Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Όπως λέει ο Φο «Σ’ έναν καπιταλιστή δεν πρέπει ποτέ να λες ‘’αχ, σας παρακαλώ, θα μπορούσατε λιγάκι να μου κάνετε λίγο χώρο ν’ αναπνεύσω κι εγώ;”... εμείς που βγάζουμε πάντα το φίδι απ’ την τρύπα για τους άλλους, θα μπορούμε επιτέλους να σκεφτούμε και τον εαυτό μας... Να κτίζουμε σπίτια που ανήκουν σε μας. Να ζούμε σαν κανονικοί άνθρωποι κι όχι σαν ζώα χωρίς χαρά και φαντασία...
Κι όταν μια μέρα πεθάνεις, δε θα πεθάνεις σα γέρος, σα στυμμένη λεμονόκουπα, αλλά σαν άνθρωπος που έζησε ελεύθερος κι ευχαριστημένος μαζί με τους άλλους ανθρώπους».
Επί σκηνής βλέπουμε τους Κάτια Γέρου, Γιώργο Μακρή, Ερατώ Πίσση, Πέτρο Σπυρόπουλο, Χρήστο Μαλάκη να πρωταγωνιστούν στην πολιτική σάτιρα που αφορά δύο τίμιες οικογένειες που αγωνίζονται με όπλο την «ανυπακοή» κόντρα σε μια παράλογη κοινωνία.
Στην πόλη του Μιλάνο ξεσπάει ανταρσία. Οι γυναίκες κάνουν πλιάτσικο στα σούπερ-μάρκετ, οι εργάτες αρνούνται να πληρώσουν στο εστιατόριο του εργοστασίου, σε όλο το κοινωνικό σώμα υπάρχει μια διάχυτη αναταραχή. Το σπίτι του νομοταγή προλετάριου Τζοβάνι και της “επαναστατημένης” Αντωνίας, γίνεται γιάφκα και τόπος συνάντησης ενός αναρχικού μπάτσου, ενός δικτατορίσκου καραμπινιέρη και ενός γέρου φιλοσόφου με άνοια. Και η ζωή όλων, γίνεται πιο όμορφη και συνάμα πιο ρημαγμένη.
Προσπαθεί να μιλήσει για το Αυτονόητο: κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην πραγματική και αξιοπρεπή Ζωή. Και αυτό είναι Κοινωνική υποχρέωση.
Φωνάζει την αγριότητα και αδικία του καπιταλισμού, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Ο σκηνοθέτης στο εισαγωγικό του σημείωμα μιλά για το φίλο του το Ντάριο Φο και συμμερίζεται το όραμά του, ότι «οι άνθρωποι μπορούμε να καταφέρουμε να φτιάξουμε ένα καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο, έλεγε ο Φο, λιγότερο φανταχτερό, αλλά πιο δίκαιο. Έναν κόσμο που όλοι θα έχουμε να φάμε, όλοι θα έχουμε ένα σπίτι ζεστό, μια δουλειά για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια την οικογένειά μας. Και όταν έρθει η “ώρα μας”, να πεθάνουμε σαν άνθρωποι που έζησαν ελεύθεροι».
Για να φτιάξουμε αυτόν τον καινούργιο κόσμο, έλεγε, πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε ευγενικοί με τους καπιταλιστές. Πρέπει να στριμώξουμε τους καπιταλιστές σε έναν καμπινέ, να τους χώσουμε το κεφάλι στη χέστρα και να τραβήξουμε το καζανάκι. Πρέπει να μπούμε στο σούπερ-μάρκετ, να πάρουμε μακαρόνια, κρέας, ρύζι, λαχανικά, γάλα και να πούμε: “Κύριοι θα σας δώσω “τόσα” γι’ αυτά που πήρα, γιατί “τόσα” μου έχουν μείνει. Έχω πληρώσει από το πρωί το ρεύμα, το ενοίκιο, το νερό, το τηλέφωνο, την κωλοτράπεζα. Τόσα μου έχουν μείνει, τόσα θα σας δώσω”. Έλεγε – άκουσον άκουσον – πως τις τιμές δεν μπορούν να τις καθορίζουν οι καπιταλιστές, αλλά πρέπει να τις καθορίζει ο καθένας μας, ανάλογα με τα λεφτά που κερδίζει από τη δουλειά του».
Υπέροχη σκηνοθεσία, σπιρτόζικοι και έξυπνοι διάλογοι, ωραία κοστούμια , που να ευνοούν τη γρήγορη ερμηνεία, το χαρούμενο και κωμικά πονηρό της διδασκαλίας και των ερμηνειών του κειμένου.
Η Κάτια Γέρου ανέδειξε το ρόλο της Αντωνίας, με τη νεανική δύναμη ενός μεγάλου και δοκιμασμένου σε τεράστιους ρόλους, ταλέντου και διέπρεψε. Ωραίες ερμηνείες επέδειξαν και οι δύο άντρες, ο Τζοβάνι(Γιώργος Μακρής) και ο Λουίτζι(Χρήστος Μαλάκης).
Εξαιρετικός ο αστυνομικός Πέτρος Σπυρόπουλος, με τους δύο ρόλους, τους τόσο αντίθετους και συμπληρωματικούς.
Ο Ντάριο Φο διδάσκει μέσα από την κωμωδία του την ανυπακοή και τη δράση. Πλατύς, ζωντανός και ανθρώπινος, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι: «η άγνοια είναι η βάση της αδικίας. Οι διανοούμενοι έχουμε το δικαίωμα του λόγου και τη δυνατότητα να ενημερώνουμε τους νέους».
Σε μια Ελλάδα που βρίσκεται σε οξεία οικονομική κρίση, το Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω και μάλιστα στη διασκευή του «δεν πληρώνομαι , δεν πληρώνω», έρχεται ως αντίδοτο στην ακρίβεια και την απαισιοδοξία.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ