Μου είναι πολύ δυσάρεστο να είμαι υποχρεωμένος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου σε αήθεις επιθέσεις, αλλά επειδή σ’ αυτές συμπεριλαμβάνεται και το ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟΑ, που με πολύ ιδρώτα και αίμα συντηρώ επί 53 χρόνια, τότε αισθάνομαι ότι αυτή η υποχρέωση είναι ιερό καθήκον απέναντι σε όλους εκείνους, ηθοποιούς, συγγραφείς, σκηνογράφους, μουσικούς, ιδιώτες, που πίστεψαν σ’ αυτόν τον αγώνα και βοήθησαν να στεριώσει αυτό το
θέατρο.
Αιτία είναι η έκδοση προσφάτως ενός βιβλίου σχετικά με τον Μποστ(‘’Ο άγνωστος γνωστός’’), διδακτορική διατριβή για το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, του κ. Κ. Κυριακού, που όπως δηλώνει είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, μεταφραστής, μιλάει πέντε γλώσσες και είναι αριστούχος διδάκτωρ Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου. Άρχισα να φυλλομετρώ τις πρώτες σελίδες και στη συνέχεια έμεινα στο κεφάλαιο για τον θεατρικό Μποστ και τα έργα του που παρουσιάστηκαν από διάφορους θιάσους και φυσικά και από τη ΣΤΟΑ.
Με έκπληξη διαπίστωσα κάποιον αφηνιασμό του σχετικά με τα κείμενα των έργων του που εκδόθηκαν στα προγράμματα, προσπαθώντας να πείσει τον αναγνώστη πόσο τα κακοποιήσαμε, παραποιήσαμε, αλλοιώσαμε, παραχαράξαμε ορθογραφίες(ακόμα και τυπογραφικά λάθη του προγράμματος επικαλείται), περικόψαμε, μπερδέψαμε τη σειρά των σκηνών, όλα αυτά στην προσπάθειά μας να φέρουμε(να φέρω) τα πράγματα στα μέτρα μας για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας (μου) και τις ανάγκες του θιάσου μας(μου). Η επόμενη όμως σοβαρή του διαπίστωση, την οποία επισημαίνει συχνά στη συνέχεια, είναι η αποφυγή μας(μου) σε ό,τι αφορούσε πολιτικές νύξεις. Αρχίζει από την ‘Φαύστα’ μας το 1987 όπου ανακαλύπτει επεμβάσεις μας και περικοπές στους στίχους με πολιτική χροιά, κάτι για το οποίο σιγουρεύεται στις σημειώσεις του για την ΄Μήδεια’ του 1993 όπου βεβαιώνει τον αναγνώστη του ότι «πάγια τακτική του θεάτρου Στοά στα μποστικά κείμενα, παρατηρείται η παράλειψη στίχων που θίγουν πολιτικά ζητήματα» και να χώσει ακόμα πιο βαθιά το μαχαίρι των ανακαλύψεών του, βρίσκοντας ότι και άλλοι στίχοι «που αφορούσαν το Μέγαρο Μουσικής και την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή στον οργανισμό αυτόν σχετικά με τα λεφτά της επιχορήγησης καθώς και στίχοι που αφορούσαν τους Εβραίους και την εβραϊκή κοινότητα και που εκφέρονταν δια στόματος του Τροφού(ο ρόλος που ερμήνευα) «…ο σκηνοθέτης της παράστασης(πάλι εγώ…), ο οποίος υποδυόταν τον εν λόγω ρόλο, πιθανόν να μην ήθελε να εκφραστεί μια τέτοια άποψη από το δικό του στόμα(!).
Η άγνοια και η ημιμάθεια δικαιολογούνται σε έναν άνθρωπο, αλλά όχι σε έναν ερευνητή αριστούχο διδάκτορα. Γι’ αυτό αν το βιβλίο του πάει καλά και κάνει και δεύτερη έκδοση ας λάβει υπ’ όψη του μερικές πληροφορίες, που θα τους της έδινα ευχαρίστως αν ενδιαφερόταν να ακούσει την εμπειρία μου, όπως έχουν κάνει δεκάδες φοιτητές της θεατρολογίας που ασχολήθηκαν με έργα και συγγραφείς που ανεβάσαμε στη Στοά. Να ξέρει λοιπόν πως ΟΛΑ τα έργα του Μποστ που παρουσιάστηκαν στη ΣΤΟΑ δουλευτήκανε μαζί με τον Μποστ, τον Βασίλη Δημητρίου τη Λήδα Πρωτοψάλτη και εμένα με πάρα πολλή αγάπη και φροντίδα που μετατράπηκε σε μια εξαιρετική φιλία και αλληλοεκτίμηση γιατί - το κυριότερο - τίποτα δεν έφτασε στη σκηνή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του ίδιου του Μποστ.
Γιατί είχαμε έναν τεράστιο σεβασμό στον κ. Μέντη. Δεν θα απολογηθώ φυσικά γιατί η ιστορία έχει κρίνει, αλλά έρχεται ο κ. Διδάκτωρ να την παραχαράξει και ίσως να την διδάξει και σε φοιτητές διαστρεβλώνοντάς την. Εκφράζοντας τον πόνο του για την κακοποίηση που κάναμε στον Μποστ σπεύδει να τον υπερασπιστεί, αλλά δεν κάνει το ίδιο για άλλες κακοποιητικές παραστάσεις των ίδιων έργων από άλλους θιάσους, με τις εκατοντάδες χυδαίες προσθήκες, τις αλλοπρόσαλλες σκηνοθεσίες, δεν ενοχλείται καθόλου που κάποτε η ‘Φαύστα’, ένα έργο 8 ρόλων, παρουσιάστηκε το 1997 από το Εθνικό Θέατρο με 43(!) ρόλους, δεν σχολιάζει καμώματα και φτηνιάρικες παρεμβάσεις που αν ζούσε ο Μποστ θα κατέβαζε ακαριαία τις παραστάσεις τους. Αυτά δεν τον αγγίζουν τον μελετητή γιατί ίσως έχουν παρουσιαστεί από οργανισμούς, θιασάρχες και σκηνοθέτες που καλό είναι να μην κλείνουμε την πόρτα τους…
Στο πόνημά του αναφέρεται μανιωδώς στο τι έκανε η Στοά και ο ‘’σκηνοθέτης της παράστασης’’. Και δεν αναρωτιέται, αφού αυτή η κακοποίηση ξεκίνησε από το 1987 με τη ‘Φαύστα’ - αφού κατάφερα να ξεγελάσω τον Μποστ στο ’40 χρόνια Μποστ’ - κα συνεχίστηκε μετά με τη ‘Μήδεια’ το 1993, πώς κατόρθωσα να τον πείσω να γράψει και τον ’Ρωμαίο και την Ιουλιέτα’’ το 1995, μια ‘παραγγελιά’ όπως πολύ χυδαία την αναφέρει ο κ. Διδάκτωρ; Δεν αναλογίζεται άραγε πόσο αδικεί τον ίδιο τον Μποστ που μπόρεσα να τον κάνω υποχείριό μου για να ικανοποιεί τα σκηνοθετικά και υποκριτικά μου βίτσια; Ευτυχώς γι’ αυτόν δεν ζει ο Κώστας Μποσταντζόγλου για να του απαντήσει, αλλά φαντάζομαι ότι θα τον πληροφορήσει για μερικά πράγματα ο άλλος του γιος, ο Γιάννης.
Ίσως ο κ. Κ. δεν θέλει ή δεν μπορεί να γνωρίζει πώς βγαίνουν τα έργα στη σκηνή, όταν ακόμα δεν έχουν δοκιμαστεί, ίσως να μην αντιλαμβάνεται την αγωνία του συγγραφέα, όταν μάλιστα αυτός είναι ο Μποστ που έπαιρνε τη Λήδα από το νοσοκομείο ρωτώντας
την αν αρέσει στον κόσμο η παράσταση και αν γελάνε, ίσως να μην γνωρίζει ότι ο κ. Μέντης δοκίμαζε συνεχώς, πρόσθετε και αφαιρούσε, έσβηνε και έγραφε, αναρωτιόταν τι είναι το σωστό και το καλύτερο, παρακολουθούσε με αγωνία τις πρόβες, μάλωνε με την κ. Μαρία επειδή ανακατευότανε αλλά την συμβουλευόταν πάντοτε, σταματούσε την πρόβα για να κάνει παρατηρήσεις, γελούσε, θύμωνε, είχε αντιρρήσεις, διαφωνούσε, συμφωνούσε όπως κάθε κανονικός συνεργάτης. Και χτίστηκε μια σχέση ανάμεσα μας, σχέση συνεργασίας και αμοιβαίας εκτίμησης που εξελίχτηκε σε μια ακριβή φιλία; Μια σχέση που του απαγορεύω να την μαγαρίσει για να πετύχει τους άγνωστους σε μένα στόχους του. Όπως του απαγορεύω διά ροπάλου να μαγαρίσει τις πολιτικές μου θέσεις και πεποιθήσεις και όπως αυτές εκφράζονται στη ζωή μου και στην Τέχνη μου μέσα από μια πορεία 62 χρόνων. Αυτό να μην το ξαναπιάσει στο στόμα του ο κ. Διδάκτωρ για μένα! Η άγνοια συγχωρείται. Αυτό που δεν συγχωρείται ποτέ είναι η έπαρση και η αλαζονεία της ημιμάθειας. Ξέρουμε καλά τι τραβάει ο κόσμος από αυτούς που μιλάνε χωρίς να έχουν τίποτα να πούνε.
Τον κ. Κ. δεν τον γνωρίζω πέρα από κάποιες τυχαίες συναντήσεις. Έτσι δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι έχει μαζί μου και η μνήμη μου δεν με βοηθά, ώστε αδυνατώ να καταλάβω το μένος του για μένα. Έτσι καταλήγω στο συμπέρασμα ότι μάλλον ανήκει σ’ εκείνα τα άτομα που προσπαθούν να ανελιχτούν χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της υπονόμευσης και της μείωσης του άλλου για να δημιουργούν θόρυβο και να εντυπωσιάζουν. Είναι παλαιά η μέθοδος και συχνά έχει πολύ καλά αποτελέσματα. Πολλοί μέσω αυτής έφτασαν αρκετά ψηλά. Αλλά δεν άντεξαν για πολύ το ύψος και γκρεμοτσακίστηκαν διαλυόμενοι εις τα εξ ων συνετέθησαν.
Θανάσης Παπαγεωργίου
25 Μαρτίου 2024