Επιμέλεια: Μαργαρίτα Λιγνού
Η φετινή σεζόν θα σας βρει να πρωταγωνιστείτε στο εμβληματικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη « Η πόλη » πείτε μας λίγα λόγια για αυτή τη συνεργασία.
Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζομαι με τον Ένκε Φεζολλάρι και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό γιατί παραδόξως από τις πρώτες μια δυο φορές που βρεθήκαμε ήταν σα να γνωριζόμασταν πάρα πολύ καιρό, αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και για ένα ηθοποιό και για ένα σκηνοθέτη καθώς αποκτάνε ένα κώδικα πολύ γρήγορα οπότε περπατά και πιο γρήγορα η δουλειά. Επίσης με τη Βάνα Πεφάνη έχουμε ξαναπαίξει τέσσερις με πέντε φορές στο θέατρο, είναι και πιο προσωπική η σχέση μας, ήμασταν συμμαθητές στο πρώτο έτος στη σχολή, οπότε για μένα ήταν σα να γύρισα κάπου που ήταν σπίτι μου.
Το έργο πραγματεύεται τις σχέσεις των ανθρώπων και πόσο βίαιες μπορούν να γίνουν αναλόγως συνθηκών, συμβαίνει το ίδιο και στη καθημερινότητα μας;
Το φοβερό όλο με το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη είναι ότι ενώ είναι γραμμένο κοντά στη δεκαετία του ΄60 για μένα είναι όσο πιο σύγχρονο θα μπορούσε να είναι, είναι η πιο πιντερική της μορφή σε αυτό το έργο γιατί αφήνει το θεατή ελεύθερο να δει και να αποφασίσει και δεν τον καθοδηγεί στο να ξεκλειδώσει τους ρόλους, δίνοντας του, έτσι, τη δυνατότητα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και να ταυτιστεί με τον κάθε χαρακτήρα, όπως θέλει αυτός. Το έργο αυτό είναι απολύτως σημερινό, ειδικότερα τώρα που έχουμε περάσει και είμαστε περίπου στη μετά covid εποχή, όμως εγώ, προσωπικά, καθημερινά παρατηρώ ότι ο κόσμος είναι σε μια τρέλα είτε αυτό έχει σχέση με τον εγκλεισμό που είχαμε δυο χρόνια, είτε, νομίζω, με τα οικονομικά τα οποία περιμένουμε να περάσουν τα δύσκολα.
Πείτε μας για το ρόλο σας…
Ο Φωτογράφος… Εγώ τον αγάπησα πάρα πολύ αυτό το ρόλο, είχα και την τύχη να τον πάρω και στο δεύτερο εξάμηνο στη σχολή, και όταν μου έκανε τη πρόταση η Βάνα, έκανα πολύ μεγάλη χαρά, ένοιωσα πολύ ωραία. Ο φωτογράφος είναι η έννοια της μοναξιάς και του μοναχικού ανθρώπου και μου θυμίζει πάρα πολύ το τραγούδι του Παπάζογλου ‘Ο μονάχος ο άνθρωπος’. Από την ώρα που ξεκίνησα να διαβάζω το ρόλο είναι ακριβώς αυτό, κάνει τεραστία προσπάθεια να κοινωνικοποιηθεί και δε μπορεί να το καταφέρει με τίποτα, διότι δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα ζωντανό μέσα του, γι’ αυτό και γραπώνεται από τη προσπάθεια της Ελισάβετ να πάει το βράδυ να τους γνωρίσει…. Δηλαδή μέσα του δεν έχει τίποτα, μπορεί να ερωτευτεί ένα δέντρο το οποίο φύσηξε προς το μέρος του, ψάχνει να βρει κάπου να ξαναρχίσει τη ζωή του, είναι αυτός ο άνθρωπος που βρίσκεται στο όριο κάπου να ακουμπήσει και δε βρίσκει….
Τι είναι αυτό που καθορίζει την ποιότητα μιας παράστασης;
Εγώ νομίζω ότι η ποιότητα μιας παράστασης καθορίζεται πρώτα απ’ όλα από την ορθότητα που έχουν όλοι οι συνεργάτες, με την έννοια ότι μπορεί να φτιαχτεί σε μια παράσταση ένα σύνολο το οποίο συνεννοείται και μπορεί και επικοινωνεί, αυτό θεωρώ ότι είναι ό,τι πιο σημαντικό. Φυσικά παίζει πρωταρχικό λόγο και το κείμενο, δε μπορείς να έχεις μια καλή παράσταση χωρίς να έχεις ένα καλό κείμενο είτε αυτό είναι αυτοσχεδιασμός είτε είναι οτιδήποτε δε το βάζω σε στενά όρια, καλό κείμενο ελληνικό, ξένο κτλ. Για μένα τη ποιότητα την καθορίζει η συνεργασία των ανθρώπων το πώς μπορούν να πάνε να κυματίσουν όλοι μαζί όταν ασχοληθούν με το οποιοδήποτε έργο, αυτό είναι για μένα το σημαντικότερο. Έχω δει παραστάσεις που αυτό που μπορεί να μη σου αρέσει ο τρόπος ή η άποψη του σκηνοθέτη ή οτιδήποτε άλλο που μπορεί να είναι όμως δοσμένο με τόσο δύναμη και τόση δοτικότητα που στο τέλος το ξεπερνάς, δηλαδή ήσουν εκεί, μπαίνεις μέσα, είναι το πιο σημαντικό για μένα αυτό.
Έχετε αγαπήσει -ίσως και υιοθετήσει- στοιχεία των ρόλων που έχετε υποδυθεί κατά το παρελθόν;
Στη δική μας δουλειά θεωρώ ότι ο κάθε ηθοποιός αγαπάει στοιχεία των ρόλων διαφορετικά δε μπορείς για να μπεις στο «πετσί» ενός ρολού, για να μπορέσεις και να ταξιδέψεις με αυτό το ρόλο. Το διάστημα που θα έχεις τις παραστάσεις πρώτα πρέπει να δικαιολογείς το ρόλο μέσα σου, αν δε το κάνεις δε θα μπορέσεις ποτέ να τον ερμηνεύσεις σωστά. Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι «αντιπαθής» μπορεί να είναι «συμπαθής», «κωμικός», «τραγικός», οτιδήποτε, δεν έχει καμία σημασία και πιστεύω ότι είμαστε φτιαγμένοι από όλα τα υλικά, έχουμε όλα τα χαρακτηριστικά και η ευτυχία που έχει το δικό μας το επάγγελμα είναι ότι μπορούμε να βγάζουμε στην επιφάνεια ό,τι έχει μέσα του ένας άνθρωπος ερμηνεύοντας κάποιους ρόλους, μέσα από ένα χαρακτήρα που για μένα είναι ότι πιο εξημερωτικό. Αυτή είναι η δουλειά του ηθοποιού, να μπορεί να μπαίνει και να σκαλίζει, να βρίσκει στοιχεία μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό τα οποία δε τα ξέρει, να μπορεί να αγαπά ένα ρόλο, να ταξιδεύει μαζί του. Πρέπει να ταυτιστεί μαζί του, να τον κάνει «ενδιαφέρον». Όταν μπορέσει να μπει στα παπούτσια του ρόλου και να ταξιδέψει μαζί του είναι ότι πιο εξιλεωτικό μπορείς να νοιώσει.
Με ποιο τρόπο εκδηλώνετε την επιθυμία σας για ένα καλύτερο θέατρο;
Με το να συνεχίζω να ονειρεύομαι, με το να συνεχίζω να είμαι σε παραστάσεις που θέλω να είμαι όχι μόνο για βιοπορισμό, με το να συνεχίζω να μιλάω με συναδέλφους μου για το τι μπορούμε να κάνουμε καλύτερα, να προτείνουμε καινούργια πράγματα όποτε μπορούμε σε δικές μας δουλείες πιο προσωπικές και φυσικά με το να «ενοχλώ» όσο μπορώ περισσότερο την πολιτεία, ας το πούμε, για να αλλάξει λίγο στην Ελλάδα ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται ακόμη και τώρα οι τέχνες. Και όταν λέω τέχνες μιλάω γενικά και όχι μόνο για το θέατρο, γιατί για μένα μια από τις χειρότερες εμπειρίες ήταν ο τρόπος που αντιμετωπίστηκαν οι ηθοποιοί, οι χορευτές όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την τέχνη σε αυτή τη χώρα την περίοδο του covid. Γιατί όταν μιλάμε για το θέατρο δε μιλάμε μόνο για ηθοποιούς, μιλάμε για όλο τον κόσμο. Το θέατρο έχει ταξιθέτες έχει τεχνικούς, έχει ηθοποιούς, έχει σκηνοθέτες, έχει ενδυματολόγους έχει βοηθούς, έχει μοδίστρες έχει τους πάντες, μιλάμε για ένα χώρο στην Ελλάδα που μόνο από το θέατρο μπορεί να απασχολούνται τουλάχιστον 100.000 άνθρωποι δε μιλάμε για λίγους, μιλάμε για 100.000 οικογένειες. Και για μένα αυτό που μπορούμε να κάνουμε πρώτα απ’ όλα εμείς, είναι να δώσουμε στη πολιτεία να καταλάβει ότι δεν είμαστε απλά ερασιτέχνες «εραστές της τέχνης», είμαστε επαγγελματίες σε αυτό που κάνουμε ζούμε απ’ αυτό και οι οικογένειες μας ζουν από αυτό.
Φέτος θεωρείτε ότι έχει γίνει restart στην ελληνική τηλεόραση με τη μυθοπλασία;
Για μένα η φετινή χρονιά είναι αγώνας κούρσας, η σεζόν ξεκίνησε με 35 σήριαλ και να δούμε πόσα θα καταλήξουν. Δεν ξέρω που βρίσκετε το καλό και που το κακό σε αυτό, το καλό σίγουρα είναι ότι μπορεί ακόμα και ένα ισχνό, γιατί πλέον στην τηλεόραση ισχνό είναι το μεροκάματο, να το έχουν περισσότεροι συνάδελφοι, από την άλλη τόσες πολλές δουλειές… δεν ξέρω αν ό,τι γίνεται είναι καλό, από εκεί και πέρα ποια δουλειά θα ακολουθήσει ο κόσμος έχει να κάνει θεωρώ και με την ποιότητα και με τη συνεχή διαφήμιση που υπάρχει σε όλα τα πράγματα, γιατί ζούμε σε μια εποχή που ο κόσμος πηγαίνει κοντά σε ότι διαφημίζεται και σε ότι φαίνεται περισσότερο αλλά θεωρώ ότι πάντα στην τηλεόραση, στο θέατρο και παντού, οι δουλειές οι οποίες είναι σωστά φτιαγμένες, οι δουλειές οι οποίες έχουν ένα σεβασμό για το θεατή, αυτές δεν θα χαθούν, θα πάνε μπροστά, δε μπορεί να χαθούν. Θεωρώ ότι είναι ένας αγώνας αντοχής, είναι ποιος θα τελειώσει τη σεζόν. Εγώ είμαι ομαδικός και γι’ αυτό λέω ότι ο κόσμος θα κρίνει….
Ασχολείστε με τη μεταγλώττιση πολλά χρόνια… πόσο δύσκολη είναι η προσέγγιση των ρόλων;
Πράγματι ασχολούμαι πολλά χρόνια, η μεταγλώττιση ως κύρια δουλειά στη πιο ωραία της μορφή είναι η συμμετοχή σου σε ταινίες, γιατί οι ταινίες είναι πολύ πιο προσεγμένες, πολύ πιο καλά φτιαγμένες από τις εταιρείες που κάνουν καταπληκτικές δουλειές και έχει ανέβει πάρα πολύ το επίπεδο των παιδικών ταινιών. Όσο για την προσέγγιση ενός ρόλου, εδώ συμβαίνει το ανάποδο. Έχεις ήδη το τελικό αποτέλεσμα στο οποίο εσύ πρέπει να μπεις μέσα, δηλαδή δεν είναι κάτι το οποίο μπορείς να το φτιάξεις, να το πλάσεις μόνος σου όπως ένα ρόλο, το βλέπεις έτοιμο. Από εκεί και πέρα το δυσκολότερο για μένα στη μεταγλώττιση είναι το να μπορέσεις να προσαρμοστείς ακούγοντας έναν ηθοποιό Αμερικανό, έναν Ισπανό ή έναν Αργεντινό να μιλάει στη γλώσσα του, με τους ιδιωματισμούς του, με το ηχόχρωμα του, και να μπορέσεις αυτό να το φέρεις στην «ελληνική πραγματικότητα», να το ελληνοποιήσεις. Οπότε πέραν του ότι είναι μια δουλειά πάνω σε ένα έτοιμο υλικό, έχει τη δυσκολία ότι πρέπει να μπορέσεις να το προσαρμόσεις και να να το κανείς πιστευτό. Για ένα Έλληνα ηθοποιό είναι πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία καθώς πολλές φορές έχω κάνει μεταγλώττιση ρόλων σε ταινίες και έχω περάσει πάρα πολύ καλά, με μεγάλη δυσκολία αλλά πάρα πολύ καλά.
Θα σας δούμε κάπου τηλεοπτικά το φετινό χειμώνα;
Φέτος είμαι στο OPEN και στο σήριαλ «Η δική μας οικογένεια» σε σκηνοθεσία του Βασίλη Θωμόπουλου και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό. Με το Βασίλη είναι από τις αγαπημένες μου συνεργασίες πια και μπορώ να το πω ευθαρσώς ότι με το που θα μου πει ο Βασίλης έλα σε μια δουλειά δε θα πω όχι, τον εκτιμώ πάρα πολύ, πρώτα από όλα ως σκηνοθέτη και φυσικά μετά και ως άνθρωπο, γι’ αυτό το λέω. Επίσης είναι και ο Μάριος Αθανασίου που έχουμε παίξει άλλες δυο – τρεις φορές μαζί στην τηλεόραση οπότε νομίζω ότι είναι μια όμορφη και καλή συνεργασία. Ο Βασίλης έχει πάντα αυτό το μαγικό τρόπο να παίρνει το κείμενο του επεισοδίου και να του δίνει το ρυθμό που χρειάζεται Τον θεωρώ από τους σημαντικότερους στην ελληνική τηλεόραση αυτή τη στιγμή.
Ευχαριστούμε θερμά για την υπέροχη κουβέντα, καλή συνέχεια στο έργο σας και πάντα επιτυχίες.
Πληροφορίες για την παράσταση: εδώ