Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Σε μια σκηνή με το σώμα του μόνο ο ηθοποιός και μια κλασική καρέκλα Louis XVI μπόρεσε να δώσει την εικόνα μιας πόλης της Πάτρας, λίγο πριν το 1900, με αφορμή το πέρασμά του από εκεί και τη συγκυρία της αυτοκτονίας ενός τουρίστα, που διέμενε στο ξενοδοχείο του, ο οποίος αυτοκτόνησε με πιστολιά στη καρδιά αφήνοντας ένα σημείωμα «Αυτοκτονώ, ας μην ενοχληθεί κανείς!»
Ο ήρωας περιφέρεται στην πόλη συναντά ανθρώπους με τους οποίους συνδιαλέγεται ή και όχι και περιγράφει γλαφυρά τη ζωή τους, την κίνησή τους, τη συμπεριφορά τους, τον τρόπο ομιλίας τους, ανάλογα με την ιδιότητά τους, αυτή του αστυνομικού , του πωλητή γαρίδας, του αγοριού με το καροτσάκι «φωνάζων στεντορείως Bάάάρδααα!, ωσάν να ήτον δεκατρείς φορές μεγαλήτερο από την εμπρός άμαξαν.» Kαι είναι καταπληκτικό πως η ερμηνεία του Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, δίνει χρώμα και εικόνες ζωντανές στον ήδη νατουραλιστικό λόγο του Μιχαήλ Μητσάκη.
Η παράσταση ξεκινά και τελειώνει με ένα μικρό φιλμ από την πόλη, ίσως κάνοντας ευδιάκριτη τη θέση του σκηνοθέτη ηθοποιού Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου, την προσπάθειά του δηλαδή να δώσει ζωή στην πόλη αυτή όπως προκύπτει από τον γάργαρο λόγο του συγγραφέα. Τον έβλεπες να προχωρά μέσα από τα δρομάκια της παλιάς πόλης, μέσα από την εργατική συνοικία, από την αγορά, στο καμπαρέ καφέ- σαντάν, την πλατεία του Αγ. Γεωργίου, τη συνοικία του ΑΓ. Ανδρέα, μόνο μπροστά από το ξενοδοχείο κοιτά με περισυλλογή το κερί στο δωμάτιο του αποθανόντα. Ας μην ενοχληθεί κανείς!
«Aς μην ενοχληθή κανείς! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι' όσους η χειρ του Θανάτου σημειόνει με την μαύρην σφραγίδα της! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι' όσους η αρπάγη του Πάθους, της Nόσου ή της Aνάγκης σκορπίζει εις τα τετραπέρατα του ορίζοντος, αγέλην οικτρών σφαγίων! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δια τους δυστυχείς ή τους ανοήτους, όσοι κατατρεγμένοι από την Mοίραν των ή καββαλικεμένοι από την Xίμαιράν των δεν επρόφθασαν να σκεφθούν πώς έμελλαν ν' αποθάνουν! Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή για την ευγενίαν του ο άγνωστος αυτός ξένος, ο οποίος ήρθε χθες μία νύχτα για να κοιμηθή σήμερα τον τελευταίον του ύπνον εις ένα ξενοδοχείον;»
Κανείς δεν ενοχλήθηκε. Και ποιος να ενοχληθεί.
«Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, ο νέος αυτός που ερωτολογούσε με την κόρην, η κόρη αυτή η οποία έφερε τα γιούλια εις το στήθος, και εχαριεντίζετο, με κελάδημα τρυγόνος, ανακλίνουσα τον λαιμόν; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν της εκκλησίας η κατάκλειστοι θύραι, οι άσπροι τοίχοι και ο κοιμώμενος σταυρός, μήπως ήθελε να ενοχληθούν οι δουλεύοντες μέσα εις τον ατμόμυλον, τον βογγώντα εν την νυκτί, και παρασκευάζοντες με ίδρωτα το ψωμί, το οποίον θρέφει τον κόσμον; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν οι γλεντώντες αυτοί, εις το καφφέ-σαντάν, και χάσκοντες προ των ευρώστων κνημών και προ των λιγωμένων βλεμμάτων των γυναίων;»
Η πόλη χαράζει την προδιαγεγραμμένη πορεία της, χωρίς κανείς να πτοηθεί από τον θάνατο αυτό. Κομβικό αυτό το σημείο του κειμένου και της παράστασης , όπως και η δις επανειλημμένη διαπίστωση του συγγραφέα, εμφανώς πικραμένου και απογοητευμένου από τη ζωή: «― Θέλεις φίλε μου να σ' εκτιμάη και να σ' αγαπάη ο άλλος; Nαν του κάνης κακό!...»
Ένας μονόλογος με υπαινιγμό για την παρουσία πολλών ανθρώπων, με κίνηση και με διαλόγους, που ο ηθοποιός εμψυχώνει στη σκηνή, εμβαθύνοντας στον ιδιάζοντα λόγο και την ταραγμένη σκέψη του συγγραφέα.
Η παράσταση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Μιχαήλ Μητσάκη, ενός από τους σημαντικότερους έλληνες λογοτέχνες ,με την ευκαιρία της συμπλήρωσης το 2016, 100 χρόνων από τον θάνατό του.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ