Κριτική για την παράσταση "Κόκκινα Φανάρια"

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Από τη θεατρολόγο Ραφαέλα Χαμπίπη

Τα Κόκκινα Φανάρια.

Ένας underground πολύχρωμος κόσμος με ηχηρή φωνή που χρόνια αποφεύγουμε να ακούσουμε.

Ο Βασίλης Μπισμπίκης μετατρέπει το κλασσικό φιλμ της δεκαετίας του ’60 σε ένα γκροτέσκο και ταυτόχρονα σκοτεινό ντοκουμέντο, αφιερωμένο στην queer κουλτούρα της πολυχρωμίας και της αντοχής. Μία γρήγορη και ενδεικτική ματιά στον κόσμο των τρανς σεξεργατριών και της κραυγής τους για ορατότητα. Μία κραυγή με μορφή μουσικής που κρύβει πόνο.

Οι τρανς γυναίκες, είναι γυναίκες. Γενναίες από ανάγκη για επιβίωση και όχι από επιλογή. Ιστορικά κυνηγημένες – διαφωτιστικός και αναγκαίος για τον πολιτικό αντίκτυπο της παράστασης ο μονόλογος της μαντάμ Παρί – οι τρανς γυναίκες καταφεύγουν στο μονόδρομο της σεξεργασίας ο οποίος τους ανοίγεται ως μία ετεροτοπία που συνομιλεί με τον έξω κόσμο της «κανονικότητας» υπό τους δικούς της αυστηρούς όρους.

Ένα άπιαστο όνειρο κυριαρχεί, στοιχειώνει και μετουσιώνεται σε κίνητρο για σκηνική πλοκή και δράση. Είναι διαφορετικό στις λεπτομέρειες για κάθε μία από τις γυναίκες, αλλά κοινό στο κοινωνικό καθρέφτισμα. Η ουσία βρίσκεται στην απομόνωση και στην αναγνώριση της ματαιότητας που φέρει κάθε προσπάθεια να σπάσει ο φαύλος κύκλος. Το άπιαστο ιδανικό, είτε παρουσιάζεται με την πραγμάτωση μίας φυλομετάβασης, είτε με την εύρεση μιας μικρής προσωπικής Εδέμ σε μία επαρχία, είτε με την εύρεση της αληθινής αγάπης, θα είναι πάντα ένα σημείο αναφοράς σε χαρές και λύπες που όμως δε θα σαρκωθεί – τουλάχιστον επί σκηνής.

Κάθε κοινότητα αποτελεί μία μικρογραφία του έξω κόσμου. Η ετεροτοπία των Φαναριών λειτουργεί με διπλή ιδιότητα. Είναι ταυτόχρονα ασφαλής χώρος αλλά και αρένα. Τα φανάρια εκτός από την πολυχρωμία φωτίζουν την εμμονή και την εξάρτηση. Η καθεμία αγκιστρώνεται σε μία ιδέα ή στη χειρότερη σε έναν άνθρωπο δίχως να ζυγίζει ούτε τη ματαιότητα αλλά κυρίως ούτε και την τοξικότητα της εξάρτησής της. Διπλή είναι και η φύση των ανθρώπων που συνυπάρχουν στον κατασκευασμένο αυτό χώρο. Τα άκρα του καλού και του κακού απέχουν και τα προσωπεία εναλλάσσονται σε μία queer, τελετουργική performance επιβίωσης. Δεν παλεύουν οι ηρωίδες μόνο μεταξύ τους αλλά και με τις εαυτές τους. Μία αυτοκαταστροφική πάλη δυναμικών γυναικών που τόλμησαν ενάντια στις νόρμες να δώσουν σάρκα στη βαθύτερη εαυτή τους και να απαρνηθούν την επιβολή του κοινωνικού δυαδικού φύλου, κάνοντας μια βουτιά στο ανοίκειο, στην ετεροκανονικότητα. Μία βουτιά που συχνά οδηγεί στη βαθειά κατάδυση.

Όποιο μονοπάτι ή όποια κατάδυση και αν ακολουθήσει μία θηλυκότητα, οι συντηρητικές εγγραφές της κανονικότητας είναι πανίσχυρες και αφήνουν σημαντικό στίγμα σε καθημερινότητα και αποφάσεις. Ακόμη και ασυνείδητα, τον έξω κόσμο ξέρουμε, αυτόν εμπιστευόμαστε. Οι στερεοτυπικοί έμφυλοι ρόλοι αναδύονται στις πιο προσωπικές στιγμές και η μίμηση προτύπων συμπεριφοράς «του διπλανού νοικοκυριού» δε λείπει από τις σχέσεις ακόμα και των πιο ριζοσπαστικών θηλυκοτήτων. Έρωτας, ζήλια, ψέμα, απιστία, ανασφάλεια και φυγή, όλα στοιχεία κάθε προσπάθειας να βγουν από το ρόλο τους και να συνδεθούν.

Η σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη επικεντρώνεται σε αόριστο χωροχρόνο ο οποίος πιθανότατα να είναι η σύγχρονη Αθήνα, δίχως όμως κάτι τέτοιο να δηλώνεται. Εκείνο που αφορά είναι ο έτερος τόπος που εργάζονται και πρακτικά ζουν οι θηλυκότητες. Ακόμη και η ίδια η τοποθεσία του τεχνοχώρου CARTEL μαρτυρά το καλλιτεχνικό όραμα των συντελεστών του. Η φωνή που διακαώς διαλαλείται – ειδικά από τους καλλιτέχνες – πως πρέπει να δοθεί στους καταπιεσμένους, δεν είναι δυνατόν να αναμένεται να βγει από δημοφιλείς τηλεοπτικούς σταθμούς ούτε από πολυσύχναστα κεντρικά στέκια της ελίτ. Δε θα μιλήσει από μόνη της. Πρέπει εμείς να την αναζητήσουμε, να πάμε σε αυτή, να καταλάβουμε την κουλτούρα της και με σεβασμό να την ακούσουμε.

Φυσικά τα Κόκκινα Φανάρια του Μπισμπίκη δεν είναι μία απλή εκσυγχρονισμένη εκδοχή της ταινίας. Σίγουρα τα γνώριμα pop culture ιντερλούδια show που διεκδικούν απαιτητικά τη συγκίνηση, η trash ενδυματολογία (ΜακΛέλαν) και το αντίστοιχο εκκεντρικό μακιγιάζ (Παμούκης) είναι εσκεμμένα και δε βρίσκονται στην παράσταση απαραίτητα για καλλιτεχνικούς σκοπούς. Η σκηνική πραγματικότητα που θυμίζει b-movie αν χρησιμοποιήσουμε κινηματογραφικούς όρους με τους φωτισμούς του Παπούλια και τον ήχο και τις μουσικές διασκευές από Πατεράκη και Σωτηράκη, πετυχαίνει άριστα το ζητούμενο. Το ίδιο ισχύει προφανέστατα και για τον ωμό ερωτισμό που ουρλιάζει μία περιφρόνηση προς τη σεμνοτυφία. Η περηφάνια (pride) είναι διάχυτη σε κάθε σκηνή και αυτό λειτουργεί και ως μία καταπληκτική αντικομφορμιστική μεν, μαρκετίστικη δε, τεχνική. Φυσικά το παραπάνω δεν είναι αρνητικό απλώς αξίζει να σημειωθεί ως ευφυές. Πρόκειται για μία σκηνοθεσία αθυρόστομη, με περίσσιο αλλά και περήφανο θράσος, υπέρ του δέοντος τολμηρή, προβοκατόρικη και σκληρά διαφωτιστική.

Η ερμηνευτική δεινότητα είναι ανάλογη των απαιτήσεων και σε ορισμένα σημεία αυτοβιογραφική, όπως και η σκηνοθεσία, ενώ το δομικό στοιχείο της παράστασης η σκηνογραφία που μας μεταφέρει σε ένα σύμπαν γοητευτικό μέσα στο πολύχρωμο σκοτάδι του. Η διαφορετικότητα μοιάζει βαθειά οικία και το ανοίκειο καθρεφτίζει έναν κόσμο που πρέπει να γνωστοποιηθεί. Ξεχωρίζει η ερμηνεία του Μάνου Καζαμία ο οποίος καλείται να επαναφέρει στη σκηνή μία θρυλική κινηματογραφική ερμηνεία αποφεύγοντας με μαεστρία την αναπαραγωγή καρικατούρας και προσαρμόζοντας στα μέτρα του μία ιστορία – γροθιά στο στομάχι. Ταυτόχρονα έκπληξη αποτελεί και ο ρόλος του Δημήτρη Παπάζογλου ο οποίος ανταποκρίνεται πλήρως στο ρόλο της Κατερίνας και συγκινεί ερμηνεύοντας και «τολμώντας».

Συμπερασματικά, τα Κόκκινα Φανάρια αποτελούν μία εξαγγελία ύπαρξης χώρων, ασφαλών και μη, στους οποίους ποικίλουν οι ρόλοι και οι ενσαρκώσεις. Χώροι με νόμους διαφορετικούς των κατεστημένων, χώροι ρευστοί και περιοριστικοί ταυτόχρονα. Χώροι που αξίζει να μην παραμείνουν στο περιθώριο.

Πληροφορίες για την παράστασηΕδώ