Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
Το έργο «Οργισμένα νιάτα» του John Osborne σε μετάφραση Μαργαρίτας Δαλαμάγκα Καλογήρου και σκηνοθεσία του Θοδωρή Βουρνά , έκανε πρεμιέρα τη Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021 στο Αγγέλων Βήμα.
Το έργο αυτό του 26χρονου και πρωτοεμφανιζόμενου John Osborne ανέβηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στις 8-5-1956 στο Royal Court Theatre του Λονδίνου και χαρακτηρίστηκε ως «η νάρκη που τίναξε στον αέρα την θεατρική πραγματικότητα με τα κομμάτια της να ξαναπέφτουν σε μία γη που ποτέ πια δεν θα ήταν η ίδια.»
Το έργο αυτό του Τζων Όσμπορν « Οργισμένα Νιάτα» (Look Back in Anger = κοίτα πίσω με οργή) μετέφερε την θεατρική δράση από τα συνηθισμένα σαλόνια στην κουζίνα με τη ηρωίδα να σιδερώνει. Έφερε στο θεατρικό προσκήνιο εικοσάρηδες πρωταγωνιστές σε μνημειώδεις ρόλους και έβαλε τους θεατές μπροστά στα προβλήματα μιας ολόκληρης μεταπολεμικής γενιάς καταρρακωμένης από την έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής μετά από έναν παγκόσμιο πόλεμο, γεγονός, που την οδήγησε σε ανεξέλεγκτους εκνευρισμούς, ξεσπάσματα και κοινωνικές εκρήξεις. Από μόνο του το έργο θυμίζει τρομερά την επικαιρότητα που βιώνουμε, μια κοινωνία θανάσιμα τραυματισμένη από την οικονομική κρίση και την πανδημία του Covid. Νέοι άνθρωποι που δεν μπορούν να ορθοποδήσουν, άνοιγμα της κοινωνικής ψαλίδας, άνθρωποι που αναζητούν δεκανίκια όχι μόνο ψυχολογικά, αλλά ουσιαστικά στηρίγματα για την επιβίωσή τους.
Ο λόγο του συγγραφέα και ο μεταφραστικός λόγος άμεσος, ωμός, δυναμικά τρυφερός, έως και κατά περίπτωση ποιητικός, μιλά για το σεξ, τον πόλεμος των τάξεων, την ηρωοποιημένη φτώχεια μιας κοινωνικής τάξης απέναντι στη μαλθακότητα της οικονομικής άνεσης των πλουσίων, τη θρησκεία, την πολιτική.
Με αυτό του το έργο, ο Osborne επηρέασε και άνοιξε δρόμο για συγγραφείς του βεληνεκούς των Harold Pinter, David Hare, Simon Stevens, Sheilagh Delaney, Arnold Whesker και άλλων πολλών.
Στο έργο η γενιά των «οργισμένων» εκπροσωπείται από τέσσερις νέους. Το αδιέξοδό τους παρουσιάζεται μια Κυριακή, ημέρα που όλοι είναι σπίτι και μπορούν να ξεδιπλώσουν την ανία τους και τον περιορισμό των κινήσεών τους. Τον Τζίμμυ (Παναγιώτης Κουρτέσης), που εκπροσωπεί τον ίδιο τον συγγραφέα, καθώς το έργο είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Ο Τζίμμυ είναι μορφωμένος, ευφυέστατος και ανυπότακτος. Ζει φανερά κάτω από τις δυνατότητές του και αυτό τον συνθλίβει. Ο Τζίμμυ ωστόσο είναι παντρεμένος με την Άλισον, την οποία συνήθως χρησιμοποιεί ως αποδέκτη της ηχηρής αντίδρασής του στην καταγωγή της, στην τάξη στην οποία ανήκει. Ωστόσο την έχει επιλέξει και την χρησιμοποιεί σαν σάκο του μποξ, ξεσπώντας την οργή του για τον κοινωνικό εγκλωβισμό που αντιμετωπίζει. Ο φτωχός και αδικημένος ερωτεύεται την πλούσια και την εξευτελίζει. Η Άλισον (Λία Τσάνα) είναι μοναχοπαίδι μεγαλοαστικής οικογένειας, μεγαλωμένη στην Ινδία ως μοναχοπαίδι Άγγλου ανωτάτης κοινωνικής θέσης. Ερωτεύτηκε παράφορα τον «διαφορετικό» Τζίμμυ και τον παντρεύτηκε παρά την έντονη άρνηση των γονιών της. Αντιπροσωπεύει για εκείνη το άγριο εκείνο το πρωτόγονο, το αυθεντικό που στερείται η τάξη της με τους καθωσπρεπισμούς και την υποταγή στις επιταγές του χρήματος. Ο Τζίμμυ και η Άλισον, μετά τον γάμο τους ζουν στο περιθώριο, σε μια σοφίτα της κακιάς ώρας, εκείνη επισκέπτεται κλεφτά τους δικούς της, όλη την ώρα σιδερώνει και δέχεται τα λεκτικά πυρά του συζύγου της. Το ζευγάρι περνά δύσκολα και ο ένας μοιάζει να τρώει τις σάρκες του άλλου. « Με κατασπαράζεις μέχρι να μην τίποτα από εμένα». Ο Τζίμμυ έχει πολλές νευρώσεις, ξεκοκαλίζει την εφημερίδα και απαιτεί να τον προσέχουν όταν διαβάζει ή σχολιάζει την εφημερίδα του, ενώ οι υπόλοιποι ή θα είναι χαμένοι στις σκέψεις τους (Κλιφφ) ή θα κάνουν δουλειές στο σπίτι, αγγαρείες που κανονικά δεν θα έκαναν ποτέ ( Άλισον). Η Άλισον έχει αναπτύξει μια νεύρωση\η με την καθαριότητα, αφού το σπίτι είναι ένα αχούρι πάντα. Ό,τι παρουσιάζεται στο σκηνικό , αφορά τον ψυχισμό τους, την ισορροπία τους, το χάος της ζωής τους.
Μαζί τους μένει ο Κλιφφ (Κωνσταντίνος Βασιλόπουλος), αδελφικός φίλος του Τζίμμυ, πιο συμβιβασμένος με την αδιέξοδη κατάσταση. Αγνός, πράος, καλόψυχος, με εξισορροπητική στάση, χιούμορ και πολλή αγάπη για το ζευγάρι. Ο Κλιφφ είναι το τρίτο πρόσωπο που αποτελεί την ασφάλεια μέσα σε αυτό το ζευγάρι για να μην τραβήξουν την περόνη και γίνουν όλα σκόνη και θρύψαλα. Η παρουσία του παίζει έναν ειρηνευτικό ρόλο, αν και ο ίδιος υπαινίσσεται κάποιον θαυμασμό και αγάπη ίσως και κάποιον κρυφό και ανομολόγητο έρωτα για την Άλισον.
Στην ζωή των τριών εισβάλλει απροειδοποίητα η Έλενα (Κατερίνα Αντζουλάτου), φίλη της Άλισον που έρχεται να την βρει επειδή «θέλει το καλό της». Η Έλενα είναι πολύ όμορφη όπως και η Άλισον, αλλά η Έλενα είναι πιο περιποιημένη και οπωσδήποτε πιο ανάφτρα απ΄ όσο η Άλισον, ισοπεδωμένη νοικοκυρά που ζει φτωχικά και υπηρετεί τον Τζίμμυ που καθυβρίσει, αυτήν και την οικογένειά της. Η Άλισον το μόνο καλό λόγο που ακούει είναι οι φιλοφρονήσεις του Κλιφφ. Η Έλενα νοιάζεται για το «καλό» της Άλισον, και φέρνει από το Λονδίνο τον ευπατρίδη και Άγγλο παλαιάς κοπής πατέρα της Άλισον, Ταγματάρχης Ρέντφερν (Πάνος Τζίνος), για να «σώσει» την κόρη του από τον «αγροίκο» Τζίμμυ. Μικρός ο ρόλος του πατέρα, αλλά αρκετά αντιπαθητικός, ανέκφραστος, εκτελεστής μιας αποστολής, υπερτονίζει το χάσμα μεταξύ των ανθρώπων αυτών. Ο ερχομός, της Έλενας, η αποχώρηση της Άλισον ανατρέπουν την ζωή στην σοφίτα και οι καταιγιστικές εξελίξεις δεν αργούν. Ο θάνατος της μητέρας του Χιου, του άλλου φίλου του Τζίμμυ, τον ταράζει πιο πολύ απ’ όσο η δική του διαλυμένη ζωή και οι δικές του απώλειες. Η μητέρα του Χιου ήταν εργάτρια και μαχήτρια της ζωής και ο Τζίμμυ την έχει αγιοποιήσει. Πάει στο Λονδίνο για την κηδεία της αν και οργισμένος νέος και αντιδρά αυτός ο επαναστάτης πιο συμβατικά από τον καθένα. Επιπλήττει δε την Άλισον που δεν τον ακολούθησε στο Λονδίνο, ενώ αυτή η καημένη η γυναίκα από την αρχή την είχε αγαπήσει και θαύμαζε την ομορφιά της. Προσπαθεί να την χειραγωγήσει με οποιοδήποτε τρόπο.
Μοιάζει το όλο σαν ένα παιχνίδι με κυβάκια, με το που αποχωρεί ένα, όποια κίνηση πανικού και να γίνει το οικοδόμημα καταρρέει. Η κοινωνία καταρρέει και συμπαρασύρει και αυτά τα τόσα κατά τα άλλα γλυκά πλάσματα. Το πάθος του μετακυλά και αντιμετωπίζει τις σχέσεις σαν φαγητό. « Το σημερινό φαγητό είναι καλύτερο από το χθεσινό». Η συμπεριφορά του δείχνει έναν ανερμάτιστο άνθρωπο, που άγεται και φέρεται σαν κανένα άβουλο πλάσμα ή μάλλον σαν ένας άνθρωπος αριβίστας που κάνει τα πάντα για να επιβιώνει με τον οποιοδήποτε τρόπο. Νιώθει ότι η ζωή του χρωστά και διεκδικεί ό,τι αυτή του φέρνει.
Η σκηνοθετική ματιά και το στήσιμο στη σκηνή έχει κινηματογραφικό αέρα. Το μάτι της Έλενας σταματά πάνω στον λούτρινο αρκούδο και το λούτρινο σκιουράκι με τα οποία ταυτίζονταν αντίστοιχα ο Τζίμμυ και η Άλισον. Οι ηθοποιοί μπαίνουν και βγαίνουν σαν να πρόκειται για κινηματογραφικό πλατώ. Ωστόσο ταιριάζει απόλυτα για το έργο αυτό και τις απαιτήσεις του κειμένου. Η σκηνοθετική διδασκαλία του Θοδωρή Βουρνά εκμαίευσε καταπληκτικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς Λία Τσάνα ( Άλισον), Κωνσταντίνο Βασιλόπουλο (Κλιφφ), Κατερίνα Αντζουλάτου (Έλενα), με καταπληκτικές μεταπτώσεις του Παναγιώτη Κουρτέση στο ρόλο του Τζίμμυ.
Η κίνηση που επιμελήθηκε η βοηθός σκηνοθέτη Ντέπυ Γοργογιάννη, τα σκηνικά και κοστούμια της Αρετής Μουστάκα και οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη, συνηγόρησαν σε αυτό το άρτιο αποτέλεσμα, σε μια παράσταση που θα προβληματίσει και θα καλέσει τον θεατή να αναγνωρίσει κοντινές του συνάφειες.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ