Από την Υπ. Διδάκτoρα Θεατρολογίας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς
Η Αντιγόνη (1942) πρόκειται για ένα έργο του Ζαν Ανούιγ, εμπνευσμένο απολύτως από το διαχρονικό μύθο του Σοφοκλή που γράφτηκε στη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής στη Γαλλία και πρωτοπαρουσιάστηκε το 1944. Ο συγγραφέας μέσω των αναχρονισμών, της σύντηξης του σύγχρονου με το αρχαίο στοιχείο, της λιτής, σκληρής και καθομιλουμένης γλώσσας επιχειρεί να ερμηνεύσει και να σχολιάσει την κοινωνία της εποχής του.
Η σκηνοθετική προσέγγιση της Μαρία Πρωτόπαππα χαρακτηρίζεται καθόλη τη διάρκεια της παράστασης από στατικό χαρακτήρα, απουσία διάδρασης και πρέπουσα ακινησία μεταξύ των ηθοποιών, συνθήκη που παρέπεμπε σε πρόβα, κατά την οποία η σκηνοθέτρια παρέμβαινε, διάβαζε σκηνικές οδηγίες, προσπερνούσε εν τάχει κάποιες σκηνές κ.λπ.. Η σκηνοθέτις έχοντας στην κατοχή της το κείμενο από την μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη και έχοντας η ίδια αναλάβει την δραματουργική επεξεργασία του, εστίασε στον λόγο, ο οποίος διατήρησε και υπογράμμισε ξεκάθαρα τα σημαίνοντά του και αποτέλεσε τον συγκινησιακό δεσμό με την παράσταση. Το άρτιο αποτέλεσμα προέκυψε άμεσα από τη δράση και τα λόγια των ηθοποιών αλλά και έμμεσα μέσω των εικόνων, των ρυθμών και της συνολικής ατμοσφαιρικής εκφραστικότητας. Αξιοσημείωτο ήταν και το εύρημα της νοηματικής γλώσσας -που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην αρχή-, και που συνόδευε το κείμενο μέχρι την Τρίτη περίπου σκηνή‧ σταδιακά περιοριζόταν όσο εκτυλίσσονταν η δράση και εν τέλει εγκαταλείφθηκε (?) .
Η σκηνή του θεάτρου Αριστοτέλειον στη Θεσσαλονίκη μεταμορφώθηκε σε ένα ολόλευκο σκηνικό απροσδιορίστου τόπου και χρόνου με το βάθος της σκηνής καλύπτεται εξίσου με λευκά ξύλινα τοιχία (Εύα Νάθενα). Μπροστά από αυτά βρισκόταν τοποθετημένες μετωπικά στην πλατεία λευκές διαφορετικές καρέκλες. Εμφανίζονται έξι πρόσωπα που κάθονται σε αυτές, ενώ μπροστά τους οποίες κείτονται λευκές θήκες πτωμάτων. Σε αυτό το σκηνικό εκτυλίχθηκε η δράση απαλλαγμένη από χορικά και στάσιμα και αποτελούμενη από οκτώ σκηνές/ επεισόδια. Η αλλαγή των σκηνών του έργου αναγγέλλονταν από τον αφηγητή ή από τη σκηνοθέτιδα, που καθόταν άλλοτε μέσα στην πλατεία κι άλλοτε ανάμεσα στους θεατές. Τα κοστούμια (Εύα Νάθενα) ήταν απλά, σύγχρονα και καθημερινά σε σκούρους γκρι και μαύρους τόνους. Η ελάχιστη μουσική υπόκρουση (Λόλεκ), καθώς και οι φωτισμοί (Μελίνα Μάσχα) συνέβαλαν θετικά στην εξέλιξη της δράσης.
Η επικοινωνία μεταξύ των ηθοποιών ήταν αξιοσημείωτη, παρόλο που στις περισσότερες σκηνές δεν υπήρχε οπτική επαφή μεταξύ τους. Η Μαρία Πρωτόπαππα ερμηνεύει εξαιρετικά και χωρίς υπερβολές τους χαρακτήρες άλλοτε της Τροφού, άλλοτε της άτολμης και νομοταγούς Ισμήνης και της ανεξάρτητης, επαναστατικής και αυτοδύναμης Αντιγόνης και άλλοτε του ρόλου της σκηνοθέτιδας -και στο έργο- που καθοδηγεί την ομάδα ή αφηγείται την ιστορία. Η Ηλέκτρα Μπαρούτα ενσαρκώνει με φυσικότητα και μέτρο την απείθαρχη, αυθόρμητη και γενναία Αντιγόνη που αντιμάχεται των επιβεβλημένων αποφάσεων του Βασιλιά.
Ο Γιάννης Τσορτέκης μετουσίωσε τον κυνικό, αυταρχικό και απόλυτο Κρέοντα, βασιλέα των Θηβών και θείο της Αντιγόνης. Αν και σε γενικές γραμμές ακολούθησε τη μετωπική σκηνοθετική γραμμή υπήρξαν σημεία που ξεπέρασε το «όριο» μέσω του αχαλίνωτου πάθους του, της στεντόρειας φωνής του και των σπασμωδικών κινήσεών του με αποτέλεσμα να μην εξυπηρετεί την απόδοση του κειμένου. Κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία του θα έπρεπε να περιοριστεί σε πιο ομαλούς και ήπιους τόνους εναρμονισμένους με αυτών των υπολοίπων συντελεστών επί σκηνής, καθώς όντας το μοναδικό πρόσωπο με περισσότερη δυνατότητα κίνησης επί σκηνής δεν έπρεπε να διογκωθεί σε αυτόν το σημείο. Ο Χρήστος Στέργιογλου, ο μοναδικός ηθοποιός που είναι ντυμένος στα λευκά, στο ρόλο του Χορού ήταν εκφραστικότατος. Ανέλαβε να προλογίσει και να εξηγήσει το έργο του Ζαν Ανούιγ με έναν ειρωνικό χαρακτήρα που άγγιζε ενίοτε τα όρια του κωμικού.
Ο Δημήτρης Μαμιός ενσάρκωσε σε χαμηλούς τόνους τον Αίμονα που εκπροσωπεί την κοινή γνώμη, την αμφίδρομη επικοινωνία και την πολυφωνία. Η υλικότητα του ρόλου του εκφράστηκε μέσω της εκφραστικότητάς του στην ένταση, στη δυναμική, στη ενέργεια της φωνής και στις περιορισμένες κινήσεις του. Τέλος, αξιόλογος ήταν και ο Δημήτρης Μαργαρίτης ως Φρουρός.
Η απολύτως φορμαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση της Μαρίας Πρωτόπαππα ανέδειξε τις φιλοσοφικές, ιδεολογικές και ψυχολογικές ανησυχίες του Ζαν Ανούιγ. Μέσω της γενικότερης στατικότητας και της ανάπλασης ενός χειρονομιακού κώδικα αφενός έτεινε τόσο τους ηθοποιούς όσο και τους θεατές να αντιληφθούν τις λέξεις σαν οντότητες μέσα στον χώρο αφετέρου υπογράμμισε τη μεταβλητότητα και τη παροντικότητα των ανθρωπίνων πράξεων, για τις οποίες υπεύθυνη και μόνο αποτελεί η ελευθερία του ατόμου.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ