Από τη θεατρολόγο Νατάσσα Μαχπούπ
Βρεθήκαμε στην παράσταση με τίτλο «Κι από Σμύρνη… Σαλονίκη» στο υπερσύγχρονο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» πιστό πάντα στην προώθηση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού και ειδικότερα των προσφύγων με έναν πολυπληθή θίασο γνωστών συντελεστών. Το κείμενο και την σκηνοθεσία υπογράφει η Μιμή Ντενίση.
Το έργο αυτό αποτελεί συνέχεια της πετυχημένης παράστασης «Σμύρνη μου αγαπημένη», η οποία αποτέλεσε μεταξύ άλλων από τις πλέον μακροβιότερες παραστάσεις του ελληνικού θεάτρου, που μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία και στον κινηματογράφο. Η παράσταση συνεχίζει την πορεία της μετά από μία μακρά περίοδο αποχής λόγω της πανδημίας του κορονοϊού όπου τα θέατρα ήταν κλειστά. Παράλληλα αποτελεί και το πρώτο θεατρικό sequel που δεν χάνεται το νόημα εάν δεν έχεις δει τη θεατρική παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη». Η κινηματογραφική μεταφορά του έργου «Σμύρνη μου αγαπημένη» θα γίνει στις 23 Δεκεμβρίου 2021. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παράσταση συμπίπτει με τη συμπλήρωση 100 χρόνων, το 2022, από τη Μικρασιατική καταστροφή.
Ως προς το περιεχόμενό της η παραγωγή αυτή παρουσιάζει τη συνέχεια της ζωής των πρωταγωνιστών της παράστασης «Σμύρνη μου αγαπημένη», όταν φτάνουν στη Θεσσαλονίκη, η οποία γίνεται η νέα τους πατρίδα. Πρωταγωνίστρια της παράστασης η Μιμή Ντενίση η οποία υποδύεται μια καλλιεργημένη και ξακουστή αρχόντισσα της Σμύρνης, την Φιλιώ Μπαλτατζή. Εκείνη και τα παιδιά της φυγαδεύονται από τη φλεγόμενη Σμύρνη και μετά από μακρά περιπέτεια, καταλήγουν στη Μακεδονία και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Η Φιλιώ, μαζί με την κόρη της Λευκοθέα (Μαρία Εγγλεζάκη) και τον γιο της Βασιλάκη (Λευτέρης Βασιλάκης), αλλά και τη Ζαχαρούλα (Κατερίνα Γερονικολού), την αγαπημένη της βοηθό, η οποία παντρεύεται τον μοναχογιό της, προσπαθούν να βρουν έναν μακρινό συγγενή του πατέρα της και εγκαθίστανται σε ένα φτωχικό σπίτι στη συνοικία του Τσινάρ. Εκεί, γνωρίζονται με άλλους πρόσφυγες από τον Πόντο, όπως τον Πολύκαρπο (Γιάννης Τσιμιτσέλης) και τη μητέρα του (Νικολέττα Βλαβιανού), αλλά και ντόπιους όπως τον καλοκάγαθο μπακάλη Παντελή (Λευτέρης Ελευθερίου). Η Φιλιώ ξεκινάει στη δούλεψη της πανίσχυρης οικογένειας Εβραίων της πόλης, του Λεβί (Πρόδρομος Τοσουνίδης) και της συζύγου του, κυρίας Λεβί (Κωνσταντίνα Μιχαήλ), ενώ γνωρίζεται με τον Χατζηπέτρου (Αλέξανδρος Αντωνόπουλος), συνεταίρο του Λεβί, ο οποίος δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τη Φιλιώ. Ξανασμίγει με τον μακρινό της θείο, τον Συμεών (Μιχάλης Μητρούσης) και τη γυναίκα του Μορφούλα (Νίκη Παλληκαράκη) και αναλαμβάνει να δημιουργεί τα φημισμένα γλυκά της στο καφενείο του.
Η ανέλιξη των προσφύγων από την απόλυτη φτώχεια σε μια καινούρια αξιοπρεπή ζωή, η προσπάθειά τους να γίνουν ένα με τ’ αδέλφια τους στην Ελλάδα, η άνοδος και η πτώση της ακμάζουσας Εβραϊκής κοινότητας, δίνονται ανάγλυφα μέσα από τους χαρακτήρες. Το έργο είναι μια μεγάλη νωπογραφία της εποχής με φόντο την πολιτική κατάσταση μέσα από προσωπικές ιστορίες και με τη μουσική της εποχής από τα σεφαραδίτικα, μέχρι τα ρεμπέτικα και τον Αττίκ, να αναδεικνύουν τις αισθητικές και πολιτιστικές αντιθέσεις ανάμεσα σε ντόπιους και πρόσφυγες.
Πρόκειται θεματολογικά για ένα έργο που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της περιόδου του Μεσοπολέμου, δηλαδή από την μικρασιατική καταστροφή το 1922 μέχρι και το 1940 και το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτή την ταραγμένη ιστορική περίοδο, υπάρχει μεγάλη πολιτική αστάθεια στο ελληνικό κράτος, καθώς οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, κάτι που δημιούργησε τη σκοτεινή περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Εξαιτίας της ταραγμένης περιόδου υπήρξαν πολλές ανταλλαγές των πληθυσμών μέχρι την αρχή του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Παρόλο που χρονολογικά δεν υπάρχει μεγάλη διάρκεια, με αποτέλεσμα το χρονολογικό διάστημα της παράστασης να φαίνεται μικρό. Τα γεγονότα αυτά διαμόρφωσαν την εικόνα του νεοσύστατου ελληνικού τοπίου που ήταν βαρύνουσας σημασίας και καθοριστικά για την πορεία του νέου. Οι γενοκτονίες των Ποντίων, των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, των Αρμενίων, των Εβραίων, καθώς και η άνοδος του ναζισμού στην Ευρώπη άφησαν το εγκληματικό αποτύπωμά τους ως δείγματα μιας ουμανιστικής παρακμής με τη γνωστή γενικευμένη ολέθρια σύρραξη.
Επιπλέον στο κείμενο επισημαίνονται στην αφήγηση και κυρίως στο δεύτερο μέρος της παράστασης τα λάθη και η αδιαφορία της Ευρώπης σε εκείνη την τρομερή κρίση, που σκοπό είχε τον αφανισμό. Επίσης ξεκάθαρα θίγονται στην αφήγηση του έργου τα καταστροφικά λάθη και οι υπερφίαλες προσδοκίες της ελληνικής ηγεσίας, που χωρίς την αρωγή των μεγάλων δυνάμεων ελπίζει σε μια νικηφόρα εκστρατεία στα βάθη της Ανατολής. Οι βιαιότητες που ακολούθησαν δείχνουν το τίμημα αυτής της αυταπάτης.
Αυτή η θεατρική παραγωγή δικαιώνει τον χαρακτηρισμό της ως μια ιστορικά ρεαλιστική παράσταση με αυτόνομο νόημα. Οι θεατές παρακολουθούν τη ζωή της πάλαι ποτέ αρχοντικής οικογένειας Μπαλτατζή, στο νέο της ξεκίνημα στη Θεσσαλονίκη, μετά από την καταστροφή της Σμύρνης. Μαζί με αυτό αποκρυπτογραφείται το κοινωνικό γίγνεσθαι εκείνης της εποχής, και αφήνονται ελαφρώς αιχμές για τις πολιτικές διαφορές μεταξύ Ελλήνων (εμφύλιος πόλεμος, βραχύβιες κυβερνήσεις, δικτατορίες Πάγκαλου και Μεταξά), οι οποίες γίνονται εντονότερες μέσα από την αφήγηση. Εκείνη τη στιγμή της παράστασης οι συρόμενες πόρτες λειτουργούν ως οθόνη προβολής μέσω προτζέκτορα, φωτογραφικού υλικού από την εποχή εκείνη ή από μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το υλικό αυτό προήλθε από το αρχείο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού. Οι λεπτομερείς περιγραφές για τους ντόπιους, τους Εβραίους και τους πρόσφυγες, δίνουν άλλοτε τραγική και άλλοτε τρυφερή αλληλέγγυα υπόσταση στους εννοιολογικούς άξονες του έργου.
Σκηνοθεσία του έργου
Το στήσιμο του έργου ακολούθησε το κείμενο της Ντενίση. Ως σύλληψη προτίμησε τη ρεαλιστική προσέγγιση του έργου με την σκηνοθεσία της να επικεντρώνεται κυρίως στην σύνδεση και την ομαλή μετάβαση των αμέτρητων σκηνών. Όλα τα επιμέρους στοιχεία δένουν αρμονικά μεταξύ τους, ενώ δεν λείπουν μελοδραματικές πινελιές με την παρουσία της μουσικής στην παράσταση. Συγκεκριμένα η ζωντανή ερμηνεία των τραγουδιών από την Εστέλλα Κοπάνου , η οποία έκανε την αρχή και στην συνέχεια ακολούθησε και η ερμηνεία του υπόλοιπου θιάσου. Επιπλέον η μουσική του Ανδρέα Κατσιγιάννη «έντυνε» αρμονικά τις σκηνές, διεγείρωντας το συναίσθημα του θεατή και βοηθώντας τη γραμμή της σκηνοθεσίας. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι αυτός ήταν ο απώτερος σκοπός της παράστασης μαζί με τον προβληματισμό και την προτροπή της σκέψης του θεατή. Η δυσκολία έγκειται στο ότι η πλοκή του έργου πρέπει να ενσωματωθεί αρμονικά με μια ιστορική περίοδο ιδιαίτερα νευραλγική για την Ελλάδα. Το στοιχείο αυτό επιτεύχθηκε με αρκετή επιτυχία, διότι ανα πάσα στιγμή γνωρίζαμε την εποχή που μεταφερόμασταν με τη βοήθεια της αφήγησης. Κυρίως κυριαρχούσε η μελαγχολική ατμόσφαιρα, επιβραδύνοντας το ρυθμό σε κάποιες σκηνές. Το συναίσθημα λοιπόν μαζί με το ρεαλισμό συγχρωτίζονται και παράγουν μια οργανωμένη, καλοδουλεμένη θεατρική δουλειά, αξιοπρεπής, με έντονο αισθητικό χαρακτήρα, διότι η όψιν είναι από τα πλεονεκτήματα της παράστασης. Παρ’ όλα αυτά δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερη και ευρηματική η σκηνοθεσία του έργου, με αποτέλεσμα να δίνει χώρο στις ερμηνείες των ηθοποιών και να επιβραδύνει το ρυθμό της παράστασης, την υπόθεση του έργου και την αφήγηση της Μιμής Ντενίση.
Υποκριτική του έργου
Η ερμηνεία του πολυπρόσωπου θιάσου ήταν ρεαλιστική χωρίς να ξεχωρίζει κάποιος για την ερμηνεία του. Αποτέλεσε μια καλοδουλεμένη και αρκετά καλά συνδεδεμένη ομάδα παίζοντας με πάθος και με μπρίο. Ειδικότερα τις στιγμές που έπαιζαν και τραγουδούσαν όλοι μαζί παραδοσιακά μικρασιατικά τραγούδια (Έχε γειά), προσπαθώντας να αναδείξουν το κέφι ως στοιχείο του ελληνικού λαού. Μέσα σε αυτό το γενικότερα εναρμονισμένο σύνολο δεν λείπουν και οι υποκριτικές ευκολίες κάποιων ηθοποιών. Πιο συγκεκριμένα η Νικολέτα Βλαβιανού ενσαρκώνει τη τυποποιημένη φιγούρα μιας λαϊκής γυναίκας από τον Πόντο, η οποία ήρθε στη Θεσσαλονίκη
μαζί με τον γιό της και ο Λευτέρης Ελευθερίου τον στερεοτυπικό χαρακτήρα του καλοκάγαθου μπακάλη, όπως και ο Σταθακόπουλος και ο Μιχάλης Μητρούσης σε κάποιες κωμικές στιγμές. Όμως ο Μητρούσης είχε φτιάξει ένα αρκετά καλό δίδυμο μαζί με τη Νίκη Παλληκαράκη που ενσαρκώνουν το ζευγάρι των εβραίων που φιλοξενεί την Φιλιώ Μπαλτατζή. Η Μιμή Ντενίση, η οποία ενσαρκώνει την ηρωίδα χαρακτηρίζεται από άνεση, διότι έχει καταφέρει να φέρει στα μέτρα της τον ρόλο που ενσαρκώνει, ενώ είναι η μόνη που παίζει με όλους τους ηθοποιούς της παράστασης. Ως αφηγήτρια εκπλήρωνε αρκετά καλά τον ρόλο της, καταλαβαίνοντας το και απο την αλλαγή του τόνου της φωνής της και απο την αλλαγή του δραματικού χώρου, καθώς ως Μπαλτατζή έπαιζε στη μέση της σκηνής και ως αφηγήτρια βρισκόταν στο δεξί μέρος του προσκηνίου. Η αφήγηση της είχε δυναμισμό με σκοπό να διεγείρει τον πατριωτισμό και το συναίσθημα του θεατή. Οι εμπειρότεροι ηθοποιοί αποζημιώνουν περισσότερο: Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Κωνσταντίνα Μιχαήλ, Νίκη Παλληκαράκη, Όλγα Πολίτου, Μιχάλης Μητρούσης, ενώ η ίδια η Ντενίση στον ρόλο της Φιλιώς χαρακτηρίζεται κυρίως από την άνεση της υπόδυσης μιας ηρωίδας που είναι πια κομμάτι της.
Σκηνογραφία-Φωτισμός
Η σκηνογραφία της παράστασης, την οποία ανέλαβε ο Μανώλης Παντελιδάκης προσανατολίστηκε στο να ακολουθήσει το κείμενο, θέλοντας να καταδείξει κυρίως ρεαλιστικά τη ζωή των ηρώων του έργου. Tο σκηνικό χαρακτηρίζεται ρεαλιστικό έχοντας ως κύριο μέλημα την οριοθέτηση των χώρων δράσης επί σκηνής, όπου κινούνται και παίζουν οι ήρωες, αλλά και τον χώρο δράσης της αφηγήτριας και το περιβάλλοντα χώρο των ηρώων. Ακόμα και οι χώροι έξω από το σπίτι τους προβάλλονται μέσα από τις φωτορεαλιστικές προβολές στο φόντο. Το στοιχείο αυτο αν και επιτελεί το σκοπό του, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εμπνευσμένη επιλογή. Στο μπροστινό μέρος του έργου υπάρχει ένας μεγάλος προτζέκτορας, ο οποίος γίνεται και αυτός μερος της φωτορεαλιστικής σκηνογραφίας ανάλογα με την αφήγηση της Μιμής Ντενίση. Για παράδειγμα αστεράκια στον προτζέκτορα ή φωτογραφίες από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν η Ντενίση ως αφηγήτρια αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα υπο τη κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Τα σκηνικά αντικείμενα της παράστασης ήταν ρεαλιστικά παρμένα από την τότε εποχή, όπως φανάρια δαπέδου ή παγκάκια εκείνης της χρονικής περιόδου που υποδήλωναν, χωρίς λεπτομέρεια κάθε φορά τον σκηνικό χώρο δράσης του έργου. Ουσιαστικά δεν διακρίνονται απο πρωτοτυπία, αλλά κατάφεραν να μας μεταφέρουν στον κόσμο και τον τόπο των σκηνών που εκτυλίσσονταν τα πράγματα στο σκηνικό δράσης με αποκορύφωμα τη στιγμή του ολοκαυτώματος. Έτσι ο φωτισμός και η χρήση της ψηφιακής σκηνογραφίας με τις φλόγες και τους ηθοποιούς επί σκηνής να “βρίσκονται” ανάμεσα στις φλόγες ήταν από τις πιο ξεχωριστές εικόνες της παράστασης.
Ως προς τον φωτισμό της παράστασης, τον οποίο επιμελήθηκε ο Αργύρης Θέος, έδωσε έναν πιο ιδιαίτερο και εικαστικό χαρακτήρα κατευθυνόμενος προς τη ρεαλιστική προσέγγιση της σκηνοθεσίας. Επί σκηνής παρακολουθούμε διάφορους συνδυασμούς φωτισμών, όπως κόκκινοι και κίτρινοι, δημιουργώντας το σκηνικό του ολοκαυτώματος είτε πιο σκούροι μπλε και μωβ στη σκηνή της σύρραξης των εργατών μεταξύ τους στο εργοστάσιο. Άλλο ένα παράδειγμα είναι ο χρυσαφένιος φωτισμός που φώτιζε τους μουσικούς επί σκηνής, ο οποίος αποτέλεσε και το μόνο στοιχείο της παρουσίας της ζωντανής μουσικής στη παράσταση. Μεταξύ άλλων τα στοιχεία αυτά επικουρούν την γενικότερα καλή αισθητική όψιν της.
Ενδυματολογία-Μουσική παράστασης
Τα κοστούμια αποτελούν τα πιο δυνατό σημείο της παράστασης, καθώς είναι λεπτομερώς σχεδιασμένα σύμφωνα με εκείνη την εποχή έχοντας πάνω σχεδόν σε όλα τα ενδύματα τις απαιτούμενες λεπτομέρειες για να καταδείξει την κοινωνική τάξη που ανήκουν όλοι οι ήρωες του έργου. Πιο συγκεκριμένα το ζεύγος των εβραίων, όπου σύμφωνα με τα γεγονότα της εποχής αντιπροσωπεύει την αστική τάξη φορούσε τέτοιου είδους ενδύματα για να καταδεικνύεται η κοινωνική τους θέση. Αξιοσημείωτα ήταν τα διαφορετικά κοστούμια που φορούσε η Μιμή Ντενίση κατα τη διάρκεια της αφήγησης και της μεταφοράς της στο χώρο παιξίματος των ηθοποιών, τα οποία υποδήλωναν την υψηλή κοινωνική θέση της ηρωίδας.
Επιπλέον η μουσική της παράστασης αποτελεί το δεύτερο στοιχείο το οποίο καθίσταται ξεχωριστό διότι επικουρεί και συμβάλλει στη δημιουργία της ατμόσφαιρας του κατατρεγμού και της προσφυγιάς. Αξιοσημείωτο σε αυτό το μέρος της παράστασης ήταν η παρουσία επί σκηνής μουσικών βιολιού, ενώ η ηχογραφημένη μουσική ίσως να έπρεπε να έχει μεγαλύτερο ρόλο καθώς ταίριαζε απόλυτα στο ύφος του έργου.
Αξιολόγηση
Συνολικά η παράσταση αυτή αποτέλεσε μια σοβαρή και καλή προσπάθεια ανεβάσματος ενός έργου αρκετά απαιτητικού και ευαίσθητου ως προς την ιστορία του και τις χρονολογίες. Φυσικά θα μπορούσε να λεχθεί οτι το κύριο μέλημα και ο στόχος της είναι να αποδοθούν οι ιστορίες των ηρώων. Εν κατακλείδι η παράσταση είναι αρκετά καλοδουλεμένη σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, ικανοποιώντας ακόμα και τους πιο απαιτητικούς θεατές.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ