Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Η παράσταση Λάθος Χώρα, με αφετηρία το ομότιτλο μυθιστόρημα του Gazmend Kapllani ερευνά τις προσωπικές ιστορίες των ηθοποιών μαζί με εκείνες του βιβλίου και όλα αυτά διαπλέκονται με τις αντίστοιχες ιστορίες των θεατών. Ποια είναι η λάθος χώρα; Και ποια είναι η σωστή; Όταν έφυγα πάντως από την παράσταση σιγομουρμούριζα το «Στην Αμερική» και τον «Διάφανο» του Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Για ποιο λόγο αναγκάζεται κάποιος να εγκαταλείψει την πατρογονική γη; Τη γη των νεκρών του; Τις μνήμες του; Γιατί να θέλει να μηδενίσει το κοντέρ και να απαλλαγεί από κάθε βαρίδι του παρελθόντος; Τι είναι πατρίδα; Υπάρχει η πατρίδα; Γιατί κάποιοι για να επιβιώσουν διαλέγουν αυτό το «όπου γης και πατρίς;» Πόσο εύκολα οι εναπομείναντες κατηγορούν αυτούς που φεύγουν για λιποταξία και αυτοί που έφυγαν κατηγορούν τους εναπομείναντες για συνθηκολόγηση και γονυκλισία. Όλοι ή «βολεψάκηδες» ή ριψάσπιδες ή απλά κάποιοι που τολμούν μιαν άλλη έκφανση της ζωής, έναν άλλον αγώνα;
Ο Παντελής Φλατσούσης, μετά τη θερμή υποδοχή της παράστασης Εθνικό Ντεφιλέ που παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2021, συνεχίζει να διερευνά τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και θεάτρου ντοκιμαντέρ, σκηνοθετώντας αυτήν τη φορά μια παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα Λάθος Χώρα του Gazmend Kapllani.
Η παράσταση ξεκινά με έναν μεγάλο αντικατοπτρισμό του κοινού και όπως προκύπτει προς το τέλος από τη διακοπή της παράστασης από την ηθοποιό Ντέμπορα Οντόγκ, η παράσταση δεν είναι μόνο μια παρουσίαση των ιστοριών των ηθοποιών, αλλά στην ουσία είναι η παρουσίαση της ιστορίας του καθενός από εμάς. Ποιος άνθρωπος δεν έχει μετακινηθεί μέσα στη ζωή του; Είτε σε εσωτερική μετανάστευση μέσα στη χώρα του ή και εκτός; Και όχι μόνο αυτό, αλλά ποιος δεν έχει μετακινηθεί σε προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό ή επαγγελματικό επίπεδο; Ποια τα κίνητρά του; Ποιες οι προσμονές του;
Σε ένα ευφάνταστο σκηνικό πάνω σε τραπέζια είναι στημένες πολιτείες και τοποθετούνται μικρές κούκλες για να παραστήσουν ακριβώς αυτή την μετακίνηση των ανθρώπων, τις συναντήσεις τους, τις απογοητεύσεις, τις μεταστροφές τους, τις επιστροφές τους και το φευγιό τους κάθε φορά σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, με διαφορετικές κλιματολογικές και περιβαλλοντολογικές συνθήκες. Μια κάμερα στα χέρια των ηθοποιών ακολουθεί είτε τη δράση πάνω στο τραπέζι είτε στην σκηνή. Τα πολυμέσα εξυπηρετούν μια πολυμορφική παράσταση και κατορθώνουν να δημιουργούν κάθε φορά το κατάλληλο κλίμα.
Στο Λάθος Χώρα (2018) του Gazmend Kapllani , η Τερς, πόλη στην Αλβανία εξελίσσεται, έτσι χωρίζεται στην παλιά και την καινούργια πόλη. Ο παλιός καθυποταγμένος τρόπος ζωής και ο νέος αυτών που καταλαβαίνουν ότι η ζωή είναι μικρή για σπατάλη.
Στην παλιά πόλη της Τερς απομένουν κάποιοι γέροντες , ένα γραφείο κηδειών και οι άνθρωποι εκεί είναι ιδιαίτερα οπισθοδρομικοί και ανάλγητοι, ρατσιστές.
Η νέα πόλη έχει να επιδείξει μεγάλα κτίρια, ουρανοξύστες και εξέλιξη. Ο Καρλ , ενώ είχε μεταναστεύσει αρχικά μόνο για λίγο διάστημα, αλλά αυτό τελικά κατάληξε μια ζωή, έρχεται στην Τερς, όπου συναντιέται με τον αδελφό του, τον Φρέντερικ για να θάψουν τον γέρο πατέρα τους. Ο πατέρας, ένας από τους λόγους που έδιωξαν τον Καρλ από την Αλβανία. Εκείνος κολλημένος με το καθεστώς, υποστηρικτής του Χότζα, ενώ ο Καρλ και η μητέρα του υποστήριζαν τον σοσιαλισμό, που δεν ήταν τυραννία, αλλά ελευθερία. Θριαμβολόγησε μαζί με τη μητέρα του όταν έριξαν το άγαλμα του Χότζα στην πόλη τους και η Αλβανία επιτέλους απελευθερώθηκε από αυτόν τον δυνάστη. Ο Καρλ δεν άντεχε πια την Τυρρανόσκαγια βιβλιοθήκη του πατέρα του, ούτε την απειλή του, τον εκφοβισμό για να μην την αποκαλεί έτσι. Ήθελε να μπορεί να μιλά και να αναπνέει ελεύθερα, χωρίς φόβο.
Η Ελλάδα παραμένει σταυροδρόμι απ΄όπου διέρχονται πολλοί πολιτισμοί και μεγάλα μεταναστευτικά κύματα. Είναι ταυτόχρονα και χώρα υποδοχής. Πώς δέχτηκαν οι Έλληνες τους μετανάστες των αρχών της δεκαετίας του ’90, αλλά και πώς οι ίδιοι οι μετανάστες διαμόρφωσαν τις ζωές τους στον καινούριο τους τόπο; Άραγε το φαινόμενο της μετανάστευσης έχει κάνει την ελληνική κοινωνία μία πιο συμπεριληπτική κοινωνία ή έχει εντείνει φαινόμενα φοβικά απέναντι σε ό,τι ορίζεται ως διαφορετικό από το κυρίαρχο αφήγημα;
Ο Έλιο Φοίβος Μπέικο, ηθοποιός της παράστασης, απαντά πάνω σε αυτό, όπως και αργότερα η Ντέμπορα Οντόγκ . Ο Έλιο ήταν πάντα αναγκασμένος να απολογείται για το όνομά του, λέγοντας ότι προέρχεται από πατέρα Αλβανό και μητέρα γαλλίδα. Τα χαρτιά του πατέρα, όταν ο Έλιο ήταν μικρός, αργούσαν να εκδοθούν και εκείνος με την αδελφή του έμεναν με τους παππούδες στην Αλβανία μέχρι να τακτοποιηθούν τα απαιτούμενα χαρτιά και ο πατέρας τους να αναγνωρίσει τα παιδιά του. Δυσκολίες που προκύπτουν από την έλλειψη αποδοχής του «ξένου».
Ο Θανάσης Κριτσάκης, ηθοποιός, διηγείται την δική του ιστορία. Με προπάππου αντάρτη και τον παππού του εννιά χρονών να φυγαδεύονται στις χώρες του ανατολικού μπλοκ στην Ουγγαρία, σε ένα χωριό για τους έλληνες αντάρτες με το όνομα Μπελογιάννης. Διαδρομές και ιστορίες ανθρώπων. Κανείς δεν υπάρχει χωρίς τη δική του ιστορία.
Ο Καρλ (Θανάσης Κριτσάκης) βρέθηκε στην Αθήνα στην Ομόνοια, όπου είχε δυο επιλογές ή να τον μαζέψει η κλούβα της αστυνομίας, ή να ακολουθήσει μια γαλλίδα που έψαχνε κηπουρό για τον κήπο της. Έμεινε μαζί της δεκαπέντε χρόνια αν και είχαν διαφορά ηλικίας όταν γνωρίστηκαν, σαράντα τρία εκείνη και μόλις είκοσι δύο χρονών εκείνος. Η ζωή κάνει τους κύκλους της και μοιραία ο Καρλ έφυγε για πάντα αφήνοντας ένα σημείωμα. Πάσχει και αυτός από τη νόσο της φυγής. Είναι η ελευθερία, η ανάγκη αυτοσυντήρησης και η απαίτηση για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον.
Ο στρατός του Ζέρβα, οι αντάρτες, που κυριαρχούσαν στην περιοχή της Ηπείρου, τον Σεπτέμβριο του ‘ 44, μετά την αποχώρηση των Γερμανών προχώρησαν στην μαζική εκδίωξη των Τσάμηδων στην Αλβανία, των τουρκοαλβανών δηλαδή που ήταν συνεργάτες των Γερμανών. Το ειδικό δικαστήριο καταδίκασε ερήμην σε θάνατο 1.930 Τσάμηδες, οι οποίοι βαρύνονταν με εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Κάποιοι από αυτούς όμως δεν μπορεί, θα ήταν αθώοι.
Ο Καρλ στην πλατεία Συντάγματος συναντά την κοπέλα που είχε γνωρίσει πριν από 20 χρόνια και από τότε δεν την ξαναείδε ποτέ. Συναντήθηκαν και την ακολούθησε στην Αμερική, είχε κάνει και εκείνη τις δικές της διαδρομές και τώρα μοιράστηκε μια ακόμα μαζί του. Αυτό είναι η ζωή, μια συνεχή μετακίνηση, μια πέτρα που κυλά. Οι πληθυσμοί μετακινούνται είτε μεμονωμένα είτε συνολικά. Ειδικά στα Βαλκάνια «όποιος ψάχνει “καθαρούς” λαούς είναι σαν να ψάχνει παρθένα σε μπουρδέλο».
Η Ντέμπορα Οντόγκ, ηθοποιός στην παράσταση, κατέθεσε τη δική της ιστορία. Ο πατέρας ήρθε από την Ουγκάντα για σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και η μητέρα της ήταν φοιτήτρια στη Νομική γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Ξεπέρασαν πολλά εμπόδια μεγάλωσαν δυο κόρες και τους προσέφεραν τα καλύτερα που μπορούσαν. Χαρακτηριστικά λέει η Ντέμπορα, στην Ουγκάντα θεωρούνταν λευκή και στην Ελλάδα μαύρη. Παντού ξένος;
Τελικά ποια είναι η πατρίδα του καθενός, το σπίτι του; Ο Καρλ στη συνείδησή του που εμφανίζεται με τη μορφή της μάνας, απαντά ότι πουθενά δεν είναι το σπίτι του, άρα και παντού. Όλη η γη το σπίτι μας, παντού μας περιμένουν οι φωλιές μας, οι νέες και οι παλιότερες. Η μοίρα του ανθρώπου άμα τη εμφανίσει του εμπεριέχει την αναζήτηση, την μετακίνηση. Μπορεί για λίγο να καθίσει κάπου, αλλά μετά διεκδικεί το καλύτερο για εκείνον περιβάλλον. Ανώφελοι οι αφορισμοί λοιπόν.
Μια σύνθετη παράσταση από ηθοποιούς που παρουσίασαν το όλο σαν κάτι πολύ απλό και φυσικό. Ωραία σύλληψη και ευφυής σκηνοθεσία του Παντελή Φλατσούση. Θέμα επίκαιρο και παγκόσμιου βεληνεκούς.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ