Από τη θεατρολόγο Ραφαέλα Χαμπίπη
Η Γκρέγκορι Σάμσα ξυπνάει και έχει μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο έντομο. Δε μπορεί να ανοίξει την πόρτα του δωματίου της, ούτε να καλημερίσει την οικογένειά της που με αγωνία και εκνευρισμό αναρωτιέται τι μπορεί να της έχει συμβεί και μένει απομονωμένη δίχως να βρίσκεται ήδη στην εργασία της. Η Γκρέγκορι δε νοείται να μη δουλέψει. Η Γκρέγκορι πρέπει να δουλέψει. Για εκείνους.
Κάπως έτσι οι πρώτες σκηνές της μεταφοράς του λογοτεχνικού αριστουργήματος του Κάφκα στη θεατρική σκηνή, ξυπνούν την αγωνία και τον φόβο. Η επιτυχία της σκηνοθεσίας του Τάσου Σαγρή βασίζεται στη γνώριμη αίσθηση της έκπληξης και της φοβίας που χαρακτηρίζει κάτι τόσο απόκοσμο όσο μία μεταμόρφωση. Ο ίδιος κατάλαβε και φανέρωσε από την πρώτη στιγμή τον θεματικό πυρήνα που εντόπισε στο κείμενο. Η αποπνικτική ατμόσφαιρά μεταδίδει ένα οικείο, έντονο άγχος, ένα συναίσθημα αργοπορίας και ματαίωσης. Η ζωή ενός ανθρώπου, ένας διαρκής αγώνας για να ξυπνήσει, να παρατήσει τα όνειρά του, να εγκαταλείψει την ασφάλεια του κρεβατιού και του σπιτιού και να βγει στον κόσμο και στην πραγματικότητα μιας πρωινής και άχαρης ρουτίνας. Στην πραγματικότητα του καπιταλισμού αν αργήσεις, αν δεν παράγεις, αν δε συμβάλλεις στην κοινωνία, πρέπει να απολογηθείς και ύστερα να τιμωρηθείς. Στη Γκρέγκορι Σάμσα δεν επιτρέπεται να είναι ένα έντομο, ένα παράσιτο.
Σημαντικό εύρημα της σκηνοθεσίας, η σκηνική παρουσίαση μίας ευδιάκριτης και επίκαιρης διάστασης του έμφυλου στοιχείου. Αν και στο πρωτότυπο το κεντρικό πρόσωπο είναι αρσενικό, στη σκηνή παρουσιάζεται η Γκρέγκορι ως μία γυναίκα η οποία κουβαλά στους ώμους της τα βάρη όλης της οικογένειας. Η ανικανότητα του πατριάρχη της οικογένειας να ανταπεξέλθει στα οικονομικά βάρη δίνει το βήμα στην πρωτότοκη κόρη να βγει στην αγορά εργασίας. Όχι για τη δική της ολοκλήρωση αλλά για να συντηρήσει την οικογένεια, να θυσιαστεί για τους συγγενείς της, κάτι που θεωρείται αυτονόητο χρέος της. Αναφέρεται ξεκάθαρα πως η Γρέγκορι ελάχιστα χρήματα κρατούσε για την εαυτή της και πως όλες της τις απολαβές, τις δώριζε στον πατέρα, τη μητέρα και τη μικρή αδερφή της. Η σημερινή γυναίκα της μεσαίας τάξης δε βρίσκει απαραίτητα τη χειραφέτηση μέσα από την εργασία. Αντιμετωπίζει μία διπλή καταπίεση. Οι έλεγχοι και οι περιορισμοί, η ψυχολογική κακοποίηση και η ψυχρή αντιμετώπισή της προέρχονται ταυτόχρονα και από τον εσωτερικό χώρο της οικογένειας και από τον εξωτερικό της εργασίας. Το ανδρικό στοιχείο που σαρκώνεται με τη μορφή μασκοφόρων εξουσιαστών. Ο πατέρας της Γρέγκορι και ο προϊστάμενός της στην Υπηρεσία - δεν πρόκειται για εταιρεία αλλά για τη δουλειά και τους ανθρώπους που για χρόνια υπηρετεί - είναι οι πρώτοι και οι σκληρότεροι επικριτές της. Πως τόλμησε να παρακούσει τους άνδρες εξουσιαστές της; Πως τόλμησε να μην είναι πια ένα ανθρωπόμορφο γρανάζι στη μηχανή της κοινωνικής συνοχής; Πως τόλμησε να μεταμορφωθεί; Οι μάσκες (Κρικελλή) κρύβουν την ανθρώπινη υπόσταση των εξουσιαστών και αναδεικνύουν την τρομακτική και ακίνητη – δίχως σπασμούς, ρυτίδες έκφρασης και συναισθήματα εικόνα των ανδρείκελων που αναλαμβάνουν τη διατήρηση των πραγμάτων «ως έχουν». Από την άλλη, η μητέρα και η αδερφή της Γκρέγκορι, παρουσιάζονται αρχικά ανθρώπινες, με κάποια σημάδια τρυφερότητας και κατανόησης δίχως βέβαια να είναι ικανές να παρακούσουν την εξουσία των ανδρών. Στη συνέχεια παρατηρείται η έμμεση συναίνεσή τους στα πεπραγμένα και όχι τόσο η έλλειψη πυγμής. Η ανθρωπιά τους είναι περισσότερο μία μάσκα, απλώς αόρατη στην περίπτωσή τους λόγω των επιταγών που αντιμετωπίζουν λόγω φύλου.
Άμεσα συνδεδεμένη με τις έμφυλες διαστάσεις, είναι και η αναπαράσταση του θεσμού της οικογένειας ως κατασταλτικός μηχανισμός και προπαρασκευαστικός μικρόκοσμος που καλείται να προετοιμάσει τον απόγονο για το ρόλο του στη μεγάλη μηχανή. Το πρωινό ξύπνημα, οι τιμωρίες και οι προβολές των προσωπικών έτερων «θέλω» που μεταμφιέζονται ως αυτονόητος αυτοσκοπός του παιδιού εντείνουν το αίσθημα γνώριμου άγχους από σκηνή σε πλατεία, καθώς επιτυγχάνεται η απόλυτη αναφορά σε δεδομένα που παραδοσιακά ενυπάρχουν - κυριαρχούν και στην ελληνική πραγματικότητα. Σε μία ανάμνηση των παιδικών χρόνων της Γκρέγκορι και των πρώτων της ως νεαρή ενήλικη, παρουσιάζονται δύο ετεροτοπίες. Οι αγαπημένες οικογενειακές στιγμές δεν κρύβουν παρά ένα καλοστημένο σχέδιο, κάτω από τη φαινομενολογία της θαλπωρής. Το παιδικό παραμύθι – πολιτικό αφήγημα της μητέρας για το προδιαγεγραμμένο μέλλον της κόρης να ανακουφίσει τον πατέρα παίρνοντας τη θέση του είναι μία γροθιά στο στομάχι, ειδικά τη στιγμή που ο μονόλογος που προδικάζει μία ενήλικη ζωή έχει διττή σημασία, εκείνη της παραίνεσης και την πιο αληθινή, της επιβολής.
Από τεχνική σκοπιά, πρόκειται για μία μετάδοση επίκαιρη που συνομιλεί με τον απολυταρχισμό του σήμερα και χάρη στον προσεκτικό φωτισμό (Παπανδρικόπουλος), την εξαιρετική και σύγχρονη μουσική επιμέλεια σε συνδυασμό φυσικά με το καλοστημένο video art (Καφετζή), δημιουργεί ένα σκηνικό γεγονός που παράλληλα με μία ανανεωτική αύρα φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη στιβαρότητα του περιεχομένου του. Φυσικά δε θα μπορούσα να παραλείψω την συγκινητική ερμηνεία της Σίσσυς Δουτσίου, η οποία κοπιάζει να υπερβεί τα σωματικά της όρια εκπλήσσοντας με την κινησιολογία του σώματός της ενώ είναι πασιφανής η σύνδεσή της με την Γκρέγκορι. Ταυτόχρονα, ανταποκρίνεται ευχάριστα στις απαιτήσεις η Λουκία Ανάγνου, πραγματοποιώντας τη σταδιακή μα σημαντική δραματουργικά, εξέλιξη του χαρακτήρα που υποδύεται.
Η Μεταμόρφωση είναι μια ιστορία για όσες, όσους και όσα μεταμορφώθηκαν γιατί δεν άντεξαν να υπηρετούν. Η Γκρέγκορι είναι το θύμα μιας πυραμίδας μορφών εξουσίας που αλληλοεπιδρούν και με εμμονική δουλικότητα συντηρούν την ιεραρχία της. Η Γκρέγκορι όμως δεν καταστέλλεται, απλώς εξαλείφεται και τη θέση της παίρνει η μικρή αδερφή που θυσιάζει με τη σειρά της την παιδική της ηλικία και ακολουθεί την πάγια τακτική στην οποία καταφεύγουν όσοι δε θέλουν να φοβούνται πια το τέρας. Ξεκινά να του μοιάζει. Ίσως η μεταμόρφωση να είναι η λύτρωση και η ανθρωπιά να μην είναι πάντα ανθρωπόμορφη.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ