Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Ο σκηνοθέτης Κώστας Παπακωνσταντίνου και η ομάδα Ξανθίας μεταφέρουν άλλο ένα λογοτεχνικό έργο με επιτυχία στη σκηνή. Μετά τους συγγραφείς Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Αργύρη Εφταλιώτη και Μιχαήλ Μητσάκη, σειρά έχει ο Γεώργιος Βιζυηνός. Τρεις ηθοποιοί και ένας μουσικός επί σκηνής δραματοποιούν το διήγημα «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» και δίνουν άλλη μια φορά την ευκαιρία στο κοινό να μαγευτεί από τον αριστοτεχνικά σμιλεμένο λόγο και τη διεισδυτική σκέψη του κορυφαίου μας διηγηματογράφου Γεωργίου Βιζυηνού.
Ο Σύλλογος «Οι Φίλοι της Μουσικής» και η Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών εγκαινιάζουν με αυτό το έργο έναν νέο θεσμό, το Θέατρο στη Βιβλιοθήκη, εντάσσοντας στο πρόγραμμά της για φέτος κάθε Δευτέρα και Τρίτη, θεατρικές παραστάσεις για ενήλικο κοινό που έχουν ως αφετηρία τη λογοτεχνία και τη μουσική.
Με μια ευφάνταστη, αλλά λιτή σκηνοθεσία, ο Κώστας Παπακωνσταντίνου, παρουσιάζει αυτό το έργο του Βιζυηνού, το οποίο αφορά ένα ταξίδι του ποιητή και αφηγητή με ένα από τα μεγαλύτερα πλοία της εποχής του, το «Rio Grande». Ο ποιητής που δεν είναι εξοικειωμένος με τις δια θαλάσσης μετακινήσεις, αλλά τις φοβάται, ευρισκόμενος πάνω σ’ αυτήν την πλωτή πολιτεία αισθάνεται σίγουρος καθώς αυτή φαντάζει στα μάτια του απόρθητη στα ήρεμα νερά του λιμανιού. Ωστόσο, στο ταξίδι αυτό από τον Πειραιά στην Νάπολη πέφτουν σε κακοκαιρία. Η κίνηση όλων των πρωταγωνιστών πολύ προσεγμένη, αντίστοιχη με τη κοινωνική θέση και την ηλικία του καθενός.
Ο ποιητής- αφηγητής (Ελισσαίος Βλάχος) με ένα ευπροσήγορο προφίλ, κάπως εστέτ, αλλά πάντα συνεπής παρατηρητής των συνταξιδιωτών του, με αδέξιες κινήσεις στην τρικυμία, ο Μεγιστάνας από την Καλκούτα (Κώστας Παπακωνσταντίνου), πάντα με ένα τεράστιο πούρο στο χέρι, επιδειξιομανής και βέβαια τρομερά ανασφαλής και η κόρη του, αυτό το συμπαθέστατο, νεαρό κορίτσι με τη λυγερή κορμοστασιά, με τη νεανική ορμή και τη διάθεση να ερωτευτεί, πλήρης θαυμασμού και εκτίμησης για τον ποιητή, αθώο θύμα χειραγώγησης, εντελώς αδύναμη να αντισταθεί στις « βουλές του κυρίου - πατέρα της».
Η μουσική του Νίκου Κολλάρου, ακολουθεί το μελαγχολικό ύφος του λόγου του Γεωργίου Βιζυηνού, καθώς μέσα του ξέρει και φοβάται ότι δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από τον κοινωνικό περίγυρο της Μάσιγγας, ενώ εκείνος γοητεύεται και μόνο από το γέλιο της.
Η απεικόνιση επί σκηνής της θαλασσοταραχής, εξαιρετικά επιτυχημένη, με συντονισμένες, σχεδόν χορευτικές κινήσεις των ηθοποιών όπως και οι κωμικές εμετικές εκκενώσεις καταμεσής της θάλασσας. Η υποκριτική, η παντομίμα, ο λαγαρός λόγος, που φαίνεται ότι έχει αγαπηθεί από τους ηθοποιούς και από τον μουσικό, γιατί εκφέρεται με απόλυτη φυσικότητα και χαρμολύπη δομούν μια παράσταση και σχεδόν μας φέρνουν πίσω σε εκείνη την εποχή, του Βιζυηνού.
Καταπληκτικός ο Π. ( Κώστας Παπακωνσταντίνου), ο μεγιστάνας, πατέρας της Μάσιγγας. Ο Π, «μικρασιάτης με υψηλό αξίωμα στην Αγγλική Κυβέρνηση της Ινδίας στην Καλκούτα˙ κατά τις μετακινήσεις του μεταφέρει τεράστιο αριθμό κιβωτίων, στο συγκεκριμένο ταξίδι τουλάχιστον τριάντα, και υπηρετών». Περιγράφει λεπτομερειακά «τό παλάτιον στο οποίο ζει με τόν λαμπρότατον κῆπον του, τούς σταύλους, τούς ὑπηρέτας καί τάς ὑπηρετρίας του», τα οποία θέτει στην διάθεσή του αφηγητή-ποιητή, όταν θα τους επισκεφθεί και καταλήγει αυτάρεσκα και θριαμβευτικά: «Ἐκεῖ θὰ περάσωμεν μαζὶ τὰς ὡραιοτέρας ἡμέρας, τὰς ὡραιοτέρας ἡμέρας καὶ τὰς νύκτας.»
Περνά δε από τη σκηνή αγέρωχος, αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει γύρω του με τη σιγουριά ότι μπορεί να τα αγοράσει όλα. Θεωρώντας εαυτόν μεγάλο συγγραφικό ταλέντο, ψάχνει να βρει κοινό για την ακρόαση του πλούσιου «ποιητικού του έργου» και σχεδόν προσπαθεί, δελεάζοντας τον ποιητή, να τον καταστήσει όμηρο της μεγαλομανίας του, προσκαλώντας τον στην Καλκούτα, τάζοντάς του όλα τα καλά, μόνο και μόνο για να βρει τον «εθελοντή» που θα υποστεί τις «εμπνευσμένες» απαγγελίες του, καθώς κοιτά τον ουρανό και του έρχονται οι ιδέες. Εξαιρετική η κίνηση του Κώστα Παπακωνσταντίνου, καθώς περιπαίζει κι αυτός μαζί με τον ποιητή αυτούς που δεν έχουν καμιά επαφή με τον κόσμο γύρω του, με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και με τους ανθρώπους, που τους περιτριγυρίζουν και νομίζουν ότι κάνουν τέχνη στοχαζόμενοι, δήθεν παρατηρητές του ουρανού και των νεφών.
Η διάδραση από την αρχή με το κοινό , εντάσσει τους θεατές σε αυτή την πολυτελή κρουαζιέρα, που όλοι οι ταξιδιώτες είναι ομότιμοι και χαιρετιούνται μεταξύ τους, μιας και θα απολαύσουν ένα καταπληκτικό ταξίδι. Ό, τι συμβαίνει και στην ίδια τη ζωή. Μετά έρχονται οι ανατροπές , οι ματαιώσεις, οι απέλπιδες προσπάθειες, η καταπίεση και η κατάθλιψη. Ένα ταξίδι, μια περίληψη ζωής, τόσο περιεκτικό, με τη συνοδεία του πιάνου, αυτής της μουσικής, που παίζει ευχάριστα σε τέτοιες κρουαζιέρες .
Η Μάσιγγα (Χαρά Δημητριάδη), έχει την αφέλεια και την πονηριά της νεότητας αλλά και την ωριμότητα της μελλοντικής γυναίκας. Στο τέλος, ωστόσο, θα υποκύψει στην πατρική εντολή. Μικρή ματαίωση, προοικονομία της μεγαλύτερης. Θα εκπαιδευτεί για να γίνει η σύζυγος ενός μεγάλου αριστοκράτη, χωρίς ποτέ να ερωτηθεί, εννοείται. Η ηθοποιός κατορθώνει να φέρει στη σκηνή εκείνη τη δροσιά, που μετά θα χαθεί, καθώς θα προωθηθεί ως αμνός προς σφαγή. Μέχρι εκείνη την ώρα φώτισε τη σκηνή με την παρουσία της, φλέρταρε υπογείως για να παραδοθεί τελικά στη μοίρα της.
Ο ποιητής, ο αφηγητής, ο ίδιος ο Βιζυηνός (Ελισσαίος Βλάχος), μοναχικός εξαρχής, όμως στην ουσία ανοιχτός να μιλήσει με κάποιον, να διασκεδάσει τον φόβο του γα τη θάλασσα, κοιτάζει τριγύρω αναζητώντας ένα βλέμμα, κάνει προσπάθεια να αγκιστρωθεί σε ένα λόγο, απευθύνει το λόγο στον κύριο Π, που ποτέ δεν τον προσέχει. Πολύ συμπαθής, εμβριθής και ευγενικά καυστικός με αυτόν τον εξαίσιο λόγο του. Υπέροχη η ερμηνεία του, εσωτερικός παρατηρητής της πραγματικότητας γύρω του με μια μικρή αποστασιοποίηση γιατί φαίνεται ότι δεν εντάσσεται εντελώς. Απέδωσε έτσι σωστά την προσωπικότητα του Βιζυηνού.
Ο Μουσικός της παράστασης, αναπόσπαστο μέρος της, με κομβικό ρόλο στην αποτύπωση των συναισθημάτων, της αντάρας, της μελαγχολίας, της χαράς, της κοσμικότητας.
Ο Κώστας Παπακωνσταντίνου έκανε μια ευφυέστατη σκηνοθεσία, γύρω από ένα πιάνο και μια κουπαστή πλοίου. Έδωσε άλλη πνοή στη αίθουσα αυτή της Βιβλιοθήκης του Μεγάρου, εκμεταλλεύτηκε κάθε μέρος του χώρου και συνεπήρε τους θεατές καθιστώντας τους συνταξιδιώτες του σε μια κρουαζιέρα με έντονα κοινωνικό, υπαρξιακό και πολιτικό εν τέλει προβληματισμό.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ