Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Το πολύκροτο μυθιστόρημα της Έρσης Σωτηροπούλου «Ζιγκ Ζαγκ στις Νεραντζιές», ένα βιβλίο – ορόσημο της δεκαετίας του ’90, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε Ελλάδα και εξωτερικό και βραβεύτηκε το 2000 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Βραβείο του Περιοδικού «Διαβάζω», γίνεται για πρώτη φορά θεατρική παράσταση από την Ομάδα Lab.oratorium.
Τα πρόσωπα δεν αποκαλύπτονται εξαρχής και περιπλέκονται σε καταστάσεις με βία, αγάπη και γέλιο.
Μες στο καλοκαίρι, πιθανώς το τελευταίο των ’90s, βλέπουμε τον Σιντ να φτύνει πάνω στην τηλεόραση. Η αδελφή του, η Λία, έχει προσβληθεί από τον ιό Hcnvmb και νοσηλεύεται. Είναι ένα χλωμό, ασθενικό πρόσωπο σε όλη την παράσταση, σαν στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου. Έχει πάντα ένα παράπονο «δεν θα προλάβω να γεράσω, να γίνω μια γριά με μαγκούρα, να κυνηγώ τα παιδιά». Θέλει να αποσπάσει τον ιατρικό φάκελό της, αλλά την συλλαμβάνει ο Σωτήρης και της τον αποσπά. «Αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου, είμαι ένας υπάλληλος!» για να του απαντήσει εκείνη: «Ένας ανέραστος καραγκιόζης είσαι !» Την ενοχλεί και ζητά από τον αδελφό της, τον Ισίδωρο Σιντ, να πάρει εκδίκηση για εκείνη. Ο Σιντ γνωρίζει τη Τζούλια στο μπαρ και την προσκαλεί στο σπίτι του που έχει και ένα πουλί , μια μάινα, τη Μαρία. Ο νοσοκόμος ο Σωτήρης, ζει μόνος αλλά επισκέπτεται συχνά τους γονείς του στο χωριό. Η μάνα του, του ετοιμάζει αλιάδα, χορεύουν τσάμικο, στήνουν με κατάλληλες κινήσεις και τη χρήση ενός τοπικού ιδιώματος, μιας ντοπιολαλιάς, με έξυπνο και λειτουργικό τρόπο μια επαρχιώτικη κοινωνία. Όλοι μπαίνουν σε διάφορους ρόλους, της μάνας, του πατέρα και επιχειρούν να αποδώσουν την ατμόσφαιρα μιας επαρχίας, την ασφυκτική κατάσταση σε πόλη και χωριό, τη μοναξιά και την δυσφορία του σύγχρονου ανθρώπου.
Ο Σιντ προσεγγίζει τον Σωτήρη λέγοντάς του ότι ήταν παλιοί συμμαθητές. Εκείνος που δεν είχε παρέες στο σχολείο, ήταν ο καλός, απομονωμένος μαθητής που ούτε τον θυμάται. Ο Σιντ τον κάνει φίλο και του πασάρει και τη μάινα.
Πληγή που πονά η σχέση του πατέρα της Λίας και του Ισίδωρου. Η Λία θυμάται τη Φιφή, και ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα,ενώ ο Ισίδωρος θυμάται το ξύλο που έτρωγαν το μεσημέρι από τον πατέρα τους, όταν εκείνος ήθελε να κοιμηθεί και ο ελάχιστος θόρυβος αποτελούσε αφορμή για εκείνον να τους χτυπήσει. «Εσύ θυμάσαι τη Φιφή, εγώ θυμάμαι την παντόφλα του πατέρα» της λέει ο Σιντ δείχνοντάς της το σημάδι στον ώμο του.
Ο Σωτήρης δεν βγαίνει καθόλου έξω, παρά περιμένει να νυχτώσει. Η μικρή δωδεκάχρονη Νίνα τον βλέπει μέσα στις φυλλωσιές να αυτοϊκανοποιείται. «Μην φύγεις, θα σε πληρώσω !», της λέει εκείνος. Η απόλυτη μοναξιά.
Αναφέρονται στο ΖΕΛΙΓΚ, αμερικάνικη ταινία σε σκηνοθεσία Γούντι Άλεν όπου ο Λέοναρντ Ζέλιγκ έχει τη μοναδική ικανότητα να μεταβάλλει τον εαυτό του έτσι που να μοιάζει με αυτόν που κάθε φορά συναναστρέφεται, δηλαδή είναι ένα είδος χαμαιλέοντα. Με τη γνωστή απολαυστική γραφή του, ο Γούντι Αλεν καταγράφει την ανάγκη του ανθρώπου για αποδοχή και επικοινωνία. Ό,τι και στο έργο της Έρσης Σωτηροπούλου. Όλοι οι ήρωες του έργου αυτό αποζητούν.
Όπως σωστά έχει πει και ο σκηνοθέτης της παράστασης, Βασίλης Καλφάκης, είναι «απίστευτη η ανάγκη των ανθρώπων για αγάπη και ανέλπιδες οι προσπάθειες για την κατάκτηση της».
Διαφορετικοί όσο και συνηθισμένοι άνθρωποι καταλήγουν να μοιράζονται τις πιο ακραίες εμπειρίες, πρωταγωνιστώντας άθελά τους σε μια μαύρη κωμωδία. Τα όρια σβήνουν, και οι ιστορίες γίνονται μία ιστορία μοναδική και ανεπανάληπτη μέσα στην καθημερινότητά της. Διάχυτη και απέλπιδα η ανάγκη για αγάπη, το τραγούδι “Love me tender, love true” leitmotive”, φωνή απελπισίας, κραυγή αδιεξόδου.
Ένα θεατρικό παιχνίδι των μελών μιας ομάδας, που εξιχνιάζουν ένα σπουδαίο κείμενο, χωρίς βέβαια να μπορούν να αποδώσουν εντελώς τη λογική σειρά και αλληλουχία των καταστάσεων, κατορθώνουν όμως με επιτυχία να προκαλέσουν συναισθήματα και να δημιουργήσουν εικόνες. Πώς να υποδεχθεί μια παρέα νέων ανθρώπων τη νέα χιλιετία;
Στην κάψα του καλοκαιριού διαφορετικές πραγματικότητες δομούν την ιστορία μιας πόλης. Ακούγονται διάφορες φωνές από το όνειρο μιας επίδοξου συγγραφέως: «εμένα δεν μου αρέσει η λογοτεχνία, μου αρέσει το γράψιμο», κατ΄ αναλογία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι και στον σύγχρονο θεατή δεν αρέσουν οι φιλοσοφίες και οι θεωρίες για τη ζωή, αλλά η συμμετοχή στην ίδια τη ζωή. Κάτι που λειτουργεί αντιστικτικά και προς το σώμα της άρρωστης Λίας που φθίνει: «η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου». Στον ανθρώπινο πολύβουο αυτό πολτό όλα γίνονται ένα.
Εξαιρετική η κίνηση των ηθοποιών, με τρόπο ουσιαστικό, λειτουργικό και παραστασιακό, με τη καθοδήγηση του Φωκά Ευαγγελινού, στήριξε την σκηνοθεσία του Βασίλη Καλφάκη, όπως και οι ερμηνείες των ηθοποιών Ασημίνας Αναστασοπούλου, Θεοδώρας Γεωργακοπούλου, Κωνσταντίνου Γεωργαλή, Απόστολου Καμιτσάκη, Φώτη Κουτρουβίδη, Δάφνης Νικητάκη, Περσεφόνης Παντοπούλου, όλες συντονισμένες και μελετημένες, αφήνοντας όμως, αποσπασματικά, την αίσθηση που επιθυμούσε ο σκηνοθέτης, χωρίς να μπορούν να αποδώσουν με συνοχή τη ροή του έργου της Έρσης Σωτηροπούλου μέσα από τη διασκευή της ομάδας Lab.oratorium.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ