Από τον Ιωάννη Λάζιο
Η παράσταση «Δύο γυναίκες χορεύουν», το πολυβραβευμένο έργο του Καταλανού συγγραφέα Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ Ζουρνέτ, παρουσιάζεται στο θέατρο Διάνα, σε σκηνοθεσία Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη και μετάφραση Els de Paros. Με τις Κατιάνα Μπαλανίκα και Ιωάννα Ασημακοπούλου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η παράσταση εξερευνά τη συνύπαρξη δύο γυναικών διαφορετικής ηλικίας, φέρνοντας στο προσκήνιο το βάρος του παρελθόντος τους, την ανάγκη για λύτρωση και την αναζήτηση του νοήματος της ζωής.
Το έργο, επικίνδυνα νιχιλιστικό, συνταράσσει τον θεατή καθώς η ιστορία εξελίσσεται, οδηγώντας τον σε μια βαθιά υπαρξιακή αναμέτρηση. Η φαινομενικά απλή σχέση μιας μοναχικής γυναίκας με τη νεαρή φροντίστριά της αποκαλύπτει σταδιακά έντονες συγκρούσεις, ανατροπές και μια καθηλωτική πνευματική και ψυχολογική ένταση. Οι δύο γυναίκες, ενώ φαίνεται να τις χωρίζουν τα πάντα, έρχονται να «χορέψουν» στον δικό τους ρυθμό, μέσα από μια πορεία ανακάλυψης της ζωής, του θανάτου και των αντιφάσεων που κρύβει η ύπαρξη.
Η σκηνοθεσία του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, αν και φιλοδοξεί να αναδείξει το βάθος και τις συγκρούσεις του κειμένου, παρουσιάζει εμφανείς αδυναμίες. Οι μεταβάσεις ανάμεσα στις σκηνές είναι άνευρες, ενώ η διαχείριση των κωμικών στοιχείων, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αναγκαίες ανάσες στο δραματικό φορτίο, φαίνεται ανεπαρκής. Οι περιττές κινήσεις και τα ακατανόητα πέρα-δώθε στη σκηνή αποδυναμώνουν την ένταση, ενώ οι μελό αφηγήσεις και η έκδηλη σκηνοθετική αμηχανία αφήνουν την αίσθηση ενός ασύνδετου συνόλου.
Η Κατιάνα Μπαλανίκα, με την απλή, ευθεία και άμεση ερμηνεία της, προσφέρει μια συγκινητική προσέγγιση της ηρωίδας της. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αφηγείται στον θεατή μια ιστορία παραπόνου και αλήθειας που αγγίζει βαθιά. Χωρίς περιττές υπερβολές, εστιάζει στην ανθρώπινη διάσταση του χαρακτήρα της, δημιουργώντας έναν σύνδεσμο που φέρνει το κοινό πιο κοντά στις εμπειρίες και τα συναισθήματά της.
Η Ιωάννα Ασημακοπούλου, από την άλλη, παραδίδει μια εντυπωσιακή ερμηνεία που εξελίσσεται σταδιακά. Στην αρχή, η ερμηνεία της μοιάζει αποσπασμένη, σχεδόν σαν να φέρει προσωπικά βάρη στη σκηνή. Αυτή η αποστασιοποίηση, ωστόσο, κορυφώνεται με τη στιγμή της αποκάλυψης της πνευματικής και ψυχολογικής σύγχυσης της ηρωίδας της, όπου γίνεται σαφές ότι η Ασημακοπούλου είχε κατακτήσει πλήρως την πολυπλοκότητα του ρόλου της. Η μετάβασή της από την αποστασιοποίηση στην απόλυτη ταύτιση με τον χαρακτήρα είναι αριστοτεχνική.
Το σκηνικό της Νατάσας Παπαστεργίου είναι λιτό και προσεγμένο, δημιουργώντας ένα περιβάλλον που υποστηρίζει την αφήγηση χωρίς να αποσπά την προσοχή. Ωστόσο, τα σκίτσα των γυναικών που εμφανίζονται στο φόντο, ενώ είναι ενδιαφέροντα ως ιδέα, φαίνονται εμβόλιμα και δεν εναρμονίζονται πλήρως με την ατμόσφαιρα της παράστασης.
Παρά τα παραπάνω, το συνολικό κλίμα της παράστασης διαταράσσεται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι ήχοι από βήματα στο παρασκήνιο, που αποσπούν την προσοχή του θεατή και υπονομεύουν τη συνολική εμπειρία. Αυτά τα περιστατικά, αν και μικρά, σπάνε τη ροή της αφήγησης και μειώνουν τη συναισθηματική ένταση που επιδιώκει να χτίσει η παράσταση.
Κοντολογίς, παρά τις σκηνοθετικές και τεχνικές αδυναμίες, το έργο «Δύο γυναίκες χορεύουν» παραμένει μια παράσταση που συγκινεί και προκαλεί τον θεατή να αναμετρηθεί με την πολυπλοκότητα της ζωής και τα υπαρξιακά της διλήμματα.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ