Από τη θεατρολόγο Ραφαέλα Χαμπίπη
Το ισχυρό αρχέτυπο γειώνεται και γίνεται θρύλος ανθρώπινος, βλάσφημος, οικείος και ξεκαρδιστικός στο δυναμικό γυναικείο μονόλογο της Σοφίας Καψούρου, Καραϊσκάκενα ο θρύλος, σε ερμηνεία της ίδιας και σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά.
Η μητέρα του ήρωα Γεώργιου Καραϊσκάκη ξεδιπλώνεται και άφοβα εκθρονίζει τα είδωλα, και απομυθοποιεί τους θρύλους. Όλους εκτός του Ολυμπιακού φυσικά, εκείνου που εκμαιεύει από τους ανθρώπους - και από την ίδια - τις πιο αγοραίες, ειλικρινείς και πηγαίες αντιδράσεις. Αυτές που τη χαρακτηρίζουν και χαρακτήρισαν και τον αγωνιστή γιο της. Όμως του ποδοσφαίρου είναι οι μόνοι αγώνες με τους οποίους παθιάζεται ως άλλη οπλαρχηγός αυτή η μάνα. Η Ζωή Διαμάντω Διμισκή γέννησε τον γιο της αλλά δεν είναι εκείνος. Αρνείται με σθένος την αγιοποίηση κι ας ζει καλόγρια, ανάμεσα στις εικόνες, κι ας μιλά με την ίδια την Παναγία. Αρνείται τον πόλεμο κι ας έθεσε τη γενιά της στο βάθρο. Εκείνη, αθυρόστομη και θνητή, κατεβαίνει από αυτό και αφηγείται τη ζωή της, και όσα δεινά μπορούν να παρουσιαστούν ως «επιλογές» για μία γυναίκα. Καθώς όποια και αν είναι η γενιά, όποιος κι αν είναι ο απόγονός της, εκείνη δεν αποτέλεσε εξαίρεση στους κανόνες μιας πατριαρχίας, η οποία βέβαια επιμένει να λατρεύει με θρησκευτική ευλάβεια το ισχυρό αρχέτυπο της μάνας.
Η Καραϊσκάκενα μπορεί να γέννησε μία συλλογική Επανάσταση ανδρών αλλά η ίδια αντιπροσωπεύει όλες τις μικρές ατομικές Επαναστάσεις των ανθρώπων. Σπάζοντας μέρα τη μέρα την καταπίεση και υποφέροντας στωικά τις συνέπειες, η Καραϊσκάκενα μετουσιώνεται σε μαρτυρική φιγούρα, σύμβολο της προσωπικής Επανάστασης και μητέρα του πόνου. Γεννά για να θάψει ως άλλη Παναγία. Και ως άλλη Ελισάβετ Α’ της Αγγλίας, με πολλούς εραστές αλλά με το προσωνύμιο «Παρθένα Βασίλισσα» καθότι ανύπαντρη, η Καραϊσκάκενα αρνείται τις συμβάσεις και υποφέρει από αυτές. Καλόγρια σε μοναστήρι παραμένει παρθένα, δίχως να ενδιαφέρεται για το σπέρμα που γέννησε το γιο της, τον μοναδικό άνδρα που ως κλασσικό αρχέτυπο μάνας αγάπησε σχεδόν ερωτικά, με πρωτόγνωρο πάθος. Η σεξουαλική ταύτιση με τον άνδρα γιο σαρκώνεται στη φράση είχα πολλούς (εραστές) και είχες πολλες (ερωμένες) και αποτελεί κορφαία ένδειξη απελευθέρωσης και ισότητας. Μία παθιασμένη «άμωμος σύλληψη» οδηγεί σε μια μητρική αγάπη γεμάτη ερωτισμό. Η μάρτυρας γραπώνεται από τον άνδρα που η ίδια γέννησε και υπομένει – υποφέρει τα πάντα για χάρη του. Μέχρι να τον πενθήσει και να ζήσει μέσα από τη μνήμη του, τον Θρύλο που άφησε πίσω του.
Η ερμηνεία της Σοφίας Καψούρου είναι αισθαντική αλλά δίχως φόβο για εξωτερίκευση. Γεμάτη πάθος, όπως και ο ρόλος που υποδύεται και δίχως την παραμικρή συστολή. Κινείται στο χώρο σχεδόν χορευτικά με αυτοπεποίθηση και απόλυτα ώριμη θηλυκή ενέργεια. Καταφέρνει με επαγγελματική γενναιότητα να αποδώσει μία ηρωίδα τόσο γήινη όσο και «άπιαστη».
Το σκηνικό και το κοστούμι του Γιώργου Λιντζέρη, ταιριάζουν απόλυτα στην ετεροτοπία όπου βρίσκεται η ηρωίδα, ανάμεσα σε μνήμες θνητών και σκιές αγίων. Με ένα πορφυρό ράσο, κυρίαρχο σημείο αναφοράς του πάθους, της θυσίας αλλά και της θηλυκότητας, σε ένα κελί διαφορετικό από τα άλλα. Οι επιβλητικές αγιογραφίες της Κικής Μαυρίδου δεν είναι παρά πρωταγωνιστές στην παράσταση, θρυλικές – εξυψωμένες προεκτάσεις της ηρωίδας και του γιου της. Από τη μία η γλυκιά υπενθύμιση της μητρότητας με την εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας και από την άλλη η επιβολή του ηρωισμού με την εικόνα του Αγ. Γεωργίου που σκοτώνει τον Δράκο. Η μάνα και ο γιος σε ταύτιση αλλά και σύγκρουση. Ο ένας απέναντι στον άλλον, έτοιμοι να αναμετρηθούν αλλά και να σμίξουν.
Μία παράσταση φόρος τιμής στο μεγαλείο του αντι-ηρωισμού σε μια εποχή πολέμων και αγιοποίησης.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ