Κριτική για την παράσταση "Ο Αμπιγιέρ"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» παίζεται η παράσταση «Αμπιγιέρ» του Ρόναλντ Χάργουντ. Ακριβώς στο ίδιο θέατρο, που το μακρινό 1990 ο Νικήτας Τσακίρογλου έπαιξε τον ομώνυμο ρόλο. Ήταν τότε που το θέατρο κάηκε ολοσχερώς και η πυρκαγιά κόντεψε να "κάψει" την καριέρα του ίδιου του Νικήτα Τσακίρογλου, που έκανε τα πρώτα του βήματα στο ελεύθερο θέατρο, καθώς είχε μόλις φύγει από το Εθνικό. Ευτυχώς για όλους μας η καριέρα του σώθηκε μαζί με το θέατρο σε μόλις 11 ημέρες από τον σπουδαίο θεατρικό παραγωγό Γιώργο Λεμπέση, που έκανε το αδύνατο δυνατό και ανέστησε το θέατρο από τις στάχτες του σαν άλλο φοίνικα.

Στο παρόν τώρα, πριν μιλήσουμε για την συγκεκριμένη παράσταση, θα πρέπει να πούμε λίγα λόγια για το έργο. Πρόκειται για έργο χαρακτήρων, δηλαδή για μια εξέλιξη γεγονότων που αποκαλύπτουν σταδιακά τους χαρακτήρες. Τους αποκαλύπτουν με τρόπο τέτοιο ώστε τα ιδιαίτερα στοιχεία κάθε προσώπου, να δίνουν "απόσταση" στον θεατή από το δρών πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα να είναι εκείνα που τον κάνουν να είναι «εμείς». Νομίζω γίνεται σαφές ότι το είδος αυτό ενέχει τεράστιες δυσκολίες χειρισμού της διαδικασίας φανέρωσης του χαρακτήρα. Αυτό είναι το μέγιστο στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν οι δύο πρωταγωνιστές: ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης.

Δυστυχώς, στα δικά μου μάτια το στοίχημα κάθε άλλο παρά κερδισμένο μπορεί να θεωρηθεί.

Αυτό το αποδίδω, κυρίως, στην σκηνοθετική προσέγγιση του έργου από τον Κώστα Γάκη. Η παρερμηνεία έχει γίνει σε τρία σημεία. Σε αυτά ο σκηνοθέτης έδωσε διαφορετικές διαστάσεις από εκείνες που φαίνεται να επιτάσσει το έργο.

Πρώτον και κυριότερο, αντί να παρουσιαστεί ο αμπιγιέρ ως το θύμα της κακότροπης και προσβλητικά υποτιμητικής συμπεριφοράς του Σερ, παρουσιάζεται ως χειριστής του δεύτερου. Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης υποδύεται έναν αμήχανο Νόρμαν. Είναι θηλυπρεπής, αλλά όχι αρκετά. Είναι περισσότερο «βαρύς», σ’ έναν ανάλαφρο ρόλο που είναι γραμμένος να «βαραίνει» στην τελευταία σκηνή. Το ατόπημα, όμως, είναι ότι ο Σκιαδαρέσης δίνει την εντύπωση ενός υπηρέτη - Ρασπούτιν που οργανώνει και οδηγεί την ζωή του αφεντικού του, διαστρεβλώνοντας έτσι το νόημα του ρόλου του.

Δεύτερον, αντί στο έργο αυτό ο θεατής να ανακαλύπτει την κωμικότητα μέσα από την τραγικότητα του αμπιγιέρ, αλλά και μέσω του ανάλαφρου και θηλυπρεπούς -για πολλούς ομοφυλόφιλου- χαρακτήρα του, παρακολουθεί έναν βαρύ, ραδιούργο και με εκλάμψεις ελαφρότητας Νόρμαν. Απόδειξη αυτού είναι ότι στην σκηνή που η Αντριάνα Ανδρέοβιτς βγαίνει από το καμαρίνι του Σερ, ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης την πλησιάζει και την εκφοβίζει. Μα μπορεί πραγματικά να εμπνεύσει φόβο ο συχνά πιωμένος και ασήμαντος για όλους, πλην του Σερ, Νόρμαν;

Η τρίτη και τελευταία κακοφωνία έχει να κάνει με το ότι το έργο παρουσιάζει την παρασκηνιακή ζωή ενός περιπλανώμενου θιάσου. Εντούτοις, ο σκηνοθέτης επιλέγει να φέρει επί σκηνής το βάρος μιας εξαιρετικά δύσκολης Σαιξπηρικής σκηνής (αυτής του Βασιλιά Ληρ στην καταιγίδα) και να «φορτώσει» αυτό το ερμηνευτικό βάρος στην ήδη απαιτητική ερμηνεία του Ιεροκλή Μιχαηλίδη, βάρος το οποίο μείωσε την κατά τα άλλα προσεγμένη ερμηνεία του. Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, αν και προσέγγισε με μεγάλη ακρίβεια το ρόλο του, θα έπρεπε να δώσει περισσότερη προσοχή στα σημεία εκείνα που πρέπει να εκφράσει έντονα συναισθήματα, καθότι το πομπώδες ύφος και οι φωνές επισκιάζουν τις λεπτές αποχρώσεις του χαρακτήρα που υποδύεται.

Οι ερμηνείες των άλλων ηθοποιών στο συγκεκριμένο έργο λειτουργούν σαν το κάδρο που αναδεικνύει έναν υπέροχο πίνακα. Αν και όχι εξίσου σημαντικοί, είναι απαραίτητοι για να τον αναδείξουν. Περισσότερο σημαντικός είναι ο ρόλος της Λαίδης, που ενσαρκώνει η Μάρω Παπαδοπούλου, η οποία δεν ανέδειξε το βάρος της αφόρητης ζωής και της δυσαρέσκειας, όσο θα θέλαμε. Ακολουθούν ισότιμα οι υπόλοιποι ηθοποιοί: Τζένη Κόλλια, Απόστολος Πελεκάνος, Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Άγγελος Νεράντζης, Γιώργος Γιατζιτζάκης, Ορφέας Τσαρέκας.

Το πολυμήχανο σκηνικό του Κέννυ Μακλέλαν υπήρξε εξαιρετικά ενδιαφέρον, όπως και τα όμορφα κοστούμια του. Το μεν πρώτο έδωσε κίνηση και παλμό σε μια κατά τα άλλα ευθύγραμμη και θαμπή παράσταση. Τα δε κοστούμια προσέδωσαν χρώμα και λεπτομέρεια.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Μία πολύ καλή παράσταση με ωραίες ερμηνείες.Με συγκίνησε αρχικά ο χώρος του θεάτρου που έχει κάτι από την αύρα των αγαπημένων ηθοποιών μας,Τζένης Καρέζη και Κώστα Καζάκου.Η παράσταση εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου όπου φαίνεται η δύναμη που κρύβουν οι άνθρωποι και η αγάπη για τη ζωή και τη συνέχεια.Αυτή είναι που στο τέλος κερδίζει.Ακόμα και υπό τη σκιά των βομβαρδισμών η ζωή με τα γνωστά της ανθρώπινα πάθη συνεχίζεται.Η σχέση του Σερ με τους γύρω ανθρώπους που τον περιβάλλουν ξετυλίγει όλη τη γκάμα των συναισθημάτων και η ματαιοδοξία φαντάζει πιο μάταιη από ποτέ.Αξίζει να το δείτε.