Από τη θεατρολόγο Νατάσα Μαχπούπ
Τίτλος κριτικής: Mια στιγμή κάπου αλλού…
Βρεθήκαμε στην πρεμιέρα της παράστασης στις 09/11/2021 του γνωστού μονολόγου της Λένας Κιτσοπούλου με τίτλο: «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» στο θέατρο Ζίνα. Το κείμενο βασίζεται στο της Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α ενώ η σκηνοθετική σύλληψη του μονολόγου ανήκει στη Δήμητρα Δερμιτζάκη. Ερμηνεύει η Κίττυ Παϊταζόγλου
Με όπλο τον σαρκασμό απέναντι σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α ο γνωστός μονόλογος της Λένας Κιτσοπούλου, τον οποίο έγραψε κατά παραγγελία για το Εθνικό Θέατρο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2009 από τις Εκδόσεις: «Kέρδος» και ερμήνευσε η Μαρία Πρωτόπαπα. Ένα κείμενο και μια παράσταση που προκάλεσε τις διφορούμενες αντιδράσεις της κριτικής. Επίσης το έργο έχει ανέβει και τη θεατρική περίοδο 2016-2017 με τίτλο Ηappy Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α, αποσπώντας καλή κριτική περισσότερο η σκηνοθεσία της παράστασης από το κείμενο και την υποκριτική ικανότητα της Ευφροσύνης Μακρίδου.
Στην ουσία ο τίτλος αποτελεί την σύμπτυξη των αρχικών των λέξεων: Μην Αντιστέκεσαι Ισοπεδώσου Ρίξε Ολοκληρωτικό Ύπνο Λυτρώσου Αυτοκτόνα. To περιεχόμενο του μονολόγου αναφέρεται σε μια νέα γυναίκα (37 χρονών σύμφωνα με το οπισθόφυλλο του βιβλίου) που πασχίζει να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους και να μιλήσει για όλα όσα τη βαραίνουν. Μέσα από τον μονόλογο θίγονται ζητήματα που ανήκουν στο φάσμα της παθογένειας του ανθρώπου: η καταναλωτική μανία της κοινωνίας, η ωριμότητα, η μοναξιά ενός σύγχρονου ανθρώπου, η δυσκολία των ανθρώπινων σχέσεων, το υπαρξιακό κενό, οι αντιφάσεις του ανθρώπου, η αγωνία του θανάτου, η έλλειψη ονείρων και στόχων κ.ά.
Ο μονόλογος αυτός διαπνέεται από θεατρικότητα ως προς την εκτέλεσή του και διακειμενικότητα καθώς γίνονται αναφορές σε κινήματα, θεατρικούς συγγραφείς και στην όψη αλλά και το περιεχόμενο της παράστασης.
Η ερμηνευτική προσέγγιση της Κίττυ Παϊταζόγλου εστιάζει στη γενικότερη επιθυμία της ηρωίδας να αποτινάξει από πάνω της ένα είδος κατασκευάσματος της κοινωνίας που απαιτεί τη γνώση για τη γνώση, χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα. Ουσιαστικά αποτελεί μια ρεαλιστική ερμηνεία, καθώς σε όλη τη διάρκεια της παράστασης παρακολουθούμε τον ψυχισμό της και τις σκέψεις της ακόμα και όταν αυτές είναι αντιφατικές. Μέσα στην παράσταση αγγίζει και τον ωμό ρεαλισμό με αποκορύφωμα την σάτιρα της κηδείας της. Το στοιχείο της ειρωνείας είναι το βασικό στοιχείο της ερμηνείας της με κάποιες εναλλαγές από την ειρωνεία στην ανάδειξη της βαθιάς μοναξιάς με το παγωμένο βλέμμα στο πρόσωπο, δίνοντας μια κωμικοτραγική διάσταση στον ρόλο της Μαιρούλας. Όπως επιτάσσει το είδος του in yer face theater η πρωταγωνίστρια ερμήνευσε έναν δυνατό μονόλογο, έχοντας μια γλώσσα που είχε καταιγιστικό ρυθμό και βωμολοχίες. Στα πλαίσια της διάχυτης ειρωνείας στην αρχαία ελληνική παιδεία και στις κλασικές σπουδές καυτηρίασε τους μεγάλους τραγικούς ποιητές όπως τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη και μεγάλους επιστήμονες της ψυχολογίας, όπως o Jung. Eπιπλέον σαρκάζει τον τίτλο του μονολόγου και το θέατρο κτήριο, στο οποίο ερμηνεύει τον μονόλογό της και τα σημεία στίξης του κειμένου. Σε αυτό το παραλήρημα χλευάζεται και η θεωρητική πορεία ενός καλλιτέχνη (ζωγράφου) από τον ρεαλισμό στον μεταμοντερνισμό.
Η σκηνοθεσία αναδεικνύει το κείμενο, δίνοντας έμφαση στη σκληρή γλώσσα και στο περιεχόμενό του μονολόγου, αναδεικνύοντας τα έντονα στοιχεία του συγγραφικού είδους που βρίσκονται στα έργα της Κιτσοπούλου. Στην περίπτωση της Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.Σ τα δύο βασικά ταμπού θέματα που θίγονται είναι η αυτοκτονία (είναι ο τρόπος με τον οποίο πεθαίνει στο τέλος η ηρωίδα και πάει στην κόλαση) και το πρότυπο ζωής ενός σύγχρονου νέου. Η συγγραφέας αγγίζοντας αυτά τα θέματα μέσω της σάτιρας προσπαθεί να ενεργοποιήσει τον θεατή και να δει τον εαυτό του μέσα από την ηρωίδα. Στην αρχή βλέπουμε τη Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α να φεύγει και να επιστρέφει στη σκηνή μονολογώντας δίνοντας την αίσθηση ότι παρακολουθούμε σε ταινία τη ζωή της ηρωίδας. Επιπλέον όλο το στήσιμο της παράστασης, τα φώτα, η μουσική (τραγούδι Πασχάλη Τερζή) βασίστηκαν στο είδος του in yer face theater με αποκορύφωμα την σκηνή όπου όλα τα φώτα στην αίθουσα είχαν σβήσει και μερικά δευτερόλεπτα μετά ανάβει ένας προβολέας με ψυχρό φώς, το οποίο πέφτει στα μάτια της πρωταγωνίστριας και κατ’ επέκταση και στα μάτια του κοινού που κάθονταν στο δεξί μέρος της πλατείας. Ακόμη, καυτηριάζει και τις ψυχικές ασθένειες όπως την κατάθλιψη, ενώ όπως αναφέρει, εκείνη βιώνει μια άλλου είδους κατάθλιψη, η οποία αντιτίθεται με αυτή που έχουν οι περισσότεροι. Χρησιμοποιεί τα social media για να επικοινωνήσει αυτό που την προβληματίζει και ίσως να χλευάζει με αυτόν τον τρόπο την κατάχρηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Οι φωτισμοί της παράστασης (Άννα Σμπώκου) έδεναν απόλυτα με την αίσθηση του μονολόγου κάθε στιγμή. Πιο ψυχρός όταν αυτός γινόταν πιο εσωτερικός και πιο ζεστός όταν αναφερόταν γενικά στη ζωή ενός σύγχρονου ανθρώπου, όπου οι προβληματισμοί και τα τραύματα είναι κοινά, όπως η ανεργία που αντιμετωπίζουν όσοι αποφοιτούν από τα πανεπιστήμια θεωρώντας χαμένο κόπο τις γνώσεις και τις σπουδές τους. Όταν τίθεται στο επίκεντρο του χλευασμού της το θέατρο του παραλόγου τότε ο φωτισμός γίνεται ψυχρός.
Το σκηνικό αποτέλεσε σύλληψη της Θάλειας Μέλισσα , ενώ την υλοποίησή του ανέλαβε η Ήρα Σπαγαδώρου. Στην προκειμένη περίπτωση το σκηνικό της παράστασης αποτελούνταν από χρυσαφένιες κουρτίνες στη μέση της σκηνής και έναν οριζόντιο μπλέ πάγκο σε σχήμα ταφ με ορθογώνια βάση κι από πάνω μια σανίδα που προεξείχε της ορθογώνιας βάσης. Αυτός ο πάγκος έχει βιβλία, ενώ στην άκρη αριστερά της σκηνής υπάρχει ένα μεγάλο φωτιστικό δωματίου τοποθετημένο στη σκηνή ως σκηνικό αντικείμενο σε ασημί χρώμα. Αυτό ανάβει και φωτίζει τη πρωταγωνίστρια με ψυχρό φως, όταν στον μονόλογό της κάνει αναφορά στον πατέρα και στο θείο της. Επίσης κάποια στιγμή η ηρωίδα παρουσιάζεται να ακροβατεί πάνω σε αυτή τη σανίδα μιλώντας για τον πατέρα της, μεταφέροντας και οπτικά την ψυχική ανισορροπία, στην οποία βρίσκεται. Ίσως προσπαθούσε να μοιάσει με ένα ζωντανό εκκρεμές σε αυτή τη περίπτωση.
Στη παράσταση η ηρωίδα δεν εμφανίζεται με τα ίδια ρούχα από την αρχή μέχρι το τέλος. Στο μεγαλύτερο μέρος της εμφανίζεται με κοντή κόκκινη φούστα λίγο πάνω από το γόνατο και κόκκινο μπουστάκι με ακάλυπτο το μέρος της κοιλιάς και κόκκινο σακάκι από πάνω, θέλοντας να δείξει τη μόρφωση και την κοινωνική της θέση. Στο τελευταίο κομμάτι της παράστασης παρουσιάζεται με γυαλιά ηλίου και μακρυμάνικη μπλούζα, παραπέμποντας στη Λούλα Αναγνωστάκη με ένα τσιγάρο στο στόμα και ένα πιστόλι στο χέρι (φωτογραφία άρθρου), χλευάζοντας ταυτόχρονα και τον θάνατό της. Εδώ στο στόχαστρο του χλευασμού της μπαίνει και ο Κώστας Καρυωτάκης, ο οποίος και εκείνος αυτοκτόνησε, όπως και εκείνη (με χάπια), ενώ στην κόλαση συναντάει τον Τσιτσάνη και τον ειρωνεύεται, όπως και όλο το ρεμπέτικο.
Γενικότερα ήταν μια παράσταση που η σκηνοθεσία και η ερμηνεία ήταν συνεχώς σε διάλογο κι η σκηνοθεσία ακολουθούσε το κείμενο. Όμως η σκηνοθεσία μαζί με το κείμενο ίσως να αποτέλεσαν τα μεγαλύτερα όπλα της παράστασης, καθώς η πρώτη έδινε ένα πιο ιδιαίτερο τόνο στην ερμηνεία και στα νοήματα, φωτίζοντας με όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή της τις υπαρξιακές αγωνίες ενός νέου. Συνολικά, η ερμηνεία έμοιαζε σε αρκετές στιγμές ένα ανελέητο παραλήρημα που γύριζε γύρω από το δίπολο ζωής και θανάτου, κάτι που άλλοτε κούραζε και άλλοτε ήταν κωμικό.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ