Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο Βασίλης Κατσικονούρης σκηνοθετεί τον Βασίλη Βλάχο, στον Πολυχώρο Τέχνης «Αλεξάνδρεια», σε δύο κωμικούς μονολόγους του Καμπανέλλη με τίτλο: «Ένας “Πανηγυρικός” και ένας “Επικήδειος”».
Πρόκειται για δύο από τα τελευταία έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Η παράσταση αρχίζει με τον «Πανηγυρικό». Πρόκειται για τον λόγο ενός πολιτικού (Βασίλης Βλάχος), εγκάθετου από την «εθνοσωτήριο επανάσταση», ο οποίος όπως οι περισσότεροι συνάδελφοί του, απευθυνόμενος στο ακροατήριό του, εξαντλεί όλες τις δημαγωγικές του δεξιότητες, αφήνοντας εύλογα πολλά αναπάντητα ερωτηματικά για τον βίο και την πολιτεία του. Σε ένα βήμα, μπροστά στο οποίο είναι ανηρτημένη μια αφίσσα με το έμβλημα της χούντας: Το φοίνικα που αναγεννάται από τις στάχτες. Μόνο που στο κέντρο δεν υπάρχει στρατιώτης αλλά ένα γυναικείο σώμα.
Η Ελλάδα, που υποτίθεται αναγεννιέται από τις στάχτες της, μετά τη διαφθορά, τις καταστροφικές επιλογές και την τυχοδιωκτική τακτική, όλων αυτών των συμφεροντολόγων πολιτικών κάθε απόχρωσης, που με τον λαϊκισμό προσεγγίζουν και εξαπατούν τον απλό πολίτη. Μέσα στην αγωνία του, του καλλιεργούν την εντύπωση ότι είναι ίσος με αυτούς κι ότι έχουν την ειλικρινή διάθεση να τον στηρίξουν, με αντάλλαγμα την ψήφο του, να διορίσουν αυτόν, ή το παιδί του και να του προσφέρουν οποιαδήποτε εκδούλευση. Και έτσι εκείνος δίνει αξία σε πρόσωπα χαμερπή, κύμβαλα αλαλάζοντα, που το μόνο που κάνουν είναι να δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις και να φλυαρούν, καλύπτοντας το κενό με περισπούδαστες αερολογίες, θεωρώντας ότι καλύπτεται με αυτόν τον τρόπο η ανύπαρκτη παιδεία τους, ακριβώς όπως συμβαίνει με τον ήρωα του Καμπανέλλη.
Μετά τις προσφωνήσεις του Περιφερειάρχη, του Αρχιεπισκόπου και των λοιπών επισήμων, ο πολιτικός έχει το θράσος να μιλά για το φιλοσοφικό δίστρατο μπροστά στο οποίο έχουν βρεθεί όλοι οι άνθρωποι, που δεν είναι άλλο απ’ αυτό που οδηγεί στο δρόμο της αρετής ή σ’ εκείνον της κακίας.
Είναι καιρός να γραφεί μια νέα σελίδα στην ιστορία, λέει, και την επιδεικνύει λευκή, συνεχίζοντας το ίδιο γελοίο παιχνίδι, την επίδειξη κενότητας. Όλα, όμως, είναι προδιαγεγραμμένα και επαναλαμβανόμενα καθώς μόνο τα ονόματα αλλάζουν.
Μιλά επαινετικά και τιμητικά για το κεφάλαιο, το Θεόδωρο Πούρνο, ιδιοκτήτη εργοστασίου κονσερβοποιίας και κάτοχο μιας Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης, που ίδρυσε στην περιοχή του και έγινε έτσι ευεργέτης μιας και έδωσε δουλειά στον κόσμο και όχι μόνο, όπως συμπεραίνουμε στην πορεία. Έξοχη η σύλληψη του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο οποίος διαλέγει ένα τόσο αστείο, σαρκαστικό όνομα για τον βιομήχανο, που παρίσταται ως θεατής, στον οποίο ο πολιτικός απευθύνει το εγκώμιό του.
Αμέσως μετά αρχίζει να αναφέρεται στους καβγάδες των ζευγαριών και υποδύεται όλους τους ρόλους: Εκείνον που είναι άνεργος και μεθύστακας αλλά και τη γυναίκα του που διαμαρτύρεται και δεν είναι ευτυχισμένη. Συνεχίζει και με άλλες διενέξεις για να παρουσιάσει το Θεόδωρο Πούρνο σαν μέγα ευεργέτη, γιατί άνοιξε την αγορά εργασίας, μιας και όταν δεν υπάρχουν δουλειές, διαχέεται στην κοινωνία η δυσαρέσκεια με αποτέλεσμα να γίνονται ενέργειες εναντίον της Θρησκείας, του Κράτους και της Οικογένειας.
Ήθελε να τιμήσει τον κ. Πούρνο και αντί να βγάλει το μετάλλιο που θα του απέδιδε, βγάζει ένα «τάκα – τάκα», το γνωστό παιχνίδι της δεκαετίας του ’70, με τις δύο μπάλες, που είχε απαγορευτεί γιατί έκανε θόρυβο και ανησυχούσε τους περίοικους.
Υπεραμύνεται της τιμιότητάς του και θεωρεί ότι το μέτωπό του είναι καθαρό και ας λένε ότι παίρνει μίζες. Πίνει μονορούφι ένα ποτήρι νερό πριν γελοιοποιηθεί σαν γλειψιματίας και περιμένει μάταια να του το ξαναγεμίσουν. Μοιράζεται με το κοινό την απειλή που έχει ακούσει από τους πάντες, ακόμα και μέσα στο σπίτι του από την ίδια τη γυναίκα του: « Άμα γίνουν εκλογές, θα τα πούμε!» Όλοι τον απειλούν και εκείνος γίνεται υποχείριο τους, ενδίδοντας στις απαιτήσεις τους τρέμοντας την κατακραυγή τους.
Το κείμενο εξαιρετικά επίκαιρο ! Πιάνει ακριβώς το σφυγμό κάθε εποχής.
Ο Βασίλης Βλάχος γίνεται απόλυτα αντιπαθής στο ρόλο του και κινείται ανάμεσα στον αστεϊσμό και τη γελοιότητα. Γλοιώδης, σφουγγοκωλάριος, αυστηρός όταν επιπλήττει την κυρία που μιλάει με τη διπλανή της και δεν τον προσέχει, φαφλατάς, γλείφτης, υποτακτικός. Η πανηγυρική αυτή μέρα εξελίσσεται σε μέρα γελιοποίησής του, καθώς αποκαλύπτεται ο κακός, συμφεροντολόγος, καιροσκόπος και ευέξαπτος χαρακτήρας του.
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Κατσικονούρη είναι ευφάνταστη και δίνει τη δυνατότητα στο θεατή να καταλάβει όλους τους υπαινιγμούς του Καμπανέλλη για το διαβρωμένο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο.
Ακολουθεί ο « Επικήδειος» με εισαγωγή μουσική τσίρκου. Σε γραφείο του ’60 ο συγγραφέας εισέρχεται με μαύρα γυαλιά ηλίου μετά την κηδεία εκλεκτού συναδέλφου του. Μαύρα γυαλιά να κρύβουν το αδιάφορο βλέμμα και την υποκρισία.
Ειρωνεία. Επισκέπτεται το αποχωρητήριο, ακούγεται καζανάκι, πλύσιμο χεριών και κάθεται ανόρεχτα να γράψει στη γραφομηχανή του. Γράφει δυο αράδες και σταματά, πετά το χαρτί, ξανά και ξανά.
Βάζει μουσική το Casta diva από τη Norma του Bellini με την Κάλλας και τηλεφωνεί στο φίλο και συνάδελφο συγγραφέα, να μοιραστεί την ανησυχία του για το σύντομο της ζωής και κυρίως να σχολιάσει για την κηδεία που παρακολούθησε. Ο άλλος είναι άρρωστος και εκείνος τον κουράζει με σχολιασμούς του τύπου « Δεν έχω δει τόσο κόσμο για συγγραφέα! Ούτε ο Καζαντζάκης να ήταν!». Θεωρεί ότι οφείλει να έχει μια κηδεία πολυπληθή, για να «μην αφήνει να επιπλέουν οι φελλοί!» Μομφή και για το «φίλο» που κηδεύτηκε και δείγμα ματαιοδοξίας για τον εαυτό του, που δε δικαιώθηκε εν ζωή, επιθυμώντας να δικαιωθεί μετά θάνατον με τη κηδεία του, με τον κόσμο, που θα έρθει, με τους λόγους που θα εκφωνήσουν γι’ αυτόν.
Έχει μετρήσει τα στεφάνια της κηδείας και έχει προσέξει και ποιος τα έχει στείλει. Έχει δει τα κανάλια της τηλεόρασης, που κάλυψαν το γεγονός και επιπλήττει τον άλλον, στην ουσία κρύβοντας τη δική του πικρία: «Αν πατήσει τηλεόραση στην κηδεία σου εμένα να με χέσεις!»
Καταπληκτικό κείμενο αποκαλυπτικό της ματαιοδοξίας και της μικρότητας. Προτείνει στον συνομιλητή του στο τηλέφωνο να γράψει ο ένας τον επικήδειο του άλλου, ώστε να έχουν τουλάχιστον μια τέλεια κηδεία. Εκείνος, έχει ήδη ξεκινήσει να κάνει τον επικήδειο του φίλου του, του άρρωστου Τάσου: « Ω μεγάλε νεκρέ!» «Θέλω η κηδεία σου να κάνει μπαμ !» Αυτά τα λόγια κρύβουν τη δική του επιθυμία η δική του κηδεία «να κάνει μπαμ !» Μέσα στη νεκρολογία επισημαίνει ότι ένας φίλος του, γιατρός, του είπε κάποτε ότι «όλοι είμαστε περιπατούντες νεκροί». Αφού ο Τάσος τον αποθαρρύνει μετά απ’ όσα έχει ακούσει, εκείνος δεν αποθαρρύνεται, κάνει την επόμενη απόπειρα και τηλεφωνεί σε άλλον συνάδελφό του, τον Λουκά για να φροντίσει τον επικήδειό του.
Σφορδή αμφισβήτηση του πνεύματος και της εξουσίας. Όλοι θέλουν να υπερβούν τα όριά τους, αυτά της γήινης και φθαρτής ανθρώπινης φύσης. Παραγνωρίζουν το πεπερασμένο της ζωής και επιθυμούν την αθανασία, την αιωνιότητα και την υστεροφημία. Από κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωση γίνονται μικρά ανασφαλή ανθρωπάρια, που θέλουν να αποθεωθούν έστω και νεκροί.
Άλλη μια φορά υπέροχος ερμηνευτής ο Βασίλη Βλάχος, κινητικός πάνω στην σκηνή, μιλώντας με άνεση στο τηλέφωνο, με τρόπο που καθηλώνει τον θεατή μεταφέροντας και τις απαντήσεις του συνομιλητή του. Διεισδυτική η ματιά του σκηνοθέτη Βασίλη Κατσικονούρη και ωραίες μουσικές επιλογές, που υπογραμμίζουν μέρη των κειμένων, που αποτελούν βαθειά κριτική της ελληνικής κοινωνίας, της υποκρισίας της και κυρίως του μικροαστικού τέλματός στο οποίο έχει περιέλθει και του κοντόφθαλμου βλέμματός της.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ
[…] άρθρο Κριτική για την παράσταση «Ένας Πανηγυρικός και ένας Ε… εμφανίστηκε πρώτη φορά στο […]