Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Οι επιχειρήσεις Λεμπέση άνοιξαν ξανά το ιστορικό τους αρχείο και σε συνεργασία με τη Music and Drama Productions, παρουσιάζουν την παράσταση σταθμό «Η Μικρή μας πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη, με ένα εξαιρετικό κάστ ηθοποιών τους Νικήτα Τσακίρογλου, Πέμη Ζούνη, Αλεξάνδρα Λαδικού, Στράτο Τζώρτζογλου, Στέφανο Κυριακίδης, Θέμις Μπαζάκα, Νεφέλη Ορφανού, Γιώργο Γεωγλερής, Βάσω Γουλιελμάκη, Γεράσιμο Σκιαδαρέσης, Φώτη Θωμαίδης, Μιχάλη Μιχαήλος, Γιώργο Μακρής και τον μικρό Στέλιο Φώτη
Η παράσταση, που παίχτηκε με τεράστια επιτυχία στο θέατρο Λαμπέτη, ήταν προσωπική επιλογή του Γιώργου Λεμπέση και από όλες του τις παραγωγές, η πιο αγαπημένη. Ιστορικά αναφέρουμε ότι αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς και έμεινε στην ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου. Η οικογένεια του Γιώργου Λεμπέση με ιδιαίτερη συγκίνηση παρουσίασε on demand από τις 29 Απριλίου έως και τις 9 Μαΐου, από το viva.gr , αυτήν την σπουδαία παράσταση και την αφιέρωσε σε εκείνον, γνωρίζοντας το πόσο την πίστεψε και πόσο την αγάπησε.
Η Μικρή μας Πόλη ( Our town ) είναι τρίπρακτο θεατρικό έργο του Θόρντον Ουάιλντερ, έργο του αμερικανικού μεσοπολέμου, τοποθετημένο στην φανταστική μικρή πόλη Γκρόβερς Κόρνερς και μιλάει για την ιστορία των κατοίκων μιας συνηθισμένης πόλης, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Θα μπορούσε να είναι η πόλη του καθενός μας. Η ζωή του κάθε ανθρώπου με όλη την διαδρομή και όλα τα στάδια, από την καθηλωτική ρουτίνα της ζωής, τον απελευθερωτικό έρωτα, τον γάμο, τον θάνατο, όλα τα στάδια της ζωής στα οποία με γλαφυρό τρόπο κινείται ο συγγραφέας. Η πρώτη παράσταση ανέβηκε στο Mc Carter Theatre στο Princeton του New Jersey το 1938. Την ίδια χρονιά κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ.
Ξημερώνοντας στην φανταστική αυτή πόλη ο Νικήτας Τσακίρογλου εντάσσει τον θεατή σε αυτή την πόλη τη γεμάτη ζωή, μόχθο και πόνο. Από την αρχή με αποστασιοποιημένη διήγηση περιγράφει το έργο, τους ήρωες και ενημερώνει ότι παίζει στην παράσταση αυτή εκείνος και πολλοί άλλοι. Εξαιρετικό σκηνοθετικό εύρημα του Μίνου Βολανάκη, μια υπέροχη περιγραφή μιας επαρχιακής πόλης και μια σκηνική δράση χωρίς αντικείμενα. Η πόλη ξυπνά πολύ νωρίς και παρακολουθούμε τον καθημερινό κάματο, την καθημερινή δράση που ρουφά τους ανθρώπους, τα όνειρά τους, την απαξίωσή τους. Η εισαγωγή αυτή προκαλεί τον θεατή να ταυτιστεί με τους ήρωες και να τους ακολουθήσει στην πορεία τους. Παρουσιάζει τα πρόσωπα και τις μικρές τους ιστορίες. Χαρακτηριστική η σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη, συντόνισε διαφορετικές σειρές ηθοποιών και τους ενέταξε αρμονικά στην παράσταση. Οι δυο μητέρες Αλεξάνδρα Λαδικού και Θέμις Μπαζάκα υπηρετούν την παράσταση με αμεσότητα και παραστασιακή τέχνη χωρίς αντικείμενα. Καταπληκτικές και οι δυό. Έντονη η υπογραφή του σκηνοθέτη με εναλλαγή ρόλων ώστε να επικοινωνήσει σε πρώτο επίπεδο απόλυτα καλλιτεχνικό το έργο και την ουσία του.
Η καθηλωτική στασιμότητα, τα κακά οικονομικά αποκαλύπτουν τη διάθεση κάποιων ανθρώπων όπως της κ. Γούεμπ (Θέμις Μπαζάκα), μητέρα οικογένειας και σύζυγος του δημοσιογράφου κ. Γουέμπ να ταξιδέψει να δει τον κόσμο πέρα από τα όρια αυτής της κλειστής κοινότητας. Η Ρεβέκκα, η κόρη της κάνει οικονομίες και αυτό είναι το μόνο που της αρέσει πιο πολύ από οτιδήποτε. Για αυτήν αυτό είναι μια διαφυγή. Ο καθηγητής (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης) με χαρακτηριστική πολυλογία και κίνηση επιτηδευμένου ομιλητή, μιλά χωρίς σταματημό για τα απολιθώματα της περιοχής. Στην πόλη σας δεν λογαριάζει κανείς την κοινωνική ανισότητα και αδικία, λέει, ενώ εδώ δεν έχουν και πολύ καλλιέργεια του ωραίου και του πολιτισμού. Εδώ όμως οι άνθρωποι παρακολουθούν τα πουλιά, τον ήλιο, απολαμβάνουν τη φύση.
Προσεγμένη η κινησιολογία της παράστασης. Ο κ. Γουέμπ κουρεύει την πρασιά του, οι μητέρες καθαρίζουν φασολάκια, καθημερινή σοφία επιβίωσης και εξωραϊσμού. Ο καθηγητής (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης) γίνεται και Χοροδιδάσκαλος στην εκκλησία όπου μαθαίνουν τραγούδι οι κυρίες της περιοχής, αναζητώντας και εκείνες έναν διαφορετικό δικό τους τρόπο διαφυγή από την πνιγηρή καθημερινότητα.
Εξαιρετική η Νεφέλη Ορφανού στο ρόλο της γειτόνισσας στα κουτσομπολιά που ακολουθούν την χορωδία και αποτελούν μικρό ιντερμέδιο σε αυτή την κατά τα άλλα δύσκολη ζωή της βιοπάλης μέσα σε ένα περιβάλλον κλειστό σαν φυλακή. Είναι να απορεί κανείς πως μπορούν να είναι ευτυχισμένοι, ενώ συνάμα είναι τόσο περιορισμένοι.
Εξελίσσεται η σχέση της Έμιλυ Γουέμπ, έφηβης κόρης του κ, Γουέμπ (Πέμυ Ζούνη) με τον Τζωρτζ, το γειτονόπουλο, γιο του γιατρού Γκιμπς. Εκείνος την παρακολουθεί από το παράθυρο να διαβάζει με τις ώρες. Εκείνη επιμελής, ρομαντική, ανασφαλής, εκείνος ανώριμο αγόρι, όχι μεγάλων επιδόσεων στο σχολείο, έτοιμος όμως να ξεκινήσει να δουλεύει να αναλάβει ευθύνες, να κάνει τη δική του αρχή, να αναλάβει τη φάρμα του θείου του, να δουλέψει σκληρά, ό,τι τελικά θα κάνει. Τα πράγματα είναι συμβατικά. Η Έμιλυ θέλει κάποιον να την αγαπά, ενώ ο Τζωρτζ κάποιον να τον στηρίζει.
Το έργο εξελίσσεται σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα προσπαθώντας να καλύψει όλες τις εκφάνσεις και εξελίξεις της ζωής. Παρακολουθούμε την σχέση των δυο νέων, την ανασφάλεια της κοπέλας, τις παραινέσεις των μεγαλύτερων για την καινούργια ζωή των παιδιών τους, που ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Χιουμοριστικά ακούγονται σχόλια ότι δεν αφήνουν τον πεθερό μόνο του με τον γαμπρό πριν το γάμο γιατί θα του ανοίξει τα μάτια.
Ο Νικήτας Τσακίρογλου Αφηγητής, Ιερέας, Παγωτατζής, αποκαλύπτει έναν όμορφο άνθρωπο, αληθινό όπως πολλοί κάτοικοι της μικρής αυτής πόλης.
Η Τρίτη πράξη εκτυλίσσεται εννιά χρόνια μετά μέσα στην τελευταία κατοικία των ανθρώπων. Θλίψη διάχυτη, αναστοχασμός, σοφία. Οι νεκροί μιλούν και νιώθουν ότι κόβουν τα δεσμά με τους ζωντανούς. « Οι ζωντανοί δεν καταλαβαίνουν, ζουν σαν να είναι κλεισμένοι μέσα σε κουτιά», καταλαβαίνουν πόσο οδυνηρό είναι το σκοτάδι μέσα στο οποίο ζουν οι ζωντανοί. Η Έμιλυ θέλει να γυρίσει πίσω στη ζωή και σε μια συστολή του χωροχρόνου κατορθώνει να βρεθεί την στιγμή των γενεθλίων της των δώδεκα ετών. Συγκλονιστική εμπειρία που στην κυριολεξία, την διαλύει, ενώ αντιπαρήλθε τις παραινέσεις των άλλων νεκρών να μην το επιχειρήσει. Όλα περνούν γρήγορα και δεν τα προσέχουμε.
Απίστευτο που παρακολουθούμε τη διαδρομή από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής των ανθρώπων, της δικής μας ζωής. Κάθε παιδί που γεννιέται είναι η προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει ένα τέλειο πλάσμα. Ωστόσο οι ζωντανοί είναι άνθρωποι τυφλοί, που χαραμίζουν τη ζωή τους στο κυνήγι ανούσιων πραγμάτων.
Ωραίες ερμηνείες από όλους σε αυτή την παράσταση σταθμό, που ευτυχώς μας δόθηκε σε αυτόν τον δύσκολο καιρό του αποκλεισμού και της θεατρικής στέρησης.
Το επιμύθιο είναι ότι η ζωή συνεχίζεται, όπως εκείνη ξέρει, χωρίς κανείς να μπορεί να την αποτρέψει.