Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Μια ριψοκίνδυνη επιλογή επιχείρησε η θεατρική σκηνή Ηρακλείου με το ανέβασμα ενός από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας σύγχρονης δραματουργίας το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα «Η Βασίλισσα της Ομορφιάς» (Beauty Queen of Leenan).
Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η μάνα η ηλικιωμένη αυταρχική Μαγκ Φόλαν (Ελπίδα Κοντοσιώζου) και η 40χρονη κόρη της Μωρήν Φόλαν (Μαρία Επιτροπάκη) ζουν απομονωμένες στην κορυφή ενός λόφου . Η κόρη είναι ταγμένη να φροντίζει τη μάνα της, έχοντας απαρνηθεί κάθε ίχνος προσωπικής ζωής. Μοιραία αυτή η σχέση εγκλωβισμού, γίνεται σχέση αγάπης και μίσους, που μετατρέπει την συμβίωσή τους σε αρένα.
Η εμφάνιση του Πάτο Ντούλυ (Μάνος Ζεϊμπέκης), νεανικός έρωτας της Μωρήν , που πάντα τη θεωρούσε την βασίλισσα της ομορφιάς σε αυτή την πόλη, θα ταράξει αυτή την σχέση που κοχλάζει και μαίνεται. Ο Πάτο είναι ουσιαστικά η τελευταία ευκαιρία της Μωρήν να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Οι εντάσεις που ακολουθούν, οι προσβολές , οι χυδαιότητες, η τιμωρία , η βία που ανταλλάσσουν μεταξύ τους σχεδόν ηδονικά οι δυο γυναίκες, θυμίζει τις « Δούλες» του Ζενέ. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε ένα κολαστήριο από το οποίο κανείς δεν μπορεί να φύγει, λόγω παθολογικής εξάρτησης , φόβου και ανασφάλειας που οδηγεί στην παραφροσύνη.
Ο ρόλος του Ρέι του αδελφού του Πάτο ( Ανδρέας Νόνογλου), λειτουργεί καταλυτικά για να δοθεί μια έκβαση στο έργο. Εμφανίζεται κάθε τόσο με την αυθάδειά του και σχολιάζει τα τεκταινόμενα, και τους ανθρώπους. Ο ρόλος του είναι σαν ένα leitmotiv στο έργο, υπενθυμίζει, περιγράφει, αναλύει, επικρίνει, είναι στο φάσμα της παραβατικότητας, ευέξαπτος και με πολλά τραύματα. Εξαιρετικός σε αυτό ο Ανδρέας Νόνογλου, με το παρουσιαστικό του , τη χροιά της φωνής του και βέβαια με την κίνησή του.
Το έργο ακολουθεί την τεχνική του in-yer-face theatre, που αποτελεί την τεχνική του σοκ, που μέσα από ακρότητες, οι συγγραφείς στοχεύουν να κινητοποιήσουν το κοινό. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται έχει καταιγιστικό και επιθετικό ρυθμό και έναν διάλογο δυνατό, που συχνά εμπεριέχει βωμολοχίες. Ακόμα και τα «θύματα» στα έργα του in-yer-face θεάτρου, δεν είναι αθώα, παρά συνένοχα. Δεν είναι ότι η μάνα είναι πιο αθώα από την κόρη ή το ανάποδο. Είναι και οι δυο ένοχες για αυτό που τους συμβαίνει , για αυτό που κάνει η μία στην άλλη και για όσα ανέχεται η καθεμιά. Οι συγγραφείς του είδους αυτού είναι επηρεασμένοι από το Θέατρο του Παραλόγου και το Θέατρο της Σκληρότητας του Αρτό και δεν θεωρούν το θέατρο πηγή ευχαρίστησης και διασκέδασης. Πρωταρχικός τους στόχος είναι να εμπλέξουν τον θεατή σε όσα συμβαίνουν επί σκηνής και να του εμφυσήσουν μία αίσθηση δέους και φρίκης, τρόμου και φόβου, ώστε ο θεατής στην συνέχεια να σκεφτεί και να λάβει θέση απέναντι στην σκληρότητα και την έλλειψη ανθρωπιάς στον κόσμο.
Σε ένα καταπληκτικό σκηνικό (Ειρήνη Μιλαθιανάκη), όπου η κάθε λεπτομέρεια έχει προβλεφθεί, χτίζεται η φυλακή των δυο αυτών γυναικών. Η μια φαντασιώνεται έναν έρωτα και η άλλη, τον χυλό της, την κρέμα της και το τσάι της.
Η Μαγκ (Ελπίδα Κοντοσιώζου) στριμμένη, εκδικητική, ανασφαλής, διεκδικητική, με οποιονδήποτε τρόπο, γίνεται τόσο αντιπαθής όσο η Μωρίν, η όμορφη γεροντοκόρη, κόρη της (Μαρία Επιτροπάκη), που μαραίνεται σιγά σιγά και γίνεται αυτό ακριβώς, που μισεί, είναι ασυνείδητα πρόθυμη να αναπαράγει την εικόνα της δεσμοφύλακά της. Είναι και οι δυο, όψεις του ίδιου νομίσματος. Υπέροχη η Ελπίδα Κοντοσιώζου σε ένα ακόμα ρεσιτάλ ερμηνείας, ενώ ακολουθεί πολλά υποσχόμενη η Μαρία Επιτροπάκη.
Η κίνησή τους, ο εκνευρισμός, τους, το έντονο και βαρύ, εφιαλτικό κλίμα που δημιουργείται κλονίζει τον θεατή, ο οποίος συμμετέχει σε ένα θρίλερ.
Σε αυτό το πλαίσιο μπαίνει ο Πάτο Ντούλυ (Μάνος Ζεϊμπέκης), ένα καλό παιδί που δεν έχει αντιληφθεί το μέγεθος της παθογένειας στο σπίτι αυτό , παρηγορεί τη Μωρίν, ξαπλώνουν μαζί, εξυπηρετεί την Μαγκ και βέβαια είναι ο μόνος, που κατορθώνει να αποδράσει και να σωθεί. Είναι γήινος, αυθεντικός, αληθινός και ρομαντικός. Ο Μάνος Ζεϊμπέκης κατορθώνει στιγμιαία να «ξεσηκώσει», το ανοργασμικό και ενοχικό αυτό κορίτσι και να την ωθήσει να εκφράσει την σπίθα που έχει θαμμένη μέσα της.
Τον φωτισμό και τον ήχο επιμελήθηκε με συνέπεια και ακρίβεια η Άννα Σπυρίδου. Οι μουσικές που έχουν επιλεγεί από τον ίδιο τον σκηνοθέτη όντως ενίσχυσαν και πλαισίωσαν σωστά το έργο.
Το χαρακτηριστικό του σκηνοθέτη Μάνου Μανιά είναι η εξονυχιστική προσέγγιση του κειμένου. Η σκηνοθεσία του μοιάζει με περίτεχνο, πλουμιστό, χειροποίητο κέντημα και καλύπτει όλους τους τομείς, την κατανόηση του κειμένου, τη διδασκαλία του ρόλου, την κίνηση των ηθοποιών, την επιλογή των σκηνικών , του φωτισμού, της μουσικής. Είναι, θα έλεγα, ένας ολιστικός σκηνοθέτης.