Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Το έργο
Κύκλωπας, σατυρικό δράμα για αποφόρτιση του θεατή μετά την τριλογία των τραγωδιών και επιστροφή στη διονυσιακή λατρεία. Οι Σάτυροι διακατέχονταν από το κωμικό στοιχείο.
Είναι το μοναδικό ακέραιο σωζόμενο σατυρικό δράμα και γράφτηκε μεταξύ 415 και 410 π.χ. Δε γνωρίζουμε σε ποια τετραλογία ανήκε, βασίζεται όμως στην ένατη ραψωδία της Οδύσσειας.
Μια συνομιλία ανάμεσα την αρχαία τραγωδία και την αρχαία κωμωδία. Το έργο μιλά για την αγριότητα του ανθρώπινου γένους, που ως επί το πλείστον εκφράζεται στο μυαλό της κοινής γνώμης με το αντρικό φύλο. Ο σκηνοθέτης το τόλμησε με γυναικείο θίασο, τολμώντας να διερευνήσει αν αυτή η αγριότητα μπορεί να εξυπηρετηθεί από το γυναικείο φύλο. Το ανθρωπόμορφο τέρας, είναι το τέρας, που κρύβουμε μέσα μας και είναι σημαντικό θέμα επίσης η ανθρωποφαγία, εδώ στο έργο με την κυριολεκτική έννοια. Στη ζωή όμως διαπιστώνεται αυτή η ανθρωποφαγία στις εργασιακές σχέσεις, στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, σε όλες τις κοινωνικές συναλλαγές. Σε έναν πλανήτη , που οδηγείται προς την καταστροφή, ο ένας επιβιώνει εις βάρος του άλλου, τον παραγκωνίζει, τον αποδιώχνει, τον κατασπαράζει , τον εξαφανίζει.
Ο κόσμος του Κύκλωπα είναι βίαιος, αντρικός και ο νόμος ορίζεται από τους ισχυρούς. Τα πρόσωπα του Ευριπίδη ακροβατούν ανάμεσα στην ελαφράδα, την πονηριά, την καιροσκοπία, την ηθική παρακμή και την αγριότητα. Οι ήρωες ισορροπούν ανάμεσα στο σοβαρό και το γέλιο το σπλάτερ και την κωμωδία. Οι ήρωες του δεν είναι ούτε καλοί, ούτε κακοί. Κινητοποιούνται κυρίως από την επιθυμία τους για επιβίωση και για διατήρηση της ασφάλειας του περιβάλλοντός τους.
Στη χώρα των Κυκλώπων ο ξένος δε φιλοξενείται, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή κατασπαράσσεται. Ο άντρας έχει μέχρι εδώ ευθύνη για το πώς τρώει μια κοινωνία τα σωθικά της. Ο σκηνοθέτης αναρωτήθηκε κατά πόσο και η γυναίκα έχει ευθύνη σε αυτό και κατά πόσο η γυναίκα μπορεί να γίνει φορέας αυτής της αγριότητας.
Ο Κύκλωπας εκπροσωπεί τη φύση ενώ ο Οδυσσέας τον πολιτισμό και τη δημοκρατία, στο όνομα της οποίας, όμως έχει κάψει, λεηλατήσει, σφάξει. Πρόκειται για ένα κάλεσμα προβληματισμού για όλες αυτές τις καταστάσεις πολέμου και «διασφάλισης» της δημοκρατίας στον κόσμο. Σύγκρουση δύο κόσμων με επιχειρήματα, δίκαια και άδικα.
Η παράσταση
Καθώς σουρουπώνει το θέατρο αρχίζει να γεμίζει. Οι θεατές προσέρχονται, ενώ ο Σιληνός, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, τακτοποιεί το σπίτι του Κύκλωπα υπό το ήχο των τραγουδιών «Η δουλειά κάνει τους άντρες», «Δελφίνι δελφινάκι» και το «Στην απάνω γειτονίτσα» ή αλλιώς «Η γοργόνα». Και τα δύο τραγούδια έχουν αναφορές στη θάλασσα και τη γοργόνα. Φαίνεται να έχει νταλκά καθώς ξεσκονίζει. « Αχ θεέ μου, θεέ μου Διόνυσε σε χίλια μύρια βάσανα με έχουν ρίξει τα πάθη σου!» και αρχίζει να εξιστορεί. « Στη Γιγαντομαχία νεκρό σωριάζω τον εγκέλαδο μπροστά σου. Όχι Διόνυσε, όχι Διονυσάκη, αφού τον σκότωσα, τον σκύλεψα και σου έδωσα τα λάφυρά μου!»
Ο Σιληνός εξηγεί πώς προέκυψε και κατέληξε εκείνος και τα παιδιά του, οι Σάτυροι, να γίνουν υπηρέτες του κύκλωπα Πολύφημου. Όταν η Ήρα έβαλε ληστές να καταδιώξουν τον Βάκχο, ο Σιληνός και τα παιδιά του, με το καράβι τους, επιχείρησαν να τον αναζητήσουν για να του συμπαρασταθούν. Ενώ ψάχνανε να βρούνε τον κάβο του Καβομαλλιά , ο άνεμος τους παρέσυρε και πέταξε το καράβι στην κακοτράχαλη Αίτνα. Την αναφέρει και φτύνει κάτω. «Ποιος είναι αυτός ο τόπος;» ρωτούσαν και δεν άργησαν να μάθουν ότι κατοικείται από τους ανθρωποφάγους κύκλωπες. Ο Πολύφημος, ο Κύκλωπας, τους πήρε για υπηρέτες και τέρμα τα μεθύσια και τα γλέντια. Μόνον δουλειά από εδώ και πέρα. Τους έχει δούλους στο αρχοντικό του. Ο Σιληνός τον χλευάζει « I am a giant, I have an eye , I eat you all!» Του κατουράει το αρχοντικό. « Πάρε πισωκώλη ! Γίναμε τσοπαναραίοι για έναν ελεεινό !» Και αμέσως αρχίζει το θρήνο. Φωνές, σκουξίματα γκροτέσκο ερμηνεία, που προκαλεί εύθυμη διάθεση στο θεατή. Πρέπει να καθαρίσει τη σπηλιά του Πολύφημου, για να έρθουν τα πρόβατά του. Σε λίγο καταφτάνουν τραγουδώντας και χορεύοντας οι Σάτυροι με το κοπάδι που είχαν βγάλει για βοσκή. « Παλικάρια μου !». «Πατέρα!» Υπερβολική ερμηνεία, μεγάλες κινήσεις. Αναφέρουν ότι ένα καράβι ζυγώνει .
Εμφανίζεται και ο Οδυσσέας με δύο συντρόφους του αναζητώντας τροφή και συναντούν τον Σιληνό. « Πες μου ποιος είσαι και ποια η πατρίδα σου;» « Ο Οδυσσέας ! Ανεμοθύελλα μ΄ έριξε εδώ!» Ένας σύντροφος κρατά μια κούκλα σε φυσικό μέγεθος, με παρόμοια με αυτόν ρούχα και είναι ο δεύτερος σύντροφος. Τα μαλλιά του Οδυσσέα σηκωμένα σαν περικεφαλαία . Πληροφορούνται από το Σειληνό για ό,τι συμβαίνει στο νησί. « Εδώ ευφραίνονται να τρώνε αίμα ανθρωπινό!» . Καθώς ακούγεται αυτό πέφτει κάτω η κούκλα. Προοικοομία της θανάτωσης των συντρόφων του Οδυσσέα. Ζητά να αγοράσει ψωμί, όμως οι Σάτυροι του προσφέρουν μόνο κρέας και τυρί. Ο Σιληνός προσφέρει τροφή και ζητά για αντάλλαγμα χρυσό, αλλά ο Οδυσσέας του αντιπροτείνει να του δώσει κρασί και κλείνει η συμφωνία. Θα πληρώσει με το κρασάκι του Διονύσου, για το οποίο τρελαίνονται οι Σάτυροι και ο Σιληνός κάνει σαν τρελός ακόμα και για μια γουλιά. Το κρασάκι σε ένα γιδίσιο σακί, το είχε δώσει στον Οδυσσέα, ο Μάρωνας, ανταμοιβή του, καθώς αναφέρεται στην Οδύσσεια γιατί τον είχε σώσει κάποτε μαζί και τη γυναίκα του και το γιο του.
Ίσως να είναι η πρώτη φορά που γλεντούν από τότε που έφτασαν στην Αίτνα και πάνω στην ανταλλαγή και τις αφηγήσεις από την Τροία, γίνεται αναφορά στην Ελένη
« Μωρέ να μη φύτρωνε ποτέ των γυναικών το γένος, εκτός αν πρόκειται για την αφεντιά μου!»
Εμφανίζεται ο Πολύφημος. « Την πατήσαμε καταφθάνει ο Κύκλωπας!» Στο ξεφάντωμα αυτό ο Σιληνός « αν είναι να πεθάνω για την τιμή μου, ας πεθάνω!» Και χορεύει « Ανέβα στο τραπέζι μου κούκλα μου γλυκιά», ενώ τους πετυχαίνει ο Κύκλωπάς με σκοινένιο μαστίγιο « Τι τρέχει εδώ; Τι ραχαλεύτετε ; Τι γλεντοκοπάτε;» Οι Σάτυροι μιλούν όλοι μαζί με ακατάληπτα λόγια, κλονισμένοι από το φόβο. Ωραίες ομαδικές σκηνές, όμορφα διδαγμένες.
« Τι λέτε ρε γαμώτο;[…] Το φαγάκι μου το έχετε έτοιμο, τις καρδάρες τις γεμίσατε γάλα;»
« Δεν είμαι μαλάκας!» Οι Σάτυροι γελούν ηλιθιωδώς. Ο Σιληνός του λέει ότι ήρθαν κάποιοι να κλέψουν τα αρνιά του. Εκείνος διατάζει να τα βάλουν γρήγορα μέσα και επειδή δεν έχει σχέση με την έννοια της φιλοξενίας, ούτε και φοβάται τον Ξένιο Δία, προειδοποιεί. « Δε ξέρουν ότι είναι θνητός! Θα τους φάω! Έχω καιρό να φάω ανθρώπινο κρέας.»
Ο Οδυσσέας , Άννα Καλαϊτζίδου, πανούργος και δυναμική φύση, του μαρτυρά ότι χρημάτισε τους Σάτυρους με κρασί για να του δώσουν τρόφιμα. «Αν λέω ψέματα ,να πεθάνουν τα παιδιά μου! Τους ξένους μην τους αδικείς !»
Εδώ τίθεται από τη παράσταση το θέμα της υποδοχής των ξένων, θέμα μείζον για την εποχή μας. Όταν ο Οδυσσέας τον πληροφορεί ότι έρχονται από την Τροία, ο Πολύφημος συμπληρώνει «για να εκδικηθείτε την αρπαγή της ελεεινής Ελένης.» Ο Οδυσσέας του λέει ότι ο νόμος διατάζει τους ανθρώπους να καλοδέχονται τους ξένους, όχι να τους σουβλίζουν!» Ο Σιληνός του προτείνει να τους φάει, αλλά ο Οδυσσέας του λέει να διαλέξει την ευσέβεια από την ασέβεια. Ο Κύκλωπας δε μοιάζει να ενδιαφέρεται, τους δένει με το λάσο του και τους τραβά μέσα στη καλαμωτή σκηνή του. Ο Οδυσσέας προσβλέπει πάντα στη βοήθεια της Αθηνάς και του Δία. Η μουσική αποδίδει την ένταση της στιγμής. Ο Σιληνός , Αλεξάνδρα Αϊδίνη ξεσπά.
« Στα τσακίδια αυτή η σπηλιά του Αιτναίου βασιλιά, που περιδρομιάζει ξένους, άνομα θυσιασμένους!» Σπαραγμός! Ακούγεται «Το ψωμί της ξενιτιάς» από τον Καζαντζίδη. Εμφανής η διάσταση της βίας στην παράσταση, που αφορά αυτούς τους κατατρεγμένους και διωγμένους του κόσμου ετούτου, όπου και να βρίσκονται.
Ο Οδυσσέας ζητά τη βοήθεια του Δία και περιγράφει τη σφαγή, από το θεομίσητο, που καταβρόχθισε δύο συντρόφους του αφήνοντας όλους τους άλλους έντρομους .
Ο πολυμήχανος Οδυσσέας συλλαμβάνει την ιδέα της τύφλωσης του Πολύφημου, αφού πρώτα τον μεθύσει. « Φίλτατε ξένε, ωραίο ποτό μου δίνεις να συνοδεύσω το κολατσιό μου!» Σκέφτεται με έξαλλη έξαρση πώς να μπήξει το δαυλό στο μάτι του Κύκλωπα, ενώ τον μεθά και λέει εκείνος «Σαν αμπάρι καραβιού η κοιλιά μου με σπρώχνει να ξεφαντώσω με τ’αδέλφια μου τους κύκλωπες». Ακούγεται ποντιακό τραγούδι. Όταν ο Πολύφημος τον ρωτά το όνομά του, ο Οδυσσέας , του λέει ότι ονομάζεται «Κανείς!» και αρχίζουν να ξεφαντώνουν με τη μουσική. Ο Κύκλωπας σπάει, γίνεται ευαίσθητος και αποκαλύπτει τον έρωτά του για τη Γαλάτεια, μια Νηρηίδα, που ήταν κόρη του Νηρέα και μιας θαλάσσιας θεότητας. « Λευκή Γαλάτεια , τόσο να σ΄αγαπώ και τόσο να μ’ αποδιώχνεις! Βγες στη στεριά, να περνάς γλυκά τις πόρτες δίπλα μου!» Μεθούν όλοι, θυμάται ότι έχασε το Γανυμήδη, αλλά προτιμά τα νεαρά αγοράκια, κυνηγά τον Σιληνό.
Ενώ υπολογίζει στη βοήθεια των δούλων, Σατύρων, όταν έφτασε η ώρα της τύφλωσης όλοι δειλιάζουν και υπαναχωρούν. « Ήξερα τι σύμμαχοι ήσασταν , αφού δεν έχετε τ΄αρχίδια!» Όταν ο Πολύφημος τυφλώνεται βγαίνει με το πρόσωπο μέσα στα αίματα καθώς και η μπλούζα του. θέλει να εκδικηθεί τον δράστη, τον «κανένα» όπως του συστήθηκε ο Οδυσσέας. Έτσι όποιος άκουγε τις εκκλήσεις του Κύκλωπα για βοήθεια ύστερα από την επίθεση του «κανένα» δεν θα τον έπαιρνε στα σοβαρά.
Τον περιπαίζουν, τον δένουν γύρω από ένα μεγάλο κιβώτιο. Οι Σάτυροι τον εμπαίζουν το ίδιο και ο Οδυσσέας, τον οποίο καταριέται να μη φτάσει ποτέ στον προορισμό του. Οι Σάτυροι φεύγουν αφού πρώτα τον πετροβολήσουν και μένει μόνο ο Σιληνός πίσω να τον ακούει « Λευκή Γαλάτεια, τόσο να σ’ αγαπώ και εσύ να μ’ αποδιώχνεις!» Δεμένος εκεί στο ξύλο. Καταρρακωμένος. Ο Σιληνός μένει μέχρι να τον πάρει ο ύπνος και έπειτα σιγά σιγά φεύγει. Ποιητική εικόνα, με ωραία μουσική το «Νανούρισμα» από τον «Ματωμένο γάμο» υπό τον ήχο γκάιντας.
Εξαιρετική η Στεφανία Γουλιώτη, Κύκλωπας, όσον αφορά την άγρια και αρρενωπή κίνησή της, τη πειθαρχία και το φόβο που έσπερνε γύρω της. ΟΙ Σάτυροι ήταν αδικημένοι, υποβαθμισμένοι σε δούλους, αλλά χωρίς να χάσουν το κουράγιο τους. Το κοστούμι τους αποκαλύπτει τα γεννητικά τους όργανα, τα οποία πολύ συχνά επιδεικνύουν. Είναι χαριτωμένοι και παραπονιάρηδες, με πρωτεργάτη τον πατέρα τους το Σιληνό, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, με γρήγορη, λεπτή κίνηση, και μεγάλη πονηριά. Ο Κύκλωπας θα προσπαθήσει να τους κυνηγήσει αλλά είναι αργά: θα το σκάσουν όλοι με το πλοίο του Οδυσσέα. Θα παραμείνει ο Σιληνός σαν το Φιρς στον Βισσυνόκηπο του Τσέχωφ να φυλά το τέρας, που το έχει υποδουλώσει και καταδυναστεύει.
Το μετακείμενο της παράστασης, ήταν ακριβώς στα πλαίσια των σκοπών του σκηνοθέτη. Εξαιρετικά τα κοστούμια της παράστασης από τη Γεωργία Μπούρδα, με μανδύες κοντούς και προτεταμένους φαλούς, ενώ τα σκηνικά λιτά και ουσιαστικά. Μια καλαμωτή για τη σκηνή του Πολύφημου και ένα ξύλινο κιβώτιο στην ορχήστρα, όπου πήδαγαν οι Σάτυροι, έδεσαν τον Πολύφημο και γύρω από αυτό οργανώθηκε η δράση, σημείο αναφοράς.
Θα πρέπει να σημειωθεί η επιμέλεια της κίνησης του Ερμή Μαλκότση. Άλλη η κίνηση των Σατύρων , άλλη του Σιληνού, διαφορετική αυτή του Οδυσσέα και οπωσδήποτε ξεχωριστή αυτή του Κύκλωπα. Η μουσική και οι μουσικές επιλογές και αναφορές του Λευτέρη Βενιάδη, σχολίασαν αποτελεσματικά την παράσταση και έδωσαν καίριες προσεγγίσεις. Εξίσου και ο Φωτισμός του Σάκη Μπιρμπίλη, μπόρεσαν να υπηρετήσουν το σκοπό του σκηνοθέτη, που ήταν ξεκάθαρος, αιχμηρός και επίκαιρος, έντονα δε δοσμένος με την επιλογή του γυναικείου φύλου και τη βία, την εχθρότητα, τη μισαλλοδοξία και την αφιλοξενία να υπερβαίνουν το φύλο.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ