Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Γραμμένο το 1979 το έργο «Αγώνας Νέγρου και Σκύλων» αποτελεί μια δεξιοτεχνική ανάλυση της ανθρώπινης απληστίας, της ανεμπόδιστης, φρούδας ελπίδας και των ψευδαισθήσεων. Δυο άντρες και μια γυναίκα εντελώς διαβρωμένοι, ο καθένας με τον τρόπο του, από ένα κοινωνικό σύστημα που τους έχει αφαιμάξει, χρησιμοποιήσει και τελικά πετάξει σε μια γωνιά ενός περιχαρακωμένου τόπου, είτε δουλεύοντας ακατάπαυστα έχοντας στερηθεί κάθε χαρά, είτε διαφεντεύοντας σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους με μια συναισθηματική αναλγησία και αναπηρία, είτε εκδίδοντας τον εαυτό τους προκειμένου να εξασφαλίσουν τη ζωή τους.
Αναλύονται οι σχέσεις εξουσίας. «Η σκηνοθετική ματιά εστιάζει στην πάλη του ατόμου για ανεξαρτησία απέναντι στην διαφθορά, τον ρατσισμό και την εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο με σκοπό το κέρδος».
Ο Όρν (Δημήτρης Ραφαήλος) εξουσιάζεται και εξουσιάζει. Εξουσιάζεται από την αναπηρία του και από την ισχύ που του δίνει η θέση του και τα καθήκοντα, που του υπαγορεύει η εταιρία που υπηρετεί. Το πρόσωπο και η στάση του είναι ανάλγητη, άκαμπτη. Εξαιρετικός ο Δημήτρης Ραφαήλος σε όλα τα στάδια ακόμα και όταν συγκαλύπτει κάποιο έγκλημα μιας και η ανθρώπινη ύπαρξη δεν έχει καμιά αξία για εκείνον, ακόμα και όταν επιλέγει να παντρευτεί μια γυναίκα που γνώρισε στο δρόμο στο Παρίσι, ή στο τέλος του έργου που καταρρέει το οκοδόμημά του.
Όλοι αναζητούν τον άνθρωπο απεγνωσμένα. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από τους ανθρώπους, να γείρουν πάνω τους να βοηθήσουν και να βοηθηθούν.
Ο Καλ (Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης), ένας νεαρός Γάλλος μηχανικός με παραβατική συμπεριφορά, με μεγάλη σύγχυση και κίνηση σαν εκείνη του στυγερού δολοφόνου, του Μπάφαλο Μπιλ, που υποδυόταν ο Τεντ Λεβίν, στο φιλμ « Σιωπή των αμνών» διαπράττει έγκλημα και ζητά την κάλυψη του Όρν. Η υποκριτική δεινότητα του ηθοποιού Μάρκου Παπαδοκωνσταντάκη και η διδασκαλία του σκηνοθέτη Αλέξανδρου Σωτηρίου αποκαλύπτει όλη αυτή την παράνοια των κυνηγών χρήματος παλιότερων και σύγχρονων. Ο ρόλος του Καλ δίνει ώθηση στο έργο με την κίνησή του, ενώ αποκαλύπτει το τεράστιο αδιέξοδό του. Δεν έχει που να σταθεί. Εγκλωβισμένος σε εκείνο το εργοτάξιο επιδεικνύει το νταηλίκι του όταν απαγορεύει σε έναν μαύρο εργάτη να φύγει νωρίτερα από τη δουλειά. Λογοφέρουν και εκείνος φτύνει δυο εκατοστά πιο πέρα από τα παπούτσια του. Τότε εκείνος τον σκοτώνει, ενώ κακομεταχειρίζεται το πτώμα στην προσπάθειά του να το εξαφανίσει. Τελικά το πετά στον υπόνομο, όπου κατά την εκτίμησή του δεν θα μπει κανείς να το αναζητήσει. Τρομερός ο συμβολισμός του Κολτές. Αυτοί οι λευκοί, άγριοι σαν άγρια σκυλιά, είναι βουτηγμένοι στη διαφθορά και τελικά έχουν μπει οι ίδιοι στα σκατά τους, αλλάζοντας το χρώμα του δέρματός τους μαζί και της ψυχής τους. Ενώ παρουσιάζονται ηγέτες και δερβέναγες στον αυθαίρετο αυτόν κατακτημένο χώρο που το ονομάζουν γαλλικό κράτος εφαρμόζοντας δικούς τους νόμους και αυθαίρετη βίαιη συμπεριφορά.
Η Λεονή (Ντόρα Μακρυγιάννη) μία γυναίκα με εύθραυστη υγεία, που έφερε ο Όρν μαζί του απ’ το Παρίσι με σκοπό να την παντρευτεί. Είναι μια πανέμορφη γυναίκα με πολλά ψυχολογικά προβλήματα, η οποία δείχνει να θέλει να απαλλαγεί από το παρελθόν της στο Παρίσι. Θέλει να απαλλαγεί από τις οσμές του Παρισιού αφαιρώντας τη μυρωδιά των γάλλων από τα ρούχα της.
Χαρακτηριστικό της παράστασης η μουσική, που δηλώνει κάθε φορά το περιεχόμενο και την ψυχολογική κατάσταση του ήρωα. Όταν εμφανίζεται η Λεόνη στη σκηνή , μια πανέμορφη γυναίκα με κίνηση και στήσιμο μοιραίας ηρωίδας φιλμ νουάρ τραγουδά “Everything’ s gonna be alright”. Γεμάτη προσμονές, προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από ένα παρελθόν που είναι φανερό ότι την έχει αρρωστήσει.
Η εταιρία υποτίθεται ότι τους έχει σκεφτεί για να χαλαρώνουν και φορούν ακουστικά όπου ακούν ο καθένας τη δική του μουσική, ενδεικτική για τη ψυχική του κατάσταση. Τα ακουστικά εμποδίζουν να ακούν τους άλλους και δηλώνουν την περιχαράκωσή τους. Πετυχημένα επιλεγμένες μουσικές αποκαλυπτικές για τον καθένα. Το μουσικό-ηχητικό περιβάλλον που επιμελείται ο Νικόλας Χάλαρης έχει καίριο ρόλο στην παράσταση.
Ο μόνος που δεν φορά ακουστικά και παραμένει γυμνός στη φύση του και ακέραιος είναι ο Αλμπουρί (Σαμουήλ Ακίνολα).
Ο Αλμπουρί, ένας μαύρος, μπαίνει μυστηριωδώς μέσα σ' ένα εργοτάξιο, γαλλικής ευθύνης και διοίκησης, έναν χώρο περίκλειστο και καλά φρουρούμενο, σε μια χώρα της Δυτικής Αφρικής. Έρχεται για να αναζητήσει το πτώμα του αδελφού του που καθώς έμαθε σκοτώθηκε σε ατύχημα στο εργοτάξιο,. Ο Αλμπουρί τους δηλώνει ότι δεν πρόκειται να φύγει από τον χώρο τους μέχρι να του δώσουν τον νεκρό για να τον θάψει. Η στάση του Αλμπουρί θα οδηγήσει την αντιπαράθεση του με τον Όρν και τον Καλ στα άκρα και θα φέρει στην επιφάνεια τη συγκάλυψη της δολοφονίας, του Νουόφια του αδελφού του Αλμπουρί καθώς και ένα σκάνδαλο διαφθοράς, εις βάρος των κατοίκων του χωριού που βρίσκεται κοντά στο εργοτάξιο, το οποίο η Γαλλική κατασκευαστική εταιρεία θέλει να κρατήσει καλά κρυμμένο.
Η Λεονή ανακαλύπτει στον Αλμπουρί ένα αυθεντικό άνθρωπο με αξίες και ήθος. Τιμά το νεκρό αδελφό του και την οικογένειά του. Τα γεγονότα του έργου διαδραματίζονται εντός μιας νύχτας, από το σούρουπο ως την αυγή στις επόμενης μέρας, διάστημα καθώς φαίνεται ικανό για να γίνουν οι απαιτούμενες ανατροπές.
Ο Αλμπουρί (Σαμουήλ Ακίνολα) είναι η φωνή της κοινότητάς του, είναι η φωνή της Αφρικής ή του Τρίτου Κόσμου, κάθε καταπατημένου ανθρώπου, η φωνή όλων αυτών που είδαν τις αξίες τους, την τιμή τους, την αξιοπρέπειά τους να συνθλίβεται κάτω από το πόδι ενός αδυσώπητου δυνάστη, του χρήματος. Εξαιρετικός ηθοποιός, υποδύεται ότι πιο αληθινό και συνάμα φοβισμένο και κατατρεγμένο. Η παραμικρή κίνηση του συνομιλητή του τον κάνει να τρέμει. Ωστόσο μέσα του αντιλαμβάνεται ο θεατής, έναν σκληρό αδαμάντινο πυρήνα, ένα φως αλήθειας. Είναι ο ήρωας του Κολτές που ξεγυμνώνει την σαπισμένη φύση των αποικιοκρατών, όλων αυτών που εκμεταλλεύονται τους αδύνατους για τον πλουτισμό τους. Είναι η αντίστιξη στον Καλ και τον Όρν.
Μια άκρως ενδιαφέρουσα παράσταση ενός καταπληκτικού έργου σε μετάφραση της Σύλβιας Κιούση με μια μελετημένη σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Σωτηρίου.
Όλα τα στοιχεία της παράστασης όπως τα σκηνικά της Τζίνας Ηλιοπούλου, τα κοστούμια της Λίνας Σταυροπούλου και οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου συνεργάζονται λειτουργικά για το τελικό αποτέλεσμα.