομικά. Ο χαρακτήρας της Κλάιν χαρακτηρίζεται από την διάθεσή της για υπεροχή και εξουσία. Διατηρεί ένα προσωπείο ηρεμίας και ελέγχου, ως αποτέλεσμα της τυραννικής καταπίεσης του συναισθηματικού της κόσμου. Θύμα αυτής της συμπεριφοράς είναι η κόρη της, η οποία είναι ένα πληγωμένο πλάσμα, θύμα της ίδιας της της μητέρας, προϊόν μιας απάνθρωπης εκλογίκευσης και ερμηνείας της ψυχολογίας της.
Ως εκ τούτου, έχουμε την Αιμιλία Υψηλάντη στον ρόλο της κυρίας Κλάιν, να στέκει αγέρωχη, καταπιεστικά ήρεμη και απόκοσμα σκληρή σε όλη την διάρκεια του έργου, με ελάχιστες ρωγμές σε αυτό το τόσο καλά φτιαγμένο προσωπείο ελέγχου. Η κυρία Υψηλάντη κατάφερε, με την απόλυτα ελεγχόμενη ερμηνεία της, να ελέγξει το κοινό και να μεταφέρει την ατμόσφαιρα ηρεμίας σε όλη την πλατεία. Πέτυχε, επίσης, τον πιο απαιτητικό στόχο: να γίνει αντιπαθής χωρίς καμία προσπάθεια, να αναδείξει την σκληρότητα της Κλάιν στον μέγιστο βαθμό, μα φεύγοντας από το θέατρο να νιώθεις ευγνωμοσύνη που το κατάφερε. Από την άλλη μεριά έχουμε την Νατάσα Καλογρίδη, να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, με την πηγαία και ατόφια ερμηνεία της. Ενσαρκώνοντας την καταπιεσμένη και πληγωμένη κόρη σπάραξε σκηνικά, βούρκωσε και φανέρωσε μια μορφή ατόφιας ευαισθησίας που έχει μέσα της. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως βάδισε μετέωρη μεταξύ του απόλυτου και του υπερβολικού. Έπασχε στον μέγιστο βαθμό, βιώνοντας το δράμα της, και μας μετέφερε αθρόα τα συναισθήματά της. Τέλος, έχουμε την Σάρα Εσκενάζη, η οποία υπήρξε μια διεκπεραιωτική παρουσία, χωρίς εσωτερικότητα και με δυσκολίες στην μετάδοση του συγγραφικού μηνύματος. Βεβαίως, πρέπει να πούμε ότι ο ρόλος της είναι να γίνει «μάρτυρας» της σύγκρουσης των δύο γυναικών και ως εκ τούτου λίγα ήταν αυτά που μπορούσε να κάνει, μολαταύτα και αυτό το λίγο έχει περιθώρια βελτίωσης.
Την σκηνοθεσία της παράστασης υπογράφει η Χρύσα Καψούλη. Όπως είπαμε και προηγουμένως η παράσταση έχει δύο πόλους: την ηρεμία της Αιμιλίας Υψηλάντη -έστω και αν είναι φαινομενική- και την ταραγμένη Νατάσα Καλογρίδη. Η ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο πρόσωπα δίνει τον ρυθμό της παράστασης, ο οποίος είναι σχετικά αργός. Ωστόσο αν και αργός, είναι αναγκαίος για να αναδειχθούν και να αναπτυχθούν οι χαρακτήρες. Έτσι γίνεται απαιτητικότερη η δουλειά της Χρύσας Καψούλη, η οποία χρησιμοποιεί πολλά τρικ πλήρως αφομοιωμένα για να κινεί τους ήρωες, με ένα από αυτά να είναι η χρήση των ποτηριών που πηγαινοέρχονται συνεχώς. Επιπλέον, η χρήση καπνού και στροβοσκοπικών φώτων συνέβαλαν τα μέγιστα σκηνοθετικά, τουλάχιστον ως προς την δημιουργία της αναγκαίας ατμόσφαιρας.
Οι φωτισμοί της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη, χάρισαν ίσως την πιο δυνατή εικόνα της παράστασης, στην οποία τόσο η Αιμιλία Υψηλάντη, όσο και η Νατάσα Καλογρίδη, ερμήνευσαν με τις κινήσεις τους, με την δεύτερη να ξεχωρίζει για την εξαιρετική της κίνηση. Τα κοστούμια του Σπύρου Γκέκα ήταν όμορφα. Εκεί που θέλω να σταθώ είναι στη σκηνογραφία του Γιάννη Αρβανίτη, ο οποίος συνέθεσε ένα σκηνικό που αποτύπωνε το ψυχόδραμα του Ράιτ, και ιδιαίτερα την ψυχολογία της κυρίας Κλάιν. Υπήρχαν επίπεδα, κλειδωμένα ντουλάπια και ένα δάπεδο που άνοιγε όσο μεγάλωνε το χάσμα ανάμεσα σε μητέρα και κόρη.
Κοντολογίς, πρόκειται για ένα δύσκολο έργο. Δύσκολο για τους ηθοποιούς, που πρέπει να καταδυθούν στον εσωτερικό τους κόσμο για να μπορέσουν να ανασύρουν στην επιφάνεια ανομολόγητες αλήθειες της ανθρώπινης ψυχής. Αλλά δύσκολο είναι και για τους θεατές, που θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για μια ψυχολογική πορεία που απαιτεί την πνευματική τους εγρήγορση. Αν όμως καταφέρουν να κάμψουν τις δυσκολίες -αμφότεροι- τότε το αποτέλεσμα θα είναι να φύγουμε λίγο πιο πλούσιοι από το θέατρο.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ