Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
«Η ζωή μοιράζεται στους έχοντες, τους κατέχοντες και τους αντέχοντες. Εγώ ανήκω στους αντέχοντες», ήταν τα τελευταία λόγια του θεατρικού συγγραφέα Μήτσου Ευθυμιάδη.
Αυτή η έμμονη ιδέα του Μήτσου Ευθυμιάδη ενάντια στην εξουσία διατρέχει όλο το σπουδαίο έργο του.
Δεκαετία του ΄70. Μια εποχή ελέγχου και βίας, μεγάλων κοινωνικών αποκλίσεων, και κοινωνικών χαρακτηρισμών. Μια περίοδος όπου δομήθηκε η κοινωνική αδικία, εδραιώθηκε η διάθεση του σύγχρονου Έλληνα να βολευτεί. Το όνειρο υποβαθμίστηκε σε ένα σπιτάκι, μια δουλίτσα, μια οικογένεια.
Βροχερή μέρα μέσα σε ένα μικροαστικό σπίτι με τέσσερα πρόσωπα που έρχονται αντιμέτωπα με το ένοχο παρελθόν τους. Ο Σάββας (Γιώργος Χριστοδούλου) προειδοποιεί τον Ταρζάν (Τζώνη Θεοδωρίδης), ένα πρόσωπο που προβάλει τη λούμπεν φύση του, και του συστήνει με έντονο τρόπο να συμπεριφέρεται όμορφα γιατί εδώ πια βρίσκονται σε ένα ναό, στο σπίτι της μάνας του. Εξαρχής όλα τα πρόσωπα δίνουν το στίγμα τους. Ο Σάββας (Γιώργος Χριστοδούλου) δυνατός σαν λιοντάρι, αποκαμωμένος, με έντονο πόνο, και αδάμαστη οργή.
Ο Ταρζάν (Τζώνη Θεοδωρίδης), ένας χείμαρρος, με μάτι νευρικό που επεξεργάζεται και αποτιμά όλα τα αντικείμενα του χώρου. Ένας άνθρωπος του περιθωρίου, που κατ’ εξαίρεση δεν κλέβει από το σπίτι του Σάββα. Βλέπει μια οικονομική ευχέρεια στο σπίτι και αναρωτιέται πως γίνεται ο Σάββας, ενώ προέρχεται από μια τέτοια οικογένεια να βρίσκεται με τους απόκληρους του τόπου αυτού. Όλο το έργο στηρίζεται πάνω στα δυο αυτά άτομα τον Γιώργο Χριστοδούλου και τον Τζώνη Θεοδωρίδη. Ειδικά ο τελευταίος με την ερμηνεία του απογειώνει τον προβληματισμό και κινητοποιεί, δονεί τους θεατές.
Η Μαρία, η αδελφή του Σάββα( Λουκία Παπαδάκη), με σφιγμένα τα χείλη και τρομοκρατημένη, συγκρατημένη, σχεδόν υποτάσσεται στην περιρρέουσα δυναμική ατμόσφαιρα, δεν αντιδρά στον Σάββα, είναι υποχωρητική ως το τέλος, όμως δεν χάνει την ευκαιρία να προσβάλλει τον άντρα της και να τον απομακρύνει από οποιαδήποτε σύγκρουση με τον αδελφό της, σαν να ξέρει ότι οι συγκρούσεις με τον Σάββα έχουν κακή κατάληξη.
Ο Γιάννης, ο σύζυγός της Μαρίας (Αντώνης Αλεξίου), αξιοπρεπής, πλήρως ενταγμένος σε ένα σύστημα που εθελοτυφλεί για όσα γίνονται γύρω του, μιλά με ευγενικό και αποστασιοποιημένο τρόπο γα τη φτώχεια, την ανεργία του άλλου, που εξάλλου τον θεωρεί υπεύθυνο γι’ αυτό. Αντιθέτως εκείνος που προσπάθησε, εργάστηκε και προσαρμόστηκε τώρα ευημερεί. Δεν συγχύζεται και διατρανώνει την ασφάλεια της ζωής του, φυσική έκβαση, καθώς πιστεύει, μιας μεγάλης προσωπικής προσπάθειας. Επικροτεί τον εαυτό του, ενώ την ίδια ώρα υποτιμά αυτούς τους άλλους, που δεν τα κατάφεραν να δημιουργήσουν μια μικροαστική φυλακή σαν τη δική του. Σπίτι, δουλειά και μια φορά την εβδομάδα έξοδος, άδεια εξόδου.
Ο Ταρζάν μιλά ελεύθερα σαν να ήταν όλοι εξοικειωμένοι με τον κόσμο της φυλακής. Εξισώνει τους δύο χώρους, τον μέσα και τον έξω από τη φυλακή. Διηγείται για τον ρουφιάνο τον δάσκαλο, τον επονομαζόμενο Κολόμπο, τέρας μορφώσεως, που ήταν στη φυλακή γιατί «είχε ιδίωμα να κολομπαρεύει τα παιδιά». Μια κοινωνία «μπουρδέλο».
Ο Σάββας (Γιώργος Χριστοδούλου) είναι φανερό ότι έχει έρθει για να διαλευκάνει κάτι που τον βασανίζει μέσα του. Να καθαρίσει έναν λεκέ στη ψυχή του, να απαντήσει σε ένα μεγάλο γιατί. Θα ήθελε να καθαρίσει τη βρωμιά της ψυχής του, το βαρύ φορτίο που κουβαλά με το “λουλάκι” που καθάριζε η μάνα του. Η μάνα του νοικοκυρά στο μυαλό του Σάββα, “παστρικιά”, όμως, για τα μάτια της Μαρίας. Αριστοτεχνικά ο Μήτσος Ευθυμιάδης στήνει ένα, ένα τα κομμάτια για το παζλ του. Αναφέρει τα στοιχεία που θα οδηγήσουν στην έκβαση του έργου, στην αποκάλυψη των φόβων και της προδοσίας με στόχο να δείξει πόσο υπεύθυνοι είναι οι έξω από τη φυλακή, για αυτούς τους άλλους που είναι μέσα. Πόσο μοιάζει η βία εκεί απ’έξω με εκείνη μέσα στη φυλακή και διαπιστώνει την έκταση που έχει το έγκλημα στη ζωή του ανθρώπου. Δοκιμάζεται ο άνθρωπος όταν χτυπιέται από τις δυσκολίες, τις κοινωνικές αδικίες, πάνω στις οποίες ισορροπεί ένα σαθρό κοινωνικό σώμα, που επιβιώνει ακριβώς γιατί υπάρχουν αυτοί οι διαχωρισμοί, που συχνά οδηγούν στο έγκλημα. Πριν δυόμιση χιλιάδες περίπου χρόνια ο Αθηναίος νομοθέτης Σόλωνας έλεγε ότι "Ο νόμος είναι σαν τον ιστό της αράχνης, τα μικρά έντομα πιάνονται, ενώ τα μεγάλα τον σχίζουν και περνάνε". Δηλαδή, οι μικροπαραβάτες, τα "μικρά έντομα", είναι στην φυλακή, ενώ οι μεγάλοι εγκληματίες, τα "μεγάλα έντομα", είναι έξω, στην κοινωνία, και κυκλοφορούν ανάμεσά μας διαπράττοντας ατιμώρητοι τα μεγάλα εγκλήματά τους. Για ποια ισονομία μπορούμε να μιλάμε; Πως αντιμετωπίζουμε τον παραβάτη, τον κακοποιό; Έχουμε ανάγκη να ανεχόμαστε το γεγονός ότι κακοποιείται, όπως του αξίζει στη φυλακή; Έτσι ξεπλένουμε κι εμείς με ¨λουλάκι¨ το έγκλημα και κάνουμε, όπως ο Γιάννης, λέγοντας ότι αγνοούμε τα όσα συμβαίνουν εκεί στην ψειρού ή καλύτερα προτιμούμε να εθελοτυφλούμε για τα κρατητήρια - κολαστήρια.
Σε μια φυλακή έζησε και η Μαρία, που φρόντισε μόνη της τη μάνα της και έπαθαν τα νεύρα της. Η ερμηνεία της Λουκίας Παπαδάκη από την αρχή δείχνει την ταραχή της γυναίκας αυτής και τη νεύρωση που προσπαθεί να καλύψει, μέχρι το τελικό της ξέσπασμα. Εξαιρετική στην ερμηνεία της με έκδηλη εσωτερικότητα.
Ο Σάββας εύθικτος, περήφανος ακόμα και ταπεινωμένος που ήταν στη φυλακή, δεν δεχόταν τους δικούς του στα επισκεπτήρια, είτε από περηφάνια, είτε γιατί τους κατηγορεί για κάτι, τους θεωρεί υπεύθυνους. Σηκώνει το ανάστημά του κάθε φορά που γίνεται λόγος για τη μάνα του και το σπίτι τους, προσπαθώντας να φτάσει στο επιθυμητό « ύψος» και αποδοχή. Δυναμικός, πληγωμένος, άνθρωπος που θα ήθελε να ζήσει μια διαφορετική ζωή από αυτή που του έλαχε να ζήσει, να δώσει μιαν άλλη εντύπωση.
Ο Ταρζάν είναι αυθεντικός, μεγάλωσε με ξύλο και πείνα. Αποπνέει τη βία της φυλακής και φωνάζει στα μούτρα των άλλων στη σκηνή, αλλά και των θεατών το κοινωνικό του αδιέξοδο, λυδία λίθος για να αποκαλυφθεί η ιδιαιτερότητα της μάνας του Σάββα και η εξήγηση του εγκλήματός του.
Όλα γυρνούν γύρω από το χρήμα, που για τον Γιάννη αποτελεί την ασφάλεια των ανθρώπων. Γι΄αυτό πρέπει να εργάζονται λέει ο Γιάννης, ενώ ο Ταρζάν έχει μια διαφορετική προσέγγιση. Κλέβει το χρήμα που του στερήσανε και μετά το παίζει στα ζάρια μαζί με τη ζωή του. Ο Γιάννης του μιλά για τις δέκα εντολές, «ου κλέψεις» και εκείνος, που γνώρισε την εκδίκηση της κοινωνίας, που «έφαγε το γκλοπ στο κώλο», του ανταπαντά ότι υπάρχει και το «ου βαρέσεις, ου κάνεις τον άλλο να μαρτυρήσει το γάλα που βύζαξε». Ηθική, ποια ηθική; Η ηθική είναι ανάλογα με το που έχεις πέσει μέσα. Η φυλακή είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, Αυτός που αγαπά τόσο τη μάνα του, της έχει συγχωρέσει ότι τον έστειλε στο ορφανοτροφείο και έμεινε να μεγαλώνει μόνη την κόρη της. Δεν την έβλεπε να κάνει μια ανήθικη ζωή , την οποία παρακολουθούσε και βίωνε η Μαρία. Εκείνη δέχτηκε όλο το κακό που μπορούσε να της προκαλέσει η μάνα, το πρώτο εκείνο οχυρό που κανονικά υπάρχει μόνο για να προστατεύει. Ο Σάββας θυμάται που ο αστυνομικός στο κρατητήριο του είχε πει να φοβάται τους φίλους, τους εχθρούς τους ξέρει. Η μάνα έμεινε να κλαίει το μόνο παιδί της, τον Σάββα. Η Μαρία την πρόσεχε, η Μαρία την είχε υποστεί μια ζωή και εκείνη έλεγε ότι έχει μόνο ένα παιδί, τον Σάββα της.
Η ρουφιανιά στη φυλακή πάει και έρχεται. Αντιστοίχως και έξω από αυτή. Είναι μια αντίδραση επιβίωσης. Όλα έχουν το τίμημά τους. Η Μαρία έχει χάσει τον ύπνο της και ο Σάββας βλέπει σταθερά κάθε βράδυ τον ίδιο εφιάλτη. Ό, τι συμβαίνει στη φυλακή, βασίζεται σε μια εκδούλευση, σε κάποιο «μέσο», έτσι έγινε και η δική του μετάβαση στις αγροτικές φυλακές. Πρόδωσε κάποιον σε αντάλλαγμα. Όλοι αυτοί στις φυλακές είναι « γάτοι , αγριόγατοι, λυκόρνια». Η ατμόσφαιρα στο σπίτι γύρω από το τραπέζι οξύνεται.
Ενώ όλα εξελίσσονται κάτω από μια δυναμική του καταπιεσμένου λόγου, μιας επιβεβλημένης σιωπής, το τραπέζι συνεχίζεται ανενόχλητα και περνούν από το ένα πιάτο στο άλλο. Τίποτα δεν πτοεί την μικροαστική απάθεια, την τελετουργία και τη νομοτέλεια.
Αποκαλύπτονται οι προδοσίες του καθενός και πάντα σε όλους τους κύκλους, σε όλες τις φάρες τα μέλη λογοδοτούν, απολογούνται με οποιαδήποτε τίμημα ή τιμωρία.
Μια παράσταση πάνω σε ένα καταπληκτικό κείμενο με ερμηνείες, που αποκαλύπτουν το διεισδυτικό μάτι του συγγραφέα και κάνουν τομή στα κοινωνικά θέματα.
Το έργο λαμβάνει χώρα στο ανακαινισμένο θέατρο Βικτώρια, ένα κόσμημα, ένας ζεστός χώρος με προσωπικότητα. Αξίζει να σημειωθεί η μουσική του Διονύση Τσακνή, που ακολουθεί και συνοδεύει το πνεύμα του Μήτσου Ευθυμιάδη. Ακολουθεί τον δυναμισμό του κειμένου και τη σοβαρότητα της κατάστασης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι της Δέσποινας Βολίδη, ένα τυπικό σχετικά εύπορο μικροαστικό ενοχικό σπίτι. Ο σχεδιασμός των φωτισμών είναι του Σπύρου Κάρδαρη.
Τέλος αλλά πρωτίστως αναφέρουμε την σκηνοθεσία του Γιάννη Διαμαντόπουλου, που κατάφερε άλλη μια φορά να εμπνεύσει τους ηθοποιούς του, να τους διδάξει και να δημιουργήσει μια συγκινητική παράσταση πάνω σε ένα ανατρεπτικό κείμενο.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ