Από τον Ιωάννη Λάζιο
Τη Τετάρτη, δεκατέσσερις Οκτωβρίου, άνοιξε η αυλαία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν, η Λυρική, επέλεξε να ανεβάσει μια παράσταση με ιστορικές διαστάσεις. Η ιστορικότητα της παράστασης έχει να κάνει με τον επετειακό της χαρακτήρα, μιας και πριν από ογδόντα χρόνια τρεις μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ανέβηκε στην τότε Λυρική η ίδια παράσταση. Την αγαπημένη του Τζάκομο Πουτσίνι: Μαντάμα Μπαττερφλάι. Ο συμβολισμός ευκρινής. Η Λυρική σκηνή κάτω από αντίξοες συνθήκες, μπορεί και παράγει, καλλιτεχνία υψηλοτάτης αισθητικής.
Η υπόθεση της όπερας, αφορά τον έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η Τσο-Τσο Σαν, είναι ένα μικρό κορίτσι, όμορφο σαν λουλούδι, ερωτεύσιμο από κάθε άποψη, παραταύτα, επικίνδυνα ανυποψίαστο ως προς τον έρωτα. Αυτή της την άγνοια θα πληρώσει με τη τραγικότητα του τέλους της.
Μια όπερα, γνωστή για τις υπέροχες άριες, τη φανερή θεατρικότητα και ασφαλώς τη μελωδικότητά της, στη σκηνή της Λυρικής. Ακρόαμα και θέαμα υψηλών απαιτήσεων και φυσικά οριενταλιστικό δράμα. Αυτό σημαίνει ότι αν θέλουμε να «κρίνουμε» την όπερα, θα πρέπει να την αναλύσουμε ως προς τα δύο επιμέρους μέρη της. Το ακουστικό και το οπτικό. Αν και αρκετά δύσκολο, για την εν λόγω παράσταση, θα το προσπαθήσω. Δύσκολο, καθότι το ακρόαμα και το θέαμα βρίσκονταν σε απόλυτη εναρμόνιση μεταξύ τους.
Σε κάθε περίπτωση το θέαμα υπηρετήθηκε άρτια. Τα εκπληκτικής αισθητικής κοστούμια (Ούγκο ντε Άνα), απετέλεσαν το ιδανικό ένδυμα, για να ενδυθεί η παράσταση και να αναδειχθούν ρεαλιστικά και με σαφήνεια οι ποιότητες της γιαπωνέζικης αισθητικής. Τα κοστούμια υπηρέτησαν πιστά την ασιατική παράδοση και ανέδειξαν όλε εκείνες τις εκλεπτυσμένες διαβαθμίσεις της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου. Μεταξωτός ταφτάς, πλακάτα χρώματα και περισσή πολυτέλεια. Ακόμα και το κοστούμι του Μπόνζο είχε ευκρινείς αναφορές στην ασιατική τέχνη. Το σκηνικό (Ούγκο ντε Άνα) από την άλλη, χαρακτηρίζεται για τη καθαρότητα των γραμμών του, τη γεωμετρική αυστηρότητα και τη διαφάνεια της Γιαπωνέζικης αρχιτεκτονικής.
Συμπληρωματικά το θέαμα ολοκληρωνόταν από τις λιτές, μα καίριας σημασίας σκηνοθετικές κατευθύνσεις, του Ούγκο ντε Άνα, μιας και χωρίς να φορτώνεται με περιττά βάρη και υπερβολικές ακροβασίες, δομήθηκε μια πυραμίδα θεατρικότητας, στην κορυφή της οποίας τοποθετήθηκε η υπέροχη Μπαττερφλάι. Όλοι οι συμπληρωματικοί ρόλοι υπηρετήθηκαν εξαιρετικά από τους ηθοποιούς-ερμηνευτές της παράστασης. Ιδιαίτερη αναφορά στον Γκόρο (Γιάννης Καλύβας), ο οποίος ενσάρκωσε τον χαρακτήρα, με ανατριχιαστική ακρίβεια στις λεπτομέρειες της κίνησής του. Όπως, επίσης, τους βαρύνοντες υποστηρικτικούς ρόλους της πιστής Σουζούκι και του πρέσβη Σάρπλες έφεραν επάξια η μεσόφωνος Χρυσάνθη Σπιτάδη και ο βαρύτονος Νίκος Κοτενίδης αντίστοιχα.
Επιτέλους, για το θέαμα, να πούμε ότι η σύγχρονη τεχνολογία και τα οπτικοακουστικά μέσα, δημιούργησαν ατμόσφαιρα υψηλής αισθητικής, κατά την αναμονή στη δεύτερη πράξη. Συγχαρητήρια και μόνο αξίζουν στον Σέρτζιο Μετάλλι. Όπως επίσης και στον Βαλέριο Αλφιέρι, ο οποίος με τους εμπνευσμένους φωτισμούς του ανέδειξε περισσότερες πτυχές της παράστασης. Μοναδική ένσταση, ο φωτισμός του «Θεού της Αμερικής». Τα led φωτάκια γύρω από το κάδρο, ήταν μια κιτς νότα, σε μια κατά τα άλλα, υψηλοτάτης αισθητικής παράσταση.
Το ακρόαμα, τώρα, της παράστασης, υπηρετήθηκε άρτια από την ορχήστρα της Λυρικής και τον μαέστρο Λουκά Καρυτινό. Όμως αυτοί, οι οποίοι εξύψωσαν ακουστικά την παράσταση, ήταν οι ερμηνευτές της παράστασης, με κυρίαρχη τη σοπράνο Ερμονέλα Γιάχο.
Η μοναδική σοπράνο, με την απερίγραπτη θεατρικότητα της κίνησής της και την εξαιρετική λυρικότητα της φωνής της απογείωσε το ρόλο της. Στη πρώτη πράξη, διέκρινες την ευαισθησία της έφηβης, τον τρόμο προς το άγνωστο μέλλον, στο οποίο βάδιζε. Έβλεπες όλα εκείνα τα εύθραυστα συναισθήματα της νιότης να διαγράφονται, τόσο στη φωνή, όσο και στη κίνηση. Στη δεύτερη πράξη, ειλικρινά δε μπορώ να σκεφτώ κάποιον άλλον, πέρα από την Ερμoνέλα Γιάχο. Κάθε εμφάνισή της στη σκηνή ήταν για εμένα απόλαυση, τέρψη της ψυχής και εξύψωση του πνεύματος στις μέγιστες και ευγενέστερες πτυχές του πνεύματος. Απόλυτη ευχαρίστηση. Η ερμηνεία της ήταν σπαρακτική, γεμάτη χρώματα και ευρύτητα. Μοναδική! Μαγευτική! Υπέροχη! Ισάξια στάθηκε δίπλα της ο Δημήτρης Πακσόγλου, στο ρόλο του Πίνκερτον.
Κοντολογίς, η Μαντάμα Μπαττερφλάι, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, θα μπορούσε να χωρέσει σε μια μόνο λέξη: Θαυμάσια! Κι αυτό, γιατί όλη η αισθητική της παράστασης λειτουργεί επικουρικά, οδηγώντας σε μια μαγευτική εμπειρία. Το κάθε αντικείμενο υποστηρίζει κάτι άλλο. Η κάθε ερμηνεία επικουρεί μίαν άλλη. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι όλοι και όλα, βοήθησαν την εξαίσια Ερμoνέλα Γιάχο, να μάς απογειώσει με την ερμηνεία της.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ