Κριτική για την παράσταση "Χειμωνιάτικο Παραμύθι"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Το χειμωνιάτικο παραμύθι» μιλά για έναν παρανοϊκό βασιλιά που οδηγεί την οικογένειά του στην καταστροφή. Ωστόσο, το σκοτάδι που επικρατεί στην αρχή του «Παραμυθιού» θα δώσει τη θέση του στο φως της χαράς, καθώς ο χρόνος θα παρασύρει τους χαρακτήρες σε ένα αναπάντεχο τέλος. Μέσα από τις σελίδες του έργου, γεννιέται ένας νέος Σαίξπηρ, ένας Σαίξπηρ που έχει αφήσει πίσω του τις σπουδαίες τραγωδίες και αναζητά τη λύτρωση μέσα από τη φλόγα της ελπίδας.

Ο Σαίξπηρ έγραψε «Το χειμωνιάτικο παραμύθι», ένα από τα σπουδαιότερά του έργα, κατά την ίδια περίοδο με την «Τρικυμία», ανατρέποντας όλους τους κανόνες που ακολουθεί η τελευταία. Η ενότητα του χρόνου, του τόπου και της δράσης χάνεται μέσα σε ένα ταξίδι που διαρκεί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια ανά την Ευρώπη, από την αυλή στην εξοχή, από την τραγωδία στην κωμωδία. Μαζί με τον «Περικλή», τον «Κυμβελίνο», την «Τρικυμία» και τον «Ερρίκο Η'», το «Χειμωνιάτικο παραμύθι» ανήκει στα έργα της τελευταίας συγγραφικής περιόδου του Σαίξπηρ, έργα που έχουν πολλές γλωσσικές, στιχουργικές, υφολογικές και θεματικές ομοιότητες.

Ως θέμα τους έχουν ερωτικές ιστορίες ατόμων σε υψηλά αξιώματα, γεγονότα στα οποία καθοριστικό ρόλο παίζουν οι υπερφυσικές δυνάμεις και η τύχη, και ηρωικές περιπέτειες τόσο σε αυλικό όσο και σε βουκολικό περιβάλλον. Μιλούν για την αρετή, την ομορφιά, την ευτυχία, αλλά και το κακό, την ασχήμια, τη δυστυχία. Συχνά φτάνουν στο όριο της τραγωδίας, ωστόσο όλα έχουν αίσιο τέλος. Θεωρήθηκαν ως εξέλιξη των Τραγωδιών, επειδή δεν παρουσίαζαν μόνο την πτώση και την καταστροφή που προξενούν η ζήλια, το μίσος και η προδοσία, αλλά και την αναγέννηση, η επανάκτηση του χαμένου παραδείσου, με όπλα την αρετή, την ακεραιότητα, τη μετάνοια και τη θαρραλέα αγάπη, πάντα με τη βοήθεια του χρόνου και της τύχης.

Η παράσταση

Ο Σαίξπηρ έγραψε το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» για να μιλήσει για τη ζήλια και την αποτυχία του ανθρώπου. Για τη μη αναστρέψιμη καταστροφή που μπορεί να φέρει η παράλογη ζήλια αλλά και για την λύτρωση που μπορεί να φέρνει η ανθρώπινη συγχώρεση και η ελπίδα της αγάπης.

Στην παράσταση όλοι οι ηθοποιοί επωμίζονται διπλό ή και τριπλό ρόλο αφού το έργο του Σαίξπηρ εκτυλίσσεται κατά το ήμισυ στη σκοτεινή, «πολιτισμένη» Σικελία και για το υπόλοιπο μισό στη φωτεινή και άγρια επαρχιώτικη Βοημία, που είναι «γεμάτη ανθρώπους αθώους και χαρούμενους», τέμνοντας ιδανικά τις δύο πράξεις του έργου με το διάλειμμα, δημιουργώντας ιδανικά την αίσθηση της μεταφοράς από το ένα κλίμα στο άλλο. Πολύτιμος αρωγός σε αυτό το επίτευγμα, η άρτια δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθετική προσέγγιση του Θανάση Σαράντου, σε μια αρμονική σύμπραξη με την ποιητική μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου.

Η πρωτότυπη μουσική του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη «έντυσε» άψογα ειδικά το δεύτερο πιο «ανάλαφρο» μέρος του έργου, δίνοντας την ευκαιρία στην Βάσια Χρήστου να μας αποκαλύψει άλλη μια άγνωστη πτυχή του ταλέντου της, αλλά και στον Ορέστη Τζιόβα να μας χαρίσει την πιο ευχάριστη στιγμή της ερμηνείας του σε αυτήν την παράσταση. Τα κοστούμια της Μπιάνκας Νικολαρεΐζη, σε πιο ουδέτερα και διαχρονικά χρώματα στο ένα μέρος, και στη συνέχεια σε υψηλότερους τόνους, ενίσχυσαν τα κοινωνικά συμφραζόμενα, συμβάλλοντας σημαντικά στο πέρασμα από την μια κατάσταση στην άλλη, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές φωτιστικές επιλογές της Μελίνας Μάσχα.

Τα σκηνικά του Δημήτρη Ταμπάκη αποτύπωσαν με τρόπο απλό και πειστικό το συνολικό κλίμα της εποχής, μέσα από τις καθαρές γραμμές που χάραξε ο σκηνοθέτης.

Οι ερμηνείες (Θανάσης Σαράντος –Λεόντιος, Ορέστης Τζιόβας - Πολύξενος, Αυτόλυκος, Βάσια Χρήστου - Ερμιόνη, Μόψα, Τζερόμ Καλούτα - Κάμμιλος, Δικαστής, Ναυτικός, Πηνελόπη Μαρκοπούλου - Παυλίνα, Δορκάς, Βασιλίνα Κατερίνη - Περντίτα, Αιμιλία, Κωνσταντίνος Τσονόπουλος - Φλοριζέλ, Υπασπιστής Β’, Νίκος Χριστοφυλάκης - Κωμικός, Δεσμοφύλακας, Υπασπιστής Α’, ο μικρός Στέλιος Πανταγιάς - Μαμίλλιος και σε φιλική συμμετοχή ο Γιάννης Δεγαΐτης - Αντίγονος, Γέρο-βοσκός) μέσα από το πρίσμα της επιμέλειας κίνησης της Όλγας Σπυράκη ήταν αρτιότατες στο σύνολό τους, με γοργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς (με μικρή εξαίρεση την σχετικά γρήγορη μεταστροφή του βασιλιά) ακρίβεια και μεστότητα, ξεχωρίζοντας την ερμηνεία της Βάσιας Χρήστου, ειδικά στην σκηνή του αγάλματος την οποία έφερε εις πέρας με εκπληκτικό έλεγχο εκφραστικών μέσων και ακαταμάχητο μαγνητισμό, όπου μπορούσαμε να διακρίνουμε κάθε φλέβα, κάθε πόρο και σπιθαμή του διαφράγματος της να πάλλονται σαν να παίρνει πραγματικά σάρκα και οστά ένα άγαλμα, και επιπρόσθετα αυτή του Τζερόμ Καλουτά, πυκνή και ακριβής, καθώς τον είχαμε συνηθίσει σε λιγότερο θεατρικά και περισσότερο μουσικά δρώμενα.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ