Κριτική για την παράσταση "Φθινοπωρινή σονάτα"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Σε ένα έξυπνο σκηνικό απ’ όπου έβγαιναν συρτάρια με πετσέτες, κομοδίνα, πιάνο και κρεβάτι, στήθηκε το σπίτι του πάστορα Βίκτωρ (Δημήτρης Ήμελλος) στο οποίο μας καλωσόρισε ο ίδιος παρουσιάζοντάς μας τη μελαγχολική του σύζυγο Εύα (Δέσποινα Κούρτη) την ώρα που εκείνη συντάσσει μια επιστολή – πρόσκληση στη μητέρα της. Ο Βίκτωρ ως ρόλος, ήδη από το φιλμάκι που προβάλλεται στο φουαγιέ και παρακολουθούν εισερχόμενοι οι θεατές αλλά και επί σκηνής στη συνέχεια, κρατά μια απόσταση, όταν δε συμμετέχει στην θεατρική πράξη και παρατηρεί από τα πάνω καθίσματα του θεάτρου πώς εξελίσσεται η σχέση της γυναίκας του με τη μητέρα της.

Η σκηνοθεσία του Άρη Τρουπάκη, είχε στόχο να φέρει το έργο στα μέτρα των θεατών εντάσσοντάς τους στα όσα διαδραματίζονται, άλλοτε σαν φιλοξενούμενους κι  άλλοτε σαν παρατηρητές, καθιστώντας τους  κοινωνούς στα αδιέξοδα των χαρακτήρων. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου όπως επίσης και η μουσική, αντιπαραθέτουν την εντυπωσιακή εμφάνιση και κίνηση μια ντίβας στην συγκρατημένη συμπεριφορά της Εύας και του Βίκτωρ. Το κόκκινο φόρεμα που φορά η «πενθούσα» Σαρλότ στο γεύμα με πρόθεση να σοκάρει την κόρη της, σημειολογικά συμπυκνώνει αυτήν την εγωκεντρική και αντιφατική προσωπικότητα, που ενώ μαγεύει όλον τον κόσμο με  το ταλέντο της, πληγώνει, ανταγωνίζεται και καταστρέφει ό,τι πιο δικό της, το παιδί της.

Η Σαρλότ (Μπέτυ Αρβανίτη), διάσημη σολίστ, έρχεται μετά από 7 χρόνια με ένα σωρό βαλίτσες να ξανασυναντήσει σε μια απομακρυσμένη επαρχία την κόρη της, Εύα. Στη διάρκεια της φιλοξενίας της στο επισκοπείο και οικία του ζευγαριού, αποκαλύπτονται σταδιακά οι ανεπούλωτες πληγές τόσο οι δικές της όσο και της κόρης της. Η Εύα καταλογίζει στη μητέρα της φιλαρέσκεια, φιλαυτία, εγωπάθεια κι αδιαφορία, καθώς το μόνο της ενδιαφέρον ήταν η καριέρα της και οι έρωτές της, αφού εγκατέλειψε την οικογένειά της: τον υποχωρητικό σύζυγό της Γιόσεφ, την άρρωστη Έλενα και βέβαια την ίδια την Εύα.

Η Σαρλότ έχει ακριβώς τον αέρα της ντίβας, κινείται με άνεση και έχει γνώμη για όλους και για όλα. Το μόνο στο οποίο υποχωρεί είναι το χρήμα καθώς αφήνει ακόμα και τις διακοπές της για μια καλή αμοιβή. Αντιμετωπίζει περιφρονητικά το Βίκτωρ, το σύζυγο της κόρης της, προσφέροντας μια επιτηδευμένη γονεϊκή τρυφερότητα στην άρρωστη Έλενα. Ώσπου μια νύχτα καθώς η Σαρλότ ξυπνά ταραγμένη από έναν εφιάλτη και η Εύα σπεύδει να δει τι της συμβαίνει και να την συνεφέρει, αναδύονται όλα τα εκατέρωθεν απωθημένα σημεία τριβής στη σχέση τους κι ανοίγουν οι παλιοί λογαριασμοί. Η Σαρλότ δε δέχτηκε από τους δικούς της γονείς τρυφερότητα, με τη σειρά της δεν έδωσε ούτε εκείνη στα παιδιά της, με αποτέλεσμα ούτε και η Εύα να αγαπήσει τον άνδρα της, παρά μόνο μετά την απώλεια του παιδιού τους.

Θεωρώντας ότι ξέρει ποιο είναι το καλό των παιδιών της κατέστρεψε τη ζωή της Εύας χωρίζοντάς την από τον πρώτο της έρωτα και οδηγώντας την σε έκτρωση που εκείνη ποτέ δεν της συγχώρεσε. Ειδικά μετά την απώλεια και του γιού που απέκτησε στη συνέχεια με τον Βίκτωρ. Ένα γεγονός, μια τραυματική εμπειρία που την κλόνισε τόσο ώστε μόνο μέσα από μια κατασκευασμένη θεωρία, ότι ο μικρός Έρικ με έναν τρόπο επικοινωνεί μαζί της καθημερινά, μπόρεσε να διαχειριστεί.

Η Δέσποινα Κούρτη, από την αρχή ταπεινή και θρησκευόμενη, με παλιομοδίτικο ντύσιμο, βάζει μια πιο επίσημη ζακέτα  για να υποδεχτεί τη μητέρα της. Λάμπει από χαρά και με συγκρατημένο άγχος όταν τη υποδέχεται στο σπίτι, τρέχει να προλάβει οποιαδήποτε επιθυμία της, πριν καν την εκφράσει. Θέλει να της αποδείξει ότι δεν της προσέφερε ως μητέρα ό,τι θα μπορούσε, για να ξεσπάσει με τέτοιο τρόπο, που το κοινό ταυτίστηκε απόλυτα με την Εύα στο σπαρακτικό της αυτό ξέσπασμα που πονούσε, έκλαιγε, και χρέωνε τη δυστυχία της στη μάνα της. Κι αυτή με τη σειρά της περνάει σε θέση άμυνας και λέει λόγια που δεν έχει πει ποτέ, εκλιπαρεί σε εμβρυϊκή στάση να την πάρει η κόρη της αγκαλιά κι εκείνη εκδικητικά δεν ,την παίρνει και πάνω σε ένα κρεβάτι να γίνεται μια μάχη με θύματα τις ίδιες.

Θα τραπεί σε φυγή το πρωί, αφήνοντας ένα κενό στην Εύα, η οποία είναι έτοιμη πάντα να την ξανακαλέσει ζητώντας συγγνώμη για τον τρόπο που της φέρθηκε.

Σχέσεις θεμελιώδεις, προσδιοριστικές, όπως αυτή μητέρας – παιδιού, για την εξέλιξη ενός ατόμου, οι οποίες αποδεικνύονται από εύθραυστες έως καταστροφικές πολλές φορές.

Ο πάστορας Βίκτωρ (Δημήτρης  Ήμελλος) διατηρεί μιαν απόσταση, μιαν ευγένεια και μια βαθιά κατανόηση για τις αδυναμίες των δύο αυτών γυναικών, εμφανώς παρακινημένος από την αγάπη του για τη γυναίκα του Εύα. Δίνει χώρο στην Εύα για να θεραπεύσει την ανασφάλειά της ενώ σέβεται και θαυμάζει την πεθερά του, όπως και η σύζυγός του τη μητέρα της για την κατάρτισή της στη μουσική. Ακούνε  όλοι προσεκτικά τις υποδείξεις της για την ερμηνεία του Σοπέν, που δεν ήταν ρομαντικός, που εξέφραζε πόνο με τη μουσική του. Μεγαλώνει την Εύα, προσπαθεί να τη βοηθήσει στην ενηλικίωση της, ενώ της λείπουν βασικά κομμάτια από το παζλ. Την ώρα του φαγητού, ενώ η πολυάσχολη Σαρλότ μιλά με τον ατζέντη της, εκείνος της κρατά στο αυτί το τηλέφωνο για να σημειώνει εκείνη.

Το μουσικό κουτί, που πρώτη η Σαρλότ κουρδίζει για να ακουστεί η μελωδία του, παραπέμπει στον Έρικ και το δικό του δωμάτιο. Δωμάτιο, όπου η Εύα επικοινωνεί με το παιδί της που έχει πεθάνει. Αυτό πληγώνει την Εύα , που αρχίζει να μιλά για τη θεωρία της ότι ο γιος της ζει σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη, παράλληλη πραγματικότητα. Λέει ότι δεν υπάρχουν όρια, ότι ο Θεός αφήνει παιδάκια να παθαίνουν από την πείνα, να σκοτώνονται, ότι μέσα στον άνθρωπο υπάρχουν όλα. Από το υψηλότερο ως το πλέον χαμερπές, από το Ύψιστο ωε το Έσχατο. Έτσι έχει ξεγελάσει τον πόνο της και η Σαρλότ  την ειρωνεύεται ότι  έχει λύσει το αίνιγμα του κόσμου και έχει απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα και συμβουλεύει τον Βίκτωρ να μην την αφήνει  να κυκλοφορεί ελεύθερη γιατί μπορεί να κάνει καμιά τρέλα.

Ο Βίκτωρ όμως την αγαπά και με τη στάση του, τον ήχο της φωνής του και το μειλίχιο ύφος του, εκφράζει αυτή την καρτερικότητα για μια γυναίκα που τελικά τον παντρεύτηκε χωρίς να τον αγαπά. Κι εκεί που όλα έμοιαζε να πηγαίνουν καλύτερα, έρχεται ο πνιγμός του Έρικ και απλώνει πάνω τους ένα μαύρο σύννεφο.

Η Εύα φωνάζει στη μάνα της ότι άνθρωποι σαν εκείνη είναι επικίνδυνοι και θα έπρεπε να τους κλείνουν μέσα για να μη μπορούν να κάνουν κακό. Κλαίνε και οι δύο πολύ ενώ αγνοούν, κάθεμιά τους τα προβλήματα υγείας της άλλης.

Ο σύντροφος της Σαρλότ, ο Λεονάρντο, της είχε πει, προφανώς μιλώντας για εκείνη, ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν αίσθηση της πραγματικότητας. Έτσι η Σαρλότ ήρθε στην κόρη της για να λάβει φροντίδα από εκείνη καθώς ένιωθε το ίδιο αβοήθητη όσο το παιδί της. Φαύλος κύκλος και αδιέξοδη κατάσταση.

Όλη αυτή η αντιπαράθεση διακόπτεται κατά διαστήματα από τις φωνές της Έλενας, που δεν εμφανίζεται στην σκηνή, όμως φωνάζει την αναπηρία όλων των προσώπων που ενέχονται στη διένεξη. Είναι μια πεταλούδα που χτυπιέται στο παράθυρο, όπως παλιά είχε επισημάνει για την Έλενα ο Λεονάρντο.

Μια σωστά συντονισμένη παράσταση με εκπληκτικές ερμηνείες! Και οι τρεις ηθοποιοί σε ρεσιτάλ υποκριτικής τέχνης, ο καθένας από το ρόλο του προσφέρει τη προσωπική του σφραγίδα.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ