Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η ομάδα Gaff και η σκηνοθέτιδα Σοφία Καραγιάννη παρουσιάζουν στο Θέατρο 104 το αφηγηματικό έργο του Αλμπέρ Καμύ «Πανούκλα».
Σε πόσα πολλά σημεία μπορεί να ταυτιστεί ο θεατής με αυτό το μεγάλο έργο και με τον προβληματισμό του συγγραφέα. Είναι τρομερή η συγκυρία ότι ανεβαίνει σε μια εποχή πανδημίας, γεγονός που βάζει απευθείας τον θεατή στην ατμόσφαιρα της γενικευμένης ασθένειας, του ομαδικού φόβου, της απειλής και του προβληματισμού.
Το θέμα της συλλογικότητας, του εγκλεισμού και του περιορισμού, της ομαδικής απειλής είναι κάτι που απασχολεί, πολλούς μεγάλους συγγραφείς όπως και τον Ζοζέ Σαραμάγκου στο έργο του « Περί τυφλότητας». Ένας άνθρωπος χάνει ξαφνικά το φως του και μετά κλιμακώνονται τα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης. Η κυβέρνηση αποφασίζει να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς. Με γραφειοκρατική ακρίβεια, ο Ζοζέ Σαραμάγκου φαντάζεται όλα όσα θα συνέβαιναν σ’ έναν κόσμο που χάνει την όρασή του. Όλα όσα προκύπτουν στο τεράστιο αυτό έργο του Καμύ με τις φιλοσοφικές ανησυχίες, που αποτυπώνονται επιτυχώς στην παράσταση και σχολιάζονται με έξυπνο και περιπαικτικό πολλές φορές τρόπο κυρίως όσον αφορά την αντιμετώπιση της ασθένειας, της πανούκλας από την εξουσία. Η έξοχη σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη έδωσε μιαν άλλη πνοή στο έργο, που δεν πνίγηκε στο σκοτάδι του, παρά ανέδειξε το ύψος του ανθρώπου και το παιχνίδι που του επιφυλάσσει ο θάνατος.
Την δεκαετία του 40, στο Οράν, μια παραλιακή πόλη της Αλγερίας (γαλλική επαρχία), ο γιατρός Ριέ (Ιωσήφ Ιωσηφίδης) στο γραφείο του εργάζεται σκυφτός και φωτίζεται με ένα γλυκό φως που αναδεικνύει άνθρωπο αφοσιωμένο στη σπουδή του. Σε όλο το έργο ο φωτισμός του Νίκου Βλασόπουλου , υπήρξε αποκαλυπτικός. Η στάση του σώματός του Ριέ και η λευκή του μπλούζα προδίδουν ότι είναι επιστήμονας και μάλιστα αφοσιωμένος. Καταγράφει σε μαγνητοφωνάκι ό, τι του συμβαίνει όπως το γεγονός ότι σκόνταψε στην είσοδο σε ένα πεθαμένο ποντίκι. Δεν έδωσε και πολλή σημασία στην αρχή, αν και αυτό δεν είναι καθόλου συμβατό για μια τακτοποιημένη πόλη, όπως το Οράν. Τις επόμενες ημέρες και για ένα μήνα, χιλιάδες ποντίκια θα βγουν από τα υπόγεια, τα κελάρια και τους υπονόμους για να ξεψυχήσουν στους δρόμους της πόλης, ανησυχώντας και αναστατώνοντας τους κατοίκους. Το φαινόμενο έχει και συνέπειες, τα πρώτα κρούσματα, με συμπτώματα πυρετού, λήθαργο, κόκκινα μάτια, σκασμένα χείλη, πρησμένοι βουβώνες, παραλήρημα, κηλίδες στο σώμα και που, εικοσιτέσσερις ώρες μετά, καταλήγουν στον θάνατο. Πρόκειται για μια ασθένεια που μεταδίδεται από τα ποντίκια και εξολοθρεύει τους ανθρώπους.
Η σκηνή έχει το γραφείο του επιστήμονα και μια τρύπα στον τοίχο από όπου ξεπετάγονται όλα τα πρόσωπα του έργου, υπενθυμίζοντας την ποντικίσια φύση της ασθένειας, την γρήγορη εξάπλωσή της και βέβαια συνεισφέρει στον υπαινιγμό της συρρίκνωσης του ανθρώπου από τις κοινωνικές συμβάσεις , την τροποποίηση της φύσης του και την απώλεια της προσωπικότητάς του.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Κωνσταντίνα Κρίγκου σωστά επιλεγμένα και μελετημένα συνέβαλλαν στην σωστή κατεύθυνση της σκέψης για την ολοκλήρωση του έργου.
Όλο το έργο διαπνέεται από την καταπληκτική μουσική του Στάθης Δρογώσης που επί σκηνής ερμηνεύει υπέροχα η Ευσταθία Λαγιόκαπα.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ,ο Κωνσταντίνος Πασσάς, ο Δημήτρης Μαμιός και ο Στάθης Δρογώσης επί σκηνής ζωντανεύουν αυτό το αλληγορικό επίπεδο του έργου και αναρωτιούνται για το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, πως μπορεί ένας άνθρωπος να μετατραπεί σε μια ασθένεια που σκοτώνει, εννοώντας πάντα την εξάπλωση του φασισμού.
Παρ’ όλα αυτά στις σκοτεινές αυτές εποχές ο Καμύ δεν χάνει την πίστη του στον επαναστατημένο άνθρωπο “l’homme revolté” και αναγνωρίζει ότι «υπάρχουν σε αυτόν περισσότερα πράγματα να θαυμάσεις παρά να περιφρονήσεις».
Ο γιατρός Ριέ (Ιωσήφ Ιωσηφίδης) και ο γηραιότερος γιατρός Καστέλ (Κωνσταντίνος Πασσάς )υποψιασμένοι αλλά και έκπληκτοι θα διαπιστώσουν ότι πρόκειται για την βουβωνική πανώλη, που θεωρείται ότι είχε εκλείψει από τη δύση, ο “Μαύρος θάνατος” του Μεσαίωνα.
Οι επίσημες αρχές διστακτικές στην αρχή να λάβουν κάποια μέτρα, δεν θα αργήσουν μετά να υποκύψουν μπροστά στους αριθμούς. Η εξέλιξη του έργου είναι ακριβώς ό, τι ζούμε και εμείς στην χαλεπή αυτή εποχή του κορονοϊού. Ο αριθμός των θανάτων ανεβαίνει σχεδόν γεωμετρικά μέρα με τη μέρα. Πενήντα, ενενήντα, εκατοτριάντα… Ο Νομάρχης θα απαγορεύσει την έξοδο από την πόλη. Ολόκληρη η πόλη μπαίνει σε καραντίνα. Ούτε τραίνα, ούτε πλοία την προσεγγίζουν πια. Η μόνη επικοινωνία με τον έξω κόσμο για το Οράν απομένουν τα τηλεγραφήματα των δέκα λέξεων. Αδέσποτα ή οποιαδήποτε ζώα που μπορούν να φέρουν ψύλλους εκτελούνται επί τόπου. Οι οικογένειες των θυμάτων, επίσης μπαίνουν σε καραντίνα στο γήπεδο της πόλης και αρχίζει να οργανώνεται ένας καταυλισμός. Ο ίδιος εγκλεισμός με τον Σαραμάγκου, ο ίδιος εφιάλτης για κάθε έμβιο ον, η στέρηση της ελευθερίας, η αίσθηση ότι βρίσκονται όλοι σε εξορία.
Μέσα στην παραζάλη οι ήρωες του Καμύ έχουν ο καθένας τους διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην εξορία, την απομόνωση και τον φόβο για τον θάνατο.
Ο γιατρός Ριέ ( Ιωσήφ Ιωσηφίδης) στη μάχη του ενάντια στην πανούκλα, δοκιμάζει την υπομονή του και την επιμονή του ενάντια σε έναν εχθρό από τον οποίο ξέρει ότι θα ηττηθεί, αλλά η στάση του είναι σαφής και σταθερή. Τη μάχη του θα τη δώσει. Υπομένοντας σιωπηλά ως το τέλος τις προσωπικές του απώλειες.
Ο Ταρού (Κωνσταντίνος Πασσάς ) θέλει να οργανώσει εθελοντές για τις υγειονομικές υπηρεσίες, γνωρίζοντας ότι η πιθανότητα να επιζήσει είναι μία στις τρείς, παλεύοντας με τους δικούς του εφιάλτες από το παρελθόν.
Μέσα σε αυτήν τη παραζάλη οι ήρωες του Καμύ έχουν ο καθένας τους διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην εξορία, την απομόνωση και τον φόβο για τον θάνατο. Αυτούς τους ήρωες πλην του γιατρού Ριέ (Ιωσήφ Ιωσηφίδης) και της ασθένειας (Δημήτρης Μαμιός) ενσάρκωσε με επιτυχία και υποδύθηκε με διαφορετικό τρόπο ο Κωνσταντίνος Πασσάς ,ταλαντούχος και επιμελής ηθοποιός. Εξαιρετικός όπως πάντα ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, ένας μαχητικός επιστήμονας, πείσμων και θαρραλέος και μαγικός, παιχνιδιάρης, κακός, μνησίκακος και εκδικητικός ο Δημήτρης Μαμιός στο ρόλο της ασθένειας του αρουραίου με την οποία παλεύουν όλοι και εκείνος υποδύεται με τρόπο μοναδικό. Το τραγούδι μότο του «You are my Sunshine» είναι το ηδονιστικό αυτό ρομαντικό τραγουδάκι που εδώ συνδέεται με τον θάνατο και την απώλεια. Χαίρεται κάθε φορά που κερδίζει έναν ακόμα ασθενή- νεκρό.
Η κίνηση του είναι ακροβατική, πολλές φορές δίνει την εντύπωση του Τζόκερ, ενός εκδικητή για όλα τα δεινά που ο άνθρωπος έχει προκαλέσει στον εαυτό του και στους άλλους.
Ο Ραμπάρ (Κωνσταντίνος Πασσάς ) , δημοσιογράφος, που βρέθηκε για ένα ρεπορτάζ στην πόλη και αποκλείστηκε εκεί με την καραντίνα. Κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες νόμιμες και παράνομες, για να μπορέσει να ξεφύγει, να αποδράσει από την καραντίνα, αλλά συνειδητοποιεί το προφανές, ότι δεν διαλέγουμε την μάχη που θα δώσουμε, ούτε καν την πατρίδα μας δεν διαλέγουμε. Ό, τι βρει τον καθένα θα τον βρει και θα κληθεί να το αντιμετωπίσει και να προσαρμοστεί. Τελικά θα αγωνισθεί μαζί με τον Ταρού και τον Ριέ καταλαβαίνοντας ότι « είναι ντροπή η ευτυχία του ενός». Δεν θα ακολουθήσει τη δική του διάσωση και ευτυχία και θα μείνει με την ομάδα στην οποία βρέθηκε για να παλέψει, όσο μπορεί.
Εξαιρετική φυσιογνωμία ο Γκράν (Κωνσταντίνος Πασσάς), κατώτερος κυβερνητικός υπάλληλος, που την ημέρα ασχολείται με την καταγραφή των στατιστικών της πόλης, κυρίως τους θανάτους από την πανούκλα τώρα πια, και τα βράδια πασχίζει να γράψει ένα ρομάντζο μυθιστόρημα. Μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διαφύγει από την ασθένεια και την απόλυτη και γενικευμένη τρέλα της.
O πατήρ Πανελού (Κωνσταντίνος Πασσάς), που άφησε τις μελέτες του για τον Άγιο Αυγουστίνο, για να κηρύξει ένα πύρινο λόγο από τον άμβωνα στους απελπισμένους κατοίκους του Οράν, τους ενημερώνει ότι οι δίκαιοι δεν έχουν να φοβούνται αντιθέτως οι φαύλοι πρέπει να τρέμουν. Ήρθε η ώρα που « μέσα στον απέραντο σιτοβολώνα του σύμπαντος, η αμείλικτη μάστιγα θα χτυπήσει την ανθρώπινη σοδειά, ώσπου να ξεχωρίσει η ήρα απ’ το στάρι…» Ωστόσο και η πίστη του ιερέα Πανελού θα λυγίσει όταν μπροστά στα μάτια του ένα αθώο παιδί θα χάσει τη μάχη με την πανούκλα με σπαρακτικό τρόπο. Καταπληκτική η σκηνή όπου η ασθένεια (Δημήτρης Μαμιός) επαναλαμβάνει σαρκαστικά τα λόγια του ιερέα και του επιστήμονα ακυρώνοντάς τα σαν ανόητη φιλολογία. Προσπαθεί ο καθένας από το μετερίζι του και εκείνος τους χλευάζει. Αυτή την θνητότητα του ανθρώπου ήθελε να αποκαλύψει ο Καμύ.
Η αντίφαση ανάμεσα στη ζωή του ανθρώπου από τη μία, και την πεπερασμένη του θέση στον κόσμο από την άλλη, διατρέχει όλο το έργο του Καμύ. Παρ’ όλο το πεπερασμένο της ζωή του ο άνθρωπος εξακολουθεί να ερωτεύεται , να παλεύει , να δημιουργεί, κάνοντας ένα είδος αντίστασης στον περιορισμό της ζωής του.
Ο Καμύ έγραψε κυρίως κατά την διάρκεια της δεκαετίας του σαράντα. Μιας δεκαετίας που γνώρισε τον πόλεμο, τις επιπτώσεις του φασισμού, εκατομμύρια θανάτους, εκτοπισμούς και το ολοκαύτωμα. Επίσης γνώρισε το αντιφασιστικό κίνημα, τα κινήματα αντίστασης, και την αυξανόμενη επιρροή του κουμμουνισμού πέρα από τα σύνορα της Σοβιετικής ένωσης. Ήταν μια δεκαετία λοιπόν που έθεσε επιτακτικά ερωτήματα για την ηθική στάση του ατόμου, για το παράλογο ή όχι της ζωής, την ανάγκη της στράτευσης προς μία ή άλλη κατεύθυνση .
Έτσι και απέναντι στην ασθένεια ο άνθρωπος δεν έχει παρά να ορθώσει τη θέληση για αντίσταση, τη θέληση για αλληλεγγύη ως ηθική στάση προς την κοινότητα, ανακουφίζοντας ασθενείς και επιζώντες. Αυτή είναι η αποστολή του ανθρώπου. Ο Καμύ υπερασπίζεται έναν ανθρωπισμό, με αφετηρία τον ίδιο τον άνθρωπο, μακριά από μεσσιανικές αντιλήψεις (χριστιανισμός ή κουμμουνισμός).
Στο τέλος, τα παπούτσια που καθ’ όλη την παράσταση στοίβαζαν σε μια άκρη κάθε φορά που πέθαινε κάποιος και εκπροσωπούσαν όλα τα θύματα της πανούκλας στοιβάζονται στο άνοιγμα της ποντικότρυπας. Σοκαριστική εικόνα και μήνυμα , παράλληλα και απειλή «αυτοί θα σας φάνε τα θύματά σας» και παραπέμπει ευθέως στο μνημείο εκείνο στην Πολωνία με τις στοιβαγμένες βαλίτσες των ανθρώπων και και τα στοιβαγμένα παπούτσια αυτών που κλείστηκαν για πάντα, χωρίς επιστροφή σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπως αυτό του Άουσβιτς .
Μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση με καταπληκτικές ερμηνείες.