Από τη θεατρολόγο Ραφαέλα Χαμπίπη
Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Η Αυλή των Θαυμάτων – Το μιούζικαλ. Τη μουσική υπογράφει ο Στέφανος Κορκολής και τη σκηνοθεσία ο Χρήστος Σούγαρης.
Το πρώτο ανέβασμα της παράστασης, το 1957, ήταν φορτισμένο από την πρόσφατη στρατιωτική ιστορία και τα γεγονότα πολέμων, διωγμών και εμφυλίου. Η προσφυγιά, φτώχεια, η ανέχεια και η καθημερινότητα των γνωστών – αγνώστων λαϊκών τύπων της κατώτερης τάξης πρωταγωνιστούν στο κείμενο και αναδείχτηκαν στη σκηνή. Η συνύπαρξη και το όνειρο πρωταγωνιστούν με γερές ρίζες, αίτια και αιτιατά στην αυλή του Καμπανέλλη. Στην αυλή του Μεγάρου;
Αν και το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου ανταποκρίνεται τεχνικά και με ένα ρεαλιστικό και εντυπωσιακό τρόπο στις ανάγκες της αυλής, λείπει η χρονολογική ακρίβεια. Ο σκηνικός χρόνος είναι αόριστος, ίσως μία προσπάθεια για ταύτιση από κάθε γενιά και εναπόθεσης του έργου στο βάθρο του διαχρονικού. Η ενδυματολογία της ίδιας, πετυχημένη για τον κάθε χαρακτήρα αλλά ξανά δίχως συγκεκριμένη ιστορικότητα σε συνδυασμό με τα σκηνικά αντικείμενα (μία σημαία του ΠΑΣΟΚ ίσως για να θυμίσει ξανά τους κύκλους της ιστορίας αλλά δίχως να εξηγείται ποτέ η παρουσία της), δημιουργεί ένα χωροχρόνο που περιορίζεται στην αυλή. Η αυλή είναι ένας τόπος θαυμάτων, ονείρου και απελπισίας. Δεν είναι όμως αποκομμένη από τον έξω κόσμο. Αντίθετα όσα συμβαίνουν σε αυτόν επηρεάζουν άμεσα τους ενοίκους, τις μεταξύ τους σχέσεις, τις προσωπικές τους εξελίξεις ή και καταβυθίσεις. Η αυλή, παραμένει ανεξίτηλη στο χρόνο όπως και τα προβλήματα των ενοίκων, κατοίκων, πολιτών αυτής της πόλης. Είτε κατεδαφιστεί η πολυκατοικία, είτε γίνει Airbnb, είτε γραφεία, οι άνθρωποι θα βρίσκονται εν κινήσει, περιπλανώμενοι και με μία πυξίδα που ίσως κάποτε τους δείξει το δρόμο για το όνειρο.
Πρόκειται όμως για ένα μιούζικαλ που με τη δυναμική και συναισθηματική μουσική του Στέφανου Κορκολή και παρά τις περιορισμένες χορογραφίες – αποτελεί φόρο τιμής στον δημιουργό και συγκινεί με τις γνώριμες ιστορίες της διπλανής πόρτας που ζωντανεύουν και παρακινούν απενοχοποιημένη ψυχαγωγία. Οι στίχοι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου αλλά και η δραματουργική προσέγγιση της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου – αγγίζει το εξατομικευμένο ψυχογράφημα παρά την απαιτητικότητα ενός πολυμελούς θιάσου - αποδίδουν ένα θέαμα προσεγμένο, με ροή και νόημα, προσκομίζοντας μία επεξηγηματική απλότητα στις επιμέρους ιστορίες των ενοίκων.
Ξεχωρίζουν οι ερμηνείες του Αλέξανδρου Βάρθη και της Μαρίας Διακοπαναγιώτου, καθώς είναι φανερό πως έχουν αντιληφθεί πλήρως τη σημασία των ρόλων τους στην ενσάρκωση του ονείρου και της νεανικής ελπίδας που δε χρειάζεται να ζητηθεί απλώς πηγάζει φυσικά και αποτελεί ανάσα αντιδιαστολής στην απογοητευμένη γερουσία που παρατείνει την φυσική της ύπαρξη με την κοινωνική να έχει καταρρεύσει. Η Κόρα Καρβούνη αποδίδει με πάθος το χαρακτήρα της Βούλας και η επιβλητική σκηνική της παρουσία πείθει και εμπνέει στο δευτερόλεπτο για την πολυπλοκότητα του έρωτα μέσα από τη συμβίωση. Τραγουδιστικά o Αλέξανδρος Μπουρδούμης δικαιώνει την εμπειρία του στο μιούζικαλ ενώ μαγεύει με τις φωνητικές ικανότητες και τη γλυκύτητά της η Κατερίνα Παπουτσάκη.
Η γη γυρίζει και οι αυλές παραμένουν. Ερημωμένες σαν τις καρδιές των ενοίκων τους, είτε ζουν ακόμα οι ίδιοι εκεί είτε τα φαντάσματά τους. Κάθε δωμάτιο και μια ιστορία μέχρι να ενωθούν όλες τους, να αλληλοϋποστηριχθούν και να δημιουργήσουν μία σύνθεση διαφορετικότητας και αλληλεγγύης. Η αλληλέγγυα αυτή ποικιλομορφία ερημώνει με τον κάθε χρόνο που περνάει, με την κάθε απόπειρα του λεγόμενου gentrification, με τον κάθε πόλεμο, με την κάθε οικονομική κρίση. Αυτός είναι ίσως ο διαχρονικός πυρήνας που ένα σύγχρονο μιούζικαλ στο Μέγαρο Μουσικής προσπάθησε να αποδώσει στο αριστούργημα του Καμπανέλλη. Στην τελική, σημασία έχει πάντα η προσπάθεια και το όνειρο.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ