Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η Λούλα Αναγνωστάκη πρωτοεμφανίζεται στο θέατρο το 1965 με την τριλογία της Πόλης (Η διανυκτέρευση, Η πόλη, Η παρέλαση), που παρουσίασε στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν.
Ο καθολικού ενδιαφέροντος υπαρξιακός προβληματισμός που χαρακτηρίζει το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, σε συνδυασμό με το ιδιαίτερα προσωπικό ύφος της γραφής της, που ισορροπεί κάπου ανάμεσα στο ρεαλισμό και την ποίηση, την τοποθετούν σε ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους έλληνες δραματουργούς.
Τα πρόσωπα των έργων της συνομιλούν απλά, όπως εξάλλου και τα πρόσωπα στο θέατρο του Τσέχωφ μιλάνε για τα πιο κοινά, τα πιο συνηθισμένα πράγματα της καθημερινής ζωής και κατά τρόπο, που εξωτερικά, τουλάχιστον ο διάλογος δεν φαίνεται να διαφοροποιείται από την κοινή κουβέντα. Αν όμως παρατηρήσει κάποιος καλύτερα θα δει ότι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος ιδεών και συναισθημάτων που διαφοροποιούν τους ήρωες μεταξύ τους και αποκαλύπτει το εσωτερικό τους δράμα, τα αδιέξοδά τους, τις αθεράπευτες πληγές τους.
Στη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη, τόπος καταγωγής της συγγραφέως, ανιχνεύεται η ανθρώπινη επικοινωνία, τόσο μέσα στις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις, όσο και στην υπόγεια επιρροή του ευρύτερου συνόλου μιας πόλης πάνω σ΄αυτήν.
Από την πρώτη στιγμή στην τοποθέτηση στην σκηνή, τα σκηνικά του Γιώργου Λυντζέρη, από την παγωμένη κιόλας προοιμιακή εικόνα, τα πυρομαχικά και ένα σωρό στοιχεία μάχης γύρω τους, με την συγκλονιστική βαλκάνια μουσική, κραυγάζουν τον πόνο, την οιμωγή, την απελπισία της. Ακολουθούν στο πνεύμα αυτό τα κοστούμια της Μάγδας Καλορίτη, μελετημένα για κάθε περίσταση αποπνέοντας αέρα εποχής.
Η ιδιαίτερη αυτή «επικοινωνία» των ηρώων αναδύεται ως βασικός χαρακτήρας από την πραγματικότητα των έργων της Αναγνωστάκη και είναι μια ανθρώπινη κατάσταση απομόνωσης που επιδρά και κατευθύνει τη συμπεριφορά των βασικών προσώπων, μ’ όλονότι η εσωτερική ψυχική τους ανάγκη για επαφή είναι έκδηλη.
Η επωδός της Ελισάβετ (Βάνα Πεφάνη ) στην «Πόλη» είναι ότι αισθανόταν πάντα μόνη και ότι κανείς δεν την πρόσεξε πραγματικά, ούτε και ο Κίμων (Βασίλης Αφεντούλης), ο άντρας της. Στη μοναξιά της αυτή αναζητάει απελευθέρωση έξω στην πόλη και την φαντάζεται φιλική σα να είναι πράγματι η δική της πόλη. Νομίζει ότι αναγνωρίζει στα σπίτια τις παλιές εμπειρίες της, τις εκτελέσεις και τις φοβικές ώρες, φαντασιώνεται παλιούς έρωτες και τέλος καλεί στο σπίτι της πρόσωπα που γνώρισε στις περιπλανήσεις της μέσα στην πόλη και ζει τα προβλήματά τους σ’ ένα παράλογο παιχνίδι υποκατάστασης, που διασκεδάζει κάπως την ανία που βιώνει με τον σύζυγό της.
Στα πλαίσια αυτά καλεί τον φωτογράφο της εισόδου (Ένκε Φεζολλάρι) που και αυτός έχει ανάγκη επικοινωνίας και ζει στην άχαρη καθημερινότητά του, ενώ ενημερώνει τον Κίμωνα για τα τρυκ που χρησιμοποιεί στη φωτογραφία για να ανταποκριθεί στις μακάβριες απαιτήσεις των πελατών του, αφού η εποχή της ειδυλλιακής φωτογραφίας έχει πια τελειώσει και ξεκινά η νέα περίοδος της τραγικής φωτογραφίας. Τέρμα τα χρόνια του ρομαντισμού, τώρα μένουν μόνο τα χρόνια της βίας, του πολέμου, των εκτελέσεων, του μίσους, της απομόνωσης.
Κάπως έτσι είναι η ψυχολογία των ανθρώπων της μεταπολεμικής εποχής και των δικών μας σκοτεινών χρόνων του εμφυλίου, των οποίων την ταλαιπωρία και την ψυχική οδύνη ενστάλαξε στο θέατρό της η Λούλα Αναγνωστάκη, καθώς επίσης και στην ψυχή των ελλήνων με μοναδικό τρόπο, δημιουργώντας, θα μπορούσε κανείς να πει και τον ψυχισμό τους.
Όλα είναι πόλεμος. Ο ψυχισμός των ανθρώπων, των ηρώων συντεθλιμμένος εξαρχής από τον κοινωνικό πόλεμο, από τον θάνατο, τον φόβο, την ασυνεννοησία και την διακοπή της επικοινωνίας. Πώς να ξεπεράσει κάποιος τον κοινωνικό διχασμό, τον ανυπέρβλητο φόβο, πώς θα μπορούσε να ιαθεί η ψυχή του; Αδύνατο! Όλα τόσο διαχρονικά δυστυχώς, τώρα με τον πόλεμο στην Ουκρανία, άλλοτε με οποιοδήποτε άλλον πόλεμο στα Βαλκάνια ή αλλού. Παντού και πάντα τα ίδια θύματα, η ίδια οδύνη, η εξαθλίωση του ανθρώπου, που αναγκάζεται να κάνει πράγματα αδιανόητα για να επιβιώσει. Θεραπεύτηκαν ποτέ όσοι αμερικάνοι πολέμησαν στο Βιετνάμ; Ξέχασαν ποτέ την οδύνη τους οι κατατρεγμένοι του κόσμου αυτού;
Και οι τρεις ήρωες του έργου με το που ακούν πυροβολισμούς τρομοκρατούνται και αναζητούν με πανικό κρυψώνα για να κρυφτούν. Εφιάλτης.
Η Ελισάβετ ( Βάνα Πεφάνη)και ο Κίμων (Βασίλης Αφεντούλης) δεν βρήκαν ποτέ έδαφος επαφής. Το βασικό τους πρόβλημα ήταν ακριβώς η δυσκολία της επικοινωνίας. Τραυματικές εμπειρίες υπήρχαν κυρίως στη ζωή της Ελισάβετ, που ήταν και περισσότερο ευαίσθητη. Εκφραστική και εσωτερική στην υποκριτική της η Βάνα Πεφάνη, συγκλονίζει. Φαίνεται όντως να στοιχειώνεται από τις φρικτές αναμνήσεις του εμφυλίου, τις δυσκολίες της παιδικής της ηλικίας και την αίσθηση εγκατάλειψης.
Συμπλέει με την ερμηνεία της ο φωτογράφος (Ένκε Φεζολλάρι ) με τις φρικαλέες εικόνες του και διηγήσεις καθώς και το ερωτικό του αδιέξοδο. Κυρίως αυτό. Ψάχνει και αυτός ένα σωσίβιο για να σωθεί από τον πνιγμό που τον έχουν οδηγήσει οι περιστάσεις και οι δυο αδελφές του.
Ο Ένκε Φεζολλάρι σκηνοθετεί και αποκαλύπτει την ουσία του έργου, βλέπει με λατρεία τη συγγραφέα και τη φέρνει να στοιχειώσει την παράστασή του, αυτή που πάντα ήταν στοιχειωμένη από τις οδυνηρές ιστορίες των ανθρώπων. Η σκηνοθεσία φωνάζει την αγάπη του για την συγγραφέα και για το έργο, το οποίο γνωρίζει λέξη προς λέξη και εκδηλώνει την ανάγκη του να το φέρει στο σήμερα.
Από την πλευρά του Κίμωνα (Βασίλης Αφεντούλης) υπήρχε το υπαρξιακό πρόβλημα του εγκλεισμού και της απομόνωσης και αυτό αποτέλεσμα φόβου και απογοήτευσης. Ο ήρωας ήταν πιο αμέτοχος, πιο ψυχρός, και ο ηθοποιός πιο ελεγχόμενος στην ερμηνεία του.
Έτσι κατέληξαν όλοι απροστάτευτοι στη πολυπλοκότητα της συνύπαρξης, η οποία σχεδόν μοιραία έφερε την Ελισάβετ στην ψυχολογική κατακρήμνιση και την παράκρουση του τέλους και την Αναγνωστάκη στην ανίχνευση ενός ευρύτερου ψυχικού χώρου, όπου κινούνται με τον ίδιο τρόπο αμέτρητοι άνθρωποι του σύγχρονου αντιφατικού κόσμου.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ