Κριτική για την παράσταση "Διαβολογυναίκες"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

«Οι διαβολογυναίκες» διαδραματίζονται στην Γαλλία του 1955, σε αρχικό σενάριο των Ανρί-Ζορζ Κλουζό και Ζερόμ Τζερονιμί, βασισμένο στη νουβέλα των Πιερ Μπουαλώ και Τομά Ναρσεζάκ, διασκευασμένο για πρώτη φορά θεατρικά από τους Νίκο Σταυρακούδη και Σάρα Γανωτή. Ένα δύσκολο εγχείρημα η μεταφορά ενός φιλμ νουάρ στο θέατρο, καθώς δεν μπορούμε να έχουμε την ευκολία τεχνικών του κινηματογράφου, όπως το μοντάζ ή τα κοντινά πλάνα, αλλά την «μετάφραση» του ρυθμού νουάρ, αξιοποιώντας στο έπακρο ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται στη θεατρική σύμβαση: ο ήχος, που έχει τόσο επιδέξια σχεδιάσει η Κατερίνα Βάμβα, καθώς και η ηχητική αναπαράσταση στοιχείων που δεν φαίνονται, όπως το άνοιγμα μιας πόρτας ή το πάτωμα που τρίζει.

Στην πλοκή της ταινίας, η απατημένη σύζυγος και η ερωμένη του αυταρχικού διευθυντή ενός ιδιωτικού σχολείου ενώνουν τις δυνάμεις τους για να δολοφονήσουν τον άνθρωπο που τις καταπιέζει και τις κακοποιεί. Το «διαβολικό» της υπόθεσης, ωστόσο, δεν είναι το προφανές, η δολοπλοκία που σχεδιάζουν η θρησκευόμενη σύζυγος Κριστίν και η ανεξάρτητη ερωμένη Νικόλ, αλλά το μεγαλύτερο παιχνίδι εξουσίας που ξεδιπλώνεται όσο αναπτύσσεται η πλοκή. «Είναι ένα παιχνίδι χειρισμού μεταξύ των δύο γυναικών, ένα πολύ ύπουλο παιχνίδι που δεν φαίνεται στην αρχή, τουλάχιστον από τη μεριά της Κριστίν. Οι δύο χαρακτήρες ξεκινούν από την ανάγκη τους να υπογραμμίσουν την ύπαρξή τους μέσα σε ένα κοινωνικό γίγνεσθαι», σημειώνει η ηθοποιός Καίτη Κωνσταντίνου, που ενσαρκώνει τον ρόλο της Νικόλ.

Το πρωτοποριακό, για την εποχή του Κλουζό, παιχνίδι μεταξύ του φανερού και του κρυφού εκτυλίσσεται σε πολλά επίπεδα της ταινίας: από τον συμβολισμό του σχολείου έως έναν κατ’ επίφαση χώρο ηθικής διαπαιδαγώγησης, που κρύβει άλλες συμπεριφορές πίσω από κλειστές πόρτες, μέχρι την εξαπάτηση και την εναλλαγή της εξουσίας που καταλήγει στο ανατρεπτικό φινάλε. Πόσο έχει αλλάξει η κοινωνία από τότε; Το έργο παραμένει επίκαιρο όσον αφορά το θέμα της κακομεταχείρισης των ανθρώπων από άλλους που βρίσκονται σε θέση εξουσίας και από την υποκρισία που κρύβεται σε αυτό. Με τη φράση «Θα έρθουν παιδιά μιας χωρισμένης στο σχολείο;» ο Κλουζό συμπυκνώνει το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής που στερεί από την απατημένη σύζυγο την ελευθερία της και την οδηγεί στο έγκλημα που μοιάζει με αναγκαίο κακό.
Το πιο ενδιαφέρον στις “Διαβολογυναίκες” είναι ότι από τους κεντρικούς χαρακτήρες μέχρι τον μικρό Φιλίπ υπάρχει το φανερό και το κρυφό, η ατζέντα, η ανάγκη για επιβίωση, να βρεις μια ισορροπία σε έναν κόσμο εξουσίας κατοχυρώνοντας το δικό σου κομμάτι», καταλήγει ο κ. Μέξης.

Σημειώνουμε εδώ ότι, όταν είχε δημιουργηθεί το φιλμ, εξέπληξε ο δεσμός των δύο γυναικών, γιατί ήταν κάτι πολύ προχωρημένο για την εποχή. «Που ακούστηκε απατημένη σύζυγος και ερωμένη να είναι μαζί». Στο ριμέικ της όμως το 1996 από τον Jeremiah S. Chechik, με τις Sharon Stone και Isabelle Adjani, η σκηνοθετική έμπνευση αφήνει σαφής υπόνοιες ότι η σχέση των δύο γυναικών δεν είναι απλά φιλική, αλλά και σεξουαλική. Κάτι τέτοιο όμως εδώ δεν διαφαίνεται καθώς ο σκηνοθέτης παραμένει πιστός στο πρωταρχικό έργο. Επιπρόσθετα, στην ταινία το «μεταφυσικό» τέλος αφήνεται στη φαντασία του θεατή. Στη θεατρική μεταφορά του, το τέλος δηλώνεται, με τον χαρακτήρα να εμφανίζεται σαν σκιά στο τελευταίο πέρασμα…

Το ζεύγος Ντελασάλ είναι η Μαρία Καβογιάννη (Κριστίνα) και ο Νίκος Αρβανίτης (Μισέλ), ενώ την ερωμένη υποδύεται η Καίτη Κωνσταντίνου (Νικόλ). Ο Σωτήρης Τσακομίδης είναι ο ντετέκτιβ που ερευνά την υπόθεση. Ο επιστάτης του σχολείου ενσαρκώνεται από τον Δημήτρη Λιόλιο και ο πρωτοεμφανιζόμενος Μιχάλης Προσπαθόπουλος υποδύεται τον αγαπημένο μαθητή της κυρίας Ντελασάλ.

Η Μαρία Καβογιάννη είναι ιδανική για τον ρόλο της ευαίσθητης, φιλάσθενης, καλόψυχης συζύγου. Ο Νίκος Αρβανίτης επίσης εξαιρετικά πειστικός, κουβαλώντας την αλαζονεία της εξουσίας. Η Καίτη Κωνσταντίνου, θα έλεγα ότι βρίσκεται σε πιο «οικεία» μονοπάτια, καθώς την έχουμε λίγο ταυτίσει με πιο «εγκληματικό» χαρακτήρα, και θεωρώ ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να ξεδιπλώσει όλες της δυνατότητες του ρόλου της.

Ο Μιχάλης Προσπαθόπουλος, είναι ο «φωτεινός» χαρακτήρας του έργου, καθώς υποδύεται ένα παιδί, έναν αγαπημένο μαθητή. Η ζωντάνια του χαρακτήρα που υποδύεται φαίνεται να μην έχει θέση στη «σκοτεινή» υπόθεση γι’ αυτό η σκηνοθετική οδηγία τον θέλει συχνά ανάμεσα στο κοινό κι αυτό πραγματικά ήταν κάτι ιδιαίτερα γοητευτικό καθώς επιτελούσε και συμβολικό ρόλο, διαχωρίζοντας τους δύο κόσμους, του καλού και του κακού.
Η σκηνοθετική και σκηνογραφική προσέγγιση του Πάρι Μέξη με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη, καθώς κατάφερε να μας μεταφέρει τη νουάρ ατμόσφαιρα μυστηρίου, μέσα από θαυμάσια μουσική υπόκρουση, σκιές, μουντά χρώματα και εξαιρετικούς φωτιστικούς σχεδιασμούς από τον Γιώργο Τέλλο και την Lighting Art (ειδικά το «τέχνασμα» της πισίνας ήταν εξαιρετικά ευφάνταστο), όπως επίσης και ο ενδυματολογικός σχεδιασμός από τον ίδιο και την Βιβέτα Στρατηγού, ενίσχυαν την συνολική ατμόσφαιρα του έργου.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ